Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 6 – 11 – 6 και λέγει αυτοίς· Ίδε ο άνθρωπος. ότε ούν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε· εγώ γάρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν.
7 απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι· Ημείς νόμον έχομεν, και κατά τον νόμον οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν. 8 Ότε ούν ήκουσεν ο Πιλάτος τούτον τον λόγον, μάλλον εφοβήθη, 9 και εισήλθεν εις το πραιτώριον πάλιν και λέγει τώ Ιησού· Πόθεν εί σύ; ο δε Ιησούς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτώ. 10 λέγει ούν αυτώ ο Πιλάτος· Εμοί ου λαλείς; ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε και εξουσίαν έχω απολύσαί σε; 11 απεκρίθη Ιησούς· Ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην δεδομένον σοι άνωθεν· διά τούτο ο παραδιδούς μέ σοι μείζονα αμαρτίαν έχει.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 13 – 20
13 ο ούν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον ήγαγεν έξω τον Ιησούν, και εκάθισεν επί του βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Εβραϊστί δε Γαββαθά· 14 ην δε παρασκευή του πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη· και λέγει τοις Ιουδαίοις· Ίδε ο βασιλεύς υμών. 15 οι δε εκραύγασαν· Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· Τον βασιλέα υμών σταυρώσω; απεκρίθησαν οι αρχιερείς· Ουκ έχομεν βασιλέα ει μη Καίσαρα. 16 τότε ούν παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή. 17 Παρέλαβον δε τον Ιησούν και ήγαγον· και βαστάζων τον σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον, ός λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά, 18 όπου αυτόν εσταύρωσαν, και μετ’ αυτού άλλους δύο εντεύθεν και εντεύθεν, μέσον δε τον Ιησούν. 19 έγραψε δε και τίτλον ο Πιλάτος και έθηκεν επί του σταυρού· ην δε γεγραμμένον· Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 20 τούτον ούν τον τίτλον πολλοί ανέγνωσαν των Ιουδαίων, ότι εγγύς ην της πόλεως ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς· και ην γεγραμμένον Εβραϊστί, Ελληνιστί, Ρωμαϊστί.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 25 – 28
25 Οι μέν ούν στρατιώται ταύτα εποίησαν. ειστήκεισαν δε παρά τώ σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ιησούς ούν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα όν ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού· Γύναι, ίδε ο υιός σου, 27 είτα λέγει τώ μαθητή· Ιδού η μήτηρ σου. και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια. 28 Μετά τούτο ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή η γραφή, λέγει· Διψώ.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 30 – 35
30 ότε ούν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε· Τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα. 31 Οι ούν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τώ σαββάτω, επεί παρασκευή ήν· ην γάρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου· ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν. 32 ήλθον ούν οι στρατιώται, και του μέν πρώτου κατέαξαν τα σκέλη και του άλλου του συσταυρωθέντος αυτώ· 33 επί δε τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, 34 αλλ’ είς των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ. 35 και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 6 – 11
6 Και λέγει προς αυτούς ο Πιλάτος· Ίδε εις ποίαν αθλίαν κατάστασιν κατήντησεν ο άνθρωπος ! Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, εφώναξαν δυνατά και είπαν· Σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν. Λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος· Πάρτε τον σείς και σταυρώσατέ τον· διότι εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενοχήν εις αυτόν και δεν ημπορώ να τον σταυρώσω. 7 Επειδή δε το ρωμαϊκόν κράτος συνήθιζε να αναγνωρίζη τους νόμους των λαών, τους οποίους υπεδούλωνεν, υπενθυμίζοντες τούτο εις τον Πιλάτον, απεκρίθησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι· Ημείς έχομεν νόμον και σύμφωνα με τον νόμον μας πρέπει να αποθάνη, διότι έκαμε τον εαυτόν του υιόν του Θεού και έτσι εβλασφήμησε κατά του Θεού. 8 Όταν λοιπόν ο Πιλάτος, ο οποίος ως ειδωλολάτρης που ήτο, παρεδέχετο πολλούς θεούς και ημιθέους, ήκουσεν αυτόν τον λόγον, ότι δηλαδή ο Ιησούς εθεώρει τον εαυτόν του υιόν του Θεού, ετρόμαξε περισσότερον, φοβηθείς μήπως πράγματι ο Ιησούς ήτο υιός κάποιου θεού και διά της δυνάμεώς του εξολοθρεύση αυτόν. 9 Και εμβήκε πάλιν εις το πραιτώριον και είπεν εις τον Ιησούν· Από που είσαι σύ; Κατάγεσαι από την γην η ήλθες από τον ουρανόν; Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκεν απάντησιν. 10 Κατόπιν λοιπόν της σιωπής αυτής είπεν εις αυτόν ο Πιλάτος· Εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ηξεύρεις, ότι έχω εξουσίαν να σε σταυρώσω και έχω εξουσίαν να σε αφήσω ελεύθερον; 11 Απεκρίθη ο Ιησούς· Δεν θα είχες καμμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν δεν σου είχε δοθή η εξουσία αυτή απ’ επάνω, δηλαδή από τον Θεόν. Η ανοχή του Θεού σε κρατεί άρχοντα επί της δικαστικής έδρας, και επεφύλαξεν εις σε να με δικάσης. Επειδή δε η εξουσία αυτή έχει δοθή εις σε από τον Θεόν, και δεν δύνασαι να αποφύγης το να με δικάσης, δι’ αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Ιουδαίων, οι οποίοι με παρέδωκαν εκ φθόνου και μίσους εις σε και σε πιέζουν να με καταδικάσης, έχουν μεγαλυτέραν αμαρτίαν από σέ, ο οποίος εκ φόβου προς αυτούς καταχράσαι τώρα την εξουσίαν σου.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 13 – 20
13 Ο Πιλάτος λοιπόν όταν ήκουσε τους τελευταίους τούτους λόγους, με τους οποίους οι Ιουδαίοι ανεγνώριζαν καθαρά, ότι βασιλέα των είχον τον Καίσαρα, ωδήγησε τον Ιησούν έξω από το πραιτώριον και αυτός εκάθισε επί της δικαστικής του έδρας, που είχε τοποθετηθή πρόχειρα εις τον τόπον, ο οποίος ήτο στρωμένος με πέτρας και μωσαϊκά και δι’ αυτό ελέγετο εις μέν την ελληνικήν γλώσσαν Λιθόστρωτον, εις την εβραϊκήν όμως ελέγετο λόγω του σχήματός του Γαββαθά, ήτοι ύψωμα. 14 Ήτο δε η ημέρα της παραμονής και προετοιμασίας του Πάσχα, και η ώρα ήτο περίπου έξ από της ανατολής του ηλίου, δηλαδή μεσημβρία. Και λέγει ο Πιλάτος προς τους Ιουδαίους· Ιδού εις ποίαν αθλιότητα και καταφρόνησιν κατήντησεν ο βασιλεύς σας. 15 Αυτοί όμως αντί να κινηθούν εις συμπάθειαν και οίκτον, εφώναζαν δυνατά· Πάρε τον, πάρε τον, να μη τον βλέπωμεν· σταύρωσέ τον. Λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος· Τον βασιλέα σας να σταυρώσω; Απεκρίθησαν οι αρχιερείς· Δεν έχομεν βασιλέα άλλον παρά μόνον τον Καίσαρα. 16 Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι ηρνήθησαν όχι μόνον τον Μεσσίαν, αλλά και την θεμελιώδη αρχήν της θεοκρατίας των, κατά την οποίαν βασιλεύς των ήτο μόνον ο Θεός, τότε ο Πιλάτος παρέδωκε τον Ιησούν εις αυτούς διά να σταυρωθή. 17 Παρέλαβον δε οι στρατιώται τον Ιησούν, και τον ωδήγησαν να τον σταυρώσουν. Και αυτός βαστάζων επί του ώμου τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από τα τείχη της πόλεως εις κάποιον τοποθεσίαν, που λέγεται Κρανίου τόπος και εις την εβραϊκήν γλώσσαν λέγεται Γολγοθά. 18 Εκεί εσταύρωσαν αυτόν, και μαζί του εσταύρωσαν άλλους δύο, από το εν μέρος τον ένα και από το άλλο μέρος τον άλλον, διά να ατιμάσουν δε περισσότερον τον Ιησούν έδωκαν εις αυτόν την πρωτεύουσαν εις το μέσον των δύο κακούργων θέσιν. 19 Έγραψε δε και επιγραφήν ο Πιλάτος και έθεσεν αυτήν εις το επάνω μέρος του σταυρού. Ήτο δε γραμμένον εις την επιγραφήν· Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 20 Αυτήν λοιπόν την επιγραφήν, που διεκήρυττεν, ότι ο Ιησούς ήτο βασιλεύς του νέου Ισραήλ της χάριτος, την ανέγνωσαν πολλοί από τους Ιουδαίους, διότι ο τόπος, όπου εσταυρώθη ο Ιησούς, ήτο πλησίον της πόλεως. Και το περιεχόμενον της επιγραφής ήτο γραμμένον εις τρείς γλώσσας, εις την Εβραϊκήν, που ήτο εθνική γλώσσα των Εβραίων, εις την Ελληνικήν, που ήτο γλώσσα διεθνής, και εις την Ρωμαϊκήν, που ήτο η επίσημος γλώσσα του Κράτους. Έτσι εδόθη εις το περιεχόμενον της επιγραφής όσον το δυνατόν μεγαλυτέρα δημοσιότης.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 25 – 28
25 Και οι μέν στρατιώται έκαμαν αυτά. Έστεκαν δε κοντά εις τον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ο Ιησούς λοιπόν, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητήν, τον οποίον ηγάπα, να στέκεται εκεί πλησίον, λέγει εις την μητέρα του· Γύναι, ιδού ποίος από τώρα θα είναι ο υιός σου. 27 Έπειτα λέγει εις τον μαθητήν· Ιδού η μητέρα σου. Και από την ώραν εκείνην την επήρεν ο μαθητής εις το κατάλυμά του. 28 Ύστερα απ’ αυτό, αφού εβεβαιώθη ο Ιησούς, ότι όλα, όσα επρόκειτο σύμφωνα με τας προφητείας να πάθη, είχαν πλέον συντελεσθή και τελείως πληρωθή, διά να επαληθεύση καθ’ όλα και μέχρι της τελευταίας λεπτομερείας η Γραφή, είπε· Διψώ.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 30 – 35
30 Όταν λοιπόν επήρε το ξίδι ο Ιησούς είπεν· Έχουν πλέον τελειώσει όλα. Και αι προφητείαι όλαι επληρώθησαν, και το έργον μου έλαβεν αίσιον πέρας και τα όσα έπρεπε να πάθω ετελείωσαν και η σωτηρία των ανθρώπων εξησφαλίσθη πλήρως. Και αφού μόνος του αφήκε την κεφαλήν του να γείρη προς τα κάτω, παρέδωκεν εξουσιαστικώς και όταν αυτός ηθέλησε την ψυχήν του εις τον Πατέρα του. 31 Εν τώ μεταξύ οι Ιουδαίοι ελάμβανον τα μέτρα των, διά να μη μείνουν επάνω εις τον σταυρόν νεκρά τα σώματα των καταδίκων και κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Επειδή η ημέρα, κατά την οποίαν έγινεν η σταύρωσις, ήτο ημέρα προπαρασκευής και προετοιμασίας εκτάκτου και εξαιρετικής· διότι η ημέρα του Σαββάτου εκείνου, που θα ήρχιζεν από την δύσιν του ηλίου, ήτο μεγάλη και επίσημος, επειδή εκτός του ότι ήτο Σάββατον, συνέπιπτεν ακόμη και η πρώτη ημέρα της μεγάλης εορτής του Πάσχα. Απηγορεύετο δε ρητώς εις το Δευτερονόμιον να διανυκτερεύσουν άταφα τα σώματα επί του σταυρού. Παρεκάλεσαν λοιπόν τον Πιλάτον να διατάξη, όπως συντριβούν τα σκέλη των καταδίκων, διά να συντομευθή έτσι ο θάνατός των και τους σηκώσουν το ταχύτερον από εκεί. 32 Ήλθαν λοιπόν οι στρατιώται, διά να συντρίψουν τα οστά των καταδίκων, και του μέν ληστού, τον οποίον επλησίασαν πρώτον, έσπασαν τα σκέλη, καθώς και του άλλου ληστού, που εσταυρώθη μαζί με τον Ιησούν. 33 Όταν όμως ήλθαν εις τον Ιησούν, σαν τον είδαν ότι ήτο πλέον πεθαμένος, δεν του έσπασαν τα σκέλη. 34 Αλλ’ ένας από τους στρατιώτας, διά να διαπιστώση βεβαιότερον τον θάνατόν του, του εκτύπησε την πλευράν με λόγχην και αμέσως εβγήκεν από το τρυπηθέν μέρος αίμα και ύδωρ, φαινόμενον πρωτοφανές και παράδοξον, διότι εις κάθε πεθαμένον το αίμα πήγνυται, όσον δε και αν τον τρυπήση κανείς, δεν βγαίνει ποτέ καθαρόν αίμα και διαυγές ύδωρ. 35 Το γεγονός όμως αυτό είναι αληθές και βεβαία η υπ’ αυτού σημαινομένη κάθαρσις του βαπτίσματος και ο αγιασμός εκ του αίματος του Κυρίου, και εκείνος, που το είδε με τα μάτια του, έδωκε μαρτυρίαν περί αυτού, και η μαρτυρία του είναι αληθινή και δεν έχει καμμίαν περί τούτου αμφιβολίαν εκείνος, αλλά ηξεύρει καλά, ότι λέγει αλήθειαν. Και έδωκε μαρτυρίαν τόσον περί του γεγονότος αυτού, όσον και περί του ότι δεν έσπασαν τα σκέλη του Ιησού, αλλά μόνον την πλευράν του ετρύπησαν, διά να πιστεύσετε και σείς, ότι ο επί του σταυρού Ιησούς είναι ο Χριστός, τον οποίον προεκήρυξαν οι προφήται.