ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: Ήμουν έγκυος στο ένατο παιδί μας στο τέλος του ογδόου μήνα, όταν ανεβήκαμε στο Μοναστήρι να εξομολογηθούμε και να πάρωμε την ευλογία του γέροντος Ιακώβου.
Τον τελευταίο καιρό ένας πολύ έντονος πειρασμός δειλίας για την γέννα είχε κατακυριεύσει την ψυχή μου. Του φανέρωσα τον πειρασμό μου, κι εκείνος, χωρίς να προσπαθήση να αλλάξη με νουθεσίες τον λογισμό μου, είπε μόνο δυο κουβέντες, αλλά με τόση παρρησία, που εντυπώθηκαν μέσα μου και, με την Χάρη που πλούσια ανέβλυζε, πήραν τελείως τον πειρασμό μου:
«Πρεσβυτέρα μου, μη στεναχωρείσαι· μόλις ξεκινήσουν οι πρώτοι πόνοι θα με πάρης τηλέφωνο, κι εγώ θα πάω στον παππού (στον όσιο Δαυίδ) και θα του πω: “Παππού, η πρεσβυτέρα είναι κουρασμένη, μην κάθεσαι εκεί, τρέξε και βάλε τα δυο σου χέρια (κι έκανε παράλληλα την αντίστοιχη κίνηση) και βγάλε το μωρό”».
Έφυγα πετώντας. Έφθασε η ώρα της γέννας. Ξεκίνησαν τα προειδοποιητικά συμπτώματα. Ειδοποίησα τον Γέροντα και πήγα στο μαιευτήριο. Σε λίγη ώρα ένοιωσα έναν δυνατώτερο πόνο, βούρκωσαν τα μάτια μου και παραπονέθηκα νοερώς στον Γέροντα, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να με ξεχάση, γιατί μου το υποσχέθηκε.
Και το θαύμα του Θεού, με την ευχή του πατρός Ιακώβου και με τα χέρια του οσίου Δαυίδ, πραγματοποιήθηκε σε μένα την ανάξια, αν και ολιγοπιστία έδειξα και ανυπομονησία. Είχα όντως την αίσθηση ότι τελείως απρόσμενα (και για τον ίδιο τον γιατρό) κάποια χέρια έβγαλαν το μωρό μου.
Όταν πέρασαν οι σαράντα ημέρες και πήγαμε να μας διαβάση την ευχή του σαραντισμού, η πρώτη του κουβέντα ήταν: «Δεν ήλθε ο παππούς, δεν έβαλε τα δυο του χέρια, πρεσβυτέρα μου;».
~ Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’ Μαρτυρίες