Θεός: Ο εγωιστής και υπερφίαλος άνθρωπος όσο και αν υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και νομίζει ότι μόνος του, με τις προσωπικές του δυνάμεις μπορεί να καταφέρει τα πάντα έρχεται στιγμή που νοιώθει εντελώς αδύναμος, εντελώς ανίκανος να σταθεί εμπρός σε φυσικά φαινόμενα, εμπρός σε τρικυμίες, εμπρός σε ασθένειες, εμπρός στον θάνατο.
Του Δρ. Χαράλαμπου Μ. Μπούσια,, Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις καταφεύγει στον Θεό, ζητώντας την ουράνια αρωγή και βοήθεια. Ο νεαρός άνθρωπος στηριζόμενος στις δυνάμεις της ηλικίας του νομίζει ότι όλο τον κόσμο μπορεί με αυτές να τον κατηκτήσει. Ο ώριμος άνθρωπος στηριζόμενος στην πείρα που του δίδαξε η ζωή αισθάνεται σοφός, με ανθρώπινη, βέβαια, σοφία, η οποία αποτελεί ελάχιστο ψήγμα της σοφίας του Θεού, και με αυτό το ψήγμα εξηγεί τα πάντα γύρω του και κινεί την επιστημονική γνώση. Δεν θέλει να κατανοήσει ότι το μυαλό του ανθρώπου είναι πεπερασμένο και δεν μπορεί να χωρέσει τη σοφία του αθεώρητου και υπέρσοφου Θεού και η επιστημονική του γνώση αποτελεί παραχώριση προς αυτόν του πανεπιστήμονος Θεού, της ακρότητος της φιλανθρωπίας. Ο ισχυρός οικονομικά άνθρωπος, απόγονος του άφρονος πλουσίου, νομίζει ότι με τη δύναμη των χρημάτων του μπορεί να εξαγοράσει τα πάντα, από συνειδήσεις μέχρι όλα τα υλικά αγαθά. Θέλει να εξουσιάζει τον κόσμο και όλοι να υποκλίνονται στο πέρασμά του. Δεν σκέπτεται το τέλος του και ότι ο θάνατος και η κρίσις που θα τον ακολουθήσει του Θεού «εγγύς εστιν επί θύραις» (Ματθ. κδ΄ 33) και δεν φοβάται τα λόγια του Κυρίου μας: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού» (Λουκ. ιβ΄ 20).
Οι σοφοί άνθρωποι και οι καλοί επιστήμονες δεν δείχνουν τις πνευματικές τους ικανότητες με επίδειξη γνώσεων, αλλά με τα έργα του καλού τους βίου και την πραότητα του χαρακτήρος του. Μάς λέγει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Τις σοφός και επιστήμων εν υμίν; Δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού εν πραύτητι σοφίας» (Ιάκ. γ΄ 13). Και συνεχίζει παρακάτω: «Η άνωθεν σοφία πρώτον μέν αγνή εστιν, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτος και ανυπόκριτος» (Ιάκ. γ΄ 17). Δηλαδή, η σοφία που δίνεται στον άνθρωπο από τον Θεό πρώτον μέν είναι απαλλαγμένη από μολυσμένα, ιδιοτελή ελατήρια, έπειτα δε είναι ειρηνική, επιεικής και συμπαθής στην ατέλεια των άλλων, πρόθυμη να υπακούει και ελεύθερη από πείσματα, γεμάτη ευσπλαγχνία και αγαθά έργα, χωρίς δισταγμούς και υποκρισίες.
Ο λαός μας πολλές φορές λέει: «Έχει ο καιρός γυρίσματα». Οι νέοι μεγαλώνουν και γηράσκουν. Οι υγιείς αρρωσταίνουν. Οι ταξιδεύοντες με γαλήνη πέφτουν σε τυφώνες και τρικυμίες. Οι ευκατάστατοι γίνονται πένητες. Και τότε όλοι φέρνουν στο στόμα τους το όνομα του Θεού, το οποίο είχαν λησμονήσει. Δεν νοείται μεγαλύτερη αφροσύνη από το να προσπαθεί κανείς να τα καταφέρει στην ζωή του χωρίς την δύναμη, χωρίς την βοήθεια του Θεού. Μάς το τονίζει αυτό ο Χριστός μας λέγοντας: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε΄ 5). Ο συνετός και ο εχέφρων άνθρωπος γνωρίζει τις περιορισμένες δυνάμεις του και καθημερινώς ζητάει την εξ ύψους βοήθεια, η οποία έρχεται, αφού ο Κύριος μας πάλιν είπε: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ΄ 7). Φτάνει μια στιγμή στην ζωή μας, όπου αυτή αλλάζει ριζικά. Λίγο ο Θεός μας, «ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν» (Ψαλμ. 103, 32), λίγο να κουνήσει, να σείσει την γη και όλοι βλέπουμε να απλώνεται εμπρός μας ο όλεθρος και η καταστροφή. Καυχάται ο άνθρωπος για τα διαστημικά του ταξίδια, αλλά δεν μπορεί να δαμάσει τα στοιχεία της φύσεως. Σεισμοί, καταποντισμοί, ξηρασίες, πυρκαϊές, τον κατατρύχουν και του φωνάζουν: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελλαττωθήσονται παντός αγαθού» ( Ψαλμ. 33, 11).
Ο Θεός μας, άσχετα αν τον περιφρονούμε, αποτελεί την μόνιμη καταφυγή μας. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας στην δραματική τους ποίηση και μάλιστα στην τραγωδία, όταν η εξέλιξη του μύθου έφθανε στο αδιέξοδο και η εξεύρεση ανθρώπινης λύσεως ήταν αδύνατη έβαζαν ένα θεϊκό πρόσωπο να παρεμβαίνει και να δίνει λύσεις. Ήταν ο «από μηχανής Θεός». Βλέπουμε ότι οι αρχαίοί μας πρόγονοι, ιδίως των Αθηνών, όπου εξελίχθηκε η «τραγωδία» και τους οποίους ο Παύλος ονόμασε «δεισιδαιμονέστερους» (Πράξ. ιζ΄ 23 ), δηλαδή πιό ευλαβείς και πιό θρήσκους από όλους τους άλλους λαούς, πίστευαν ότι μόνον ο Θεός δίνει λύσεις στα άλυτα προβλήματά τους. Και να φαντασθεί κανείς ότι δεν είχαν γνωρίσει τον ένα και αληθινό Θεό, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εμείς σήμερα, που αξιωθήκαμε να τον γνωρίσουμε, δεν δικαιολογούμαστε να παραμένουμε χωρίς ουράνια βοήθεια στις θλίψεις τις «ευρούσαις ημάς σφόδρα» (Ψαλμ.45, 1). Ο Θεός είναι η καταφυγή μας. Είναι πάντοτε έτοιμος να μας βοηθήσει, έχουμε σίγουρο καταφύγιο τον Θεό μας σε όλες τις περιστάσεις και μάλιστα καθημερινά Του το ομολογούμε ιδίως στην Ακολουθία του Αποδείπνου λέγοντας: «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη του το Πνεύμα το Άγιον». Ελπίζω, δηλαδή, στην βοήθεια του Θεού Πατέρα, καταφεύγω στην αρωγή του Υιού Του και βρίσκομαι πάντοτε κάτω από την σκέπη του Παναγίου Πνεύματός Του.
Αδελφοί μου, οι δυσκολίες της ζωής είναι καθημερινές και μάλιστα με την πάροδο του χρόνου αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Είμαστε υποχρεωμένοι να τις αντιμετωπίσουμε με δύναμη και χωρίς γογυσμό. Μόνοι μας μπορούμε; Νομίζω πως όχι. Άς απευθυνθούμε, λοιπόν, σ’ Αυτόν που είναι σκέπη, βοηθός και καταφυγή μας, Αυτός που δέχεται να είναι ο προσωπικός μας Κυρηναίος, ο «σκεπαστής εις σωτηρίαν» (Εξοδ. 16, 2) όλων μας που ομολογούμε την χάρη Του.