του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Όταν αναφύονται διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα, αμέσως εκδηλώνονται τα ποικίλα ρεύματα που υπάρχουν μέσα στην εκκλησιαστική ζωή και τα οποία έχουν διαμορφωθή από αλλότριες παραδόσεις. Αυτό παρατηρούμε και στο ουκρανικό πρόβλημα που εκδηλώθηκε στην εποχή μας και έδωσε αφορμή να αποκαλύπτονται «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί», ως προς την ερμηνεία του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Άλλοτε προτάσσεται η αγάπη έναντι των ιερών Κανόνων, ωσάν οι Πατέρες που θέσπισαν τους ιερούς Κανόνες να μην είχαν αγάπη, και άλλοτε θεωρείται ότι οι ιεροί Κανόνες καταστρατηγούν την εκκλησιαστική ενότητα, ωσάν οι Πατέρες να ήταν νομικιστές και να μη ενδιαφέρονταν για την ενότητα της Εκκλησίας. Έτσι εκδηλώνεται το προτεσταντικό πνεύμα του αντι-νομισμού, όπως επίσης εκδηλώνεται και το πνεύμα της εκνομίκευσης της εκκλησιαστικής ζωής.
Με όσα θα γραφούν στην συνέχεια θα γίνω σαφέστερος, γιατί τα πράγματα δεν είναι διαζευκτικά: κανόνες ή αγάπη.
1. Το εκκλησιαστικό πολίτευμα
Μετά την Πεντηκοστή και την επέκταση της Εκκλησίας σε όλα τα Έθνη χρειάσθηκε σταδιακά να συγκροτηθή αυτός ο «ιερός θεσμός» της Εκκλησίας. Αυτό το έργο άρχισε κυρίως με τον άγιο Ειρηναίο Επίσκοπο Λουγδούνου-Λυώνος. Στην συνέχεια οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι διοργάνωσαν το πολίτευμα της Εκκλησίας και έθεσαν τις βάσεις για την καλή λειτουργία και την ενότητά της.
Στην αρχή συγκροτείτο κατά τόπους η Εκκλησία υπό τον Επίσκοπο της πόλεως, και από το μισό του 2ου αιώνος μ.Χ. παρατηρείται η ανάπτυξη του Συνοδικού Συστήματος, με την εμφάνιση των Επαρχιακών Συνόδων, διότι έτσι έπρεπε να διαφυλαχθή η ενότητα της Εκκλησίας.
Το αρχαιότερο σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας ήταν το Μητροπολιτικό σύστημα, στο οποίο ο Μητροπολίτης ήταν πρώτος των Επισκόπων της Επαρχίας του. Αργότερα δημιουργήθηκε το υπερ-Μητροπολιτικό σύστημα, για να καταλήξη στο Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως με απώτερο σκοπό την ενότητα της Εκκλησίας. Στα εκκλησιαστικά αυτά συστήματα πάντοτε υπάρχει «ο Πρώτος» που συγκροτεί την ενότητά τους. Το θέμα αυτό δεν ήταν θέμα κοσμικής νοοτροπίας και εξουσίας, αλλά έκφραση της πνευματικής ζωής.
Αυτή η συνοδική οργάνωση της Εκκλησίας δεν έγινε από ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν αγάπη, αλλά από αγίους και θεόπνευστους Πατέρες στις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίοι Πατέρες με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος θέσπισαν Κανόνες για να διασφαλίσουν την ενότητα της Εκκλησίας.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. καθιέρωσε το Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, και οι επόμενες Σύνοδοι, κυρίως η Β΄ (381) και η Δ΄ (451) Οικουμενικές Σύνοδοι καθιέρωσαν το υπερ-Μητροπολιτικό και τελικά το Πατριαρχικό σύστημα.
Αυτές οι βασικές εκκλησιολογικές γνώσεις είναι απαραίτητες, γιατί οι Επίσκοποι οφείλουμε να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε την κανονική αυτή συγκρότηση της Εκκλησίας και να μην την αμφισβητούμε ούτε να την υπονομεύουμε μέσα από συναισθηματικούς λόγους και μάλιστα με λαικιστικά συνθήματα, τύπου κοινωνικής αναρχίας.
Μάλιστα, λίγο πριν χειροτονηθούμε Επίσκοποι δώσαμε υπόσχεση ενώπιον Κλήρου και λαού, και βασικά ενώπιον του Θεού, ότι θα διαφυλάξουμε τους όρους και τους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Αφού ομολογήσουμε το Σύμβολο της Πίστεως έπειτα δίνουμε την εξής ομολογία:
«Προς δε τούτοις στέργω και αποδέχομαι τας αγίας επτά οικουμενικάς Συνόδους, και των Τοπικών, ας εκείναι αποδεξάμεναι εκύρωσαν, επί φυλακή των Ορθοδόξων της Εκκλησίας δογμάτων αθροισθείσαι. Ομολογώ πάντας τους υπ’ αυτών, ως υπό φωτιστικής χάριτος του Παναγίου Πνεύματος οδηγουμένων, εκτεθέντας όρους της ορθής πίστεως και τους ιερούς κανόνας, ούς οι Μακάριοι εκείνοι, προς την της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας διακόσμησιν και των ηθών ευταξίαν κατά τας Αποστολικάς παραδόσεις και την διάνοιαν της Ευαγγελικής θείας διδασκαλίας συντάξαντες, παρέδωκαν τη Εκκλησία, ενστερνίζομαι, και κατ’ αυτούς ιθύνειν επιμελήσομαι την θείω βουλήματι κληρωθείσάν μοι διακονίαν και κατ’ αυτούς διατελέσω διδάσκων πάντα τον τη πνευματική μοι ποιμαντορία πεπιστευμένον Ιερόν κλήρον και τον περιούσιον Λαόν του Κυρίου».
Από αυτό το απόσπασμα – ομολογία πριν την χειροτονία μας εις Επίσκοπον φαίνονται δύο σημαντικές αλήθειες.
Η πρώτη αλήθεια ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων. Δεν υπάρχει καμμία διάσταση και διάσπαση μεταξύ του Ευαγγελίου του Χριστού, της Πεντηκοστής και των Οικουμενικών Συνόδων. Μόνον οι Προτεστάντες και όσοι διακρίνονται από την νοοτροπία τους κάνουν διάκριση μεταξύ Προφητών και Αποστόλων, και μεταξύ Αποστόλων και Πατέρων, και προτιμούν τους μεν έναντι των δε. Με τέτοια επιχειρήματα επαγγέλλονται να επαναφέρουν δήθεν την Εκκλησία στην αρχαία αποστολική ζωή, παρακάμπτοντας την όλη κανονική δομή της Εκκλησίας που την θεωρούν ως διαστρεβλωτική της διδασκαλίας του Χριστού και του κηρύγματος των Αποστόλων.
Μια τέτοια θεωρία είναι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εφώτισε τους αγίους Πατέρες εν Συνόδω να θεσπίσουν του όρους και τους ιερούς Κανόνες.
Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι υπάρχει σαφέστατη σχέση μεταξύ των όρων-δογμάτων και των Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων. Οι όροι-δόγματα καθορίζουν τα όρια μεταξύ της αληθείας και της πλάνης στο Τριαδολογικό και Χριστολογικό θέμα, ενώ οι Κανόνες είναι οι εφαρμογές των όρων στην όλη εκκλησιαστική ζωή.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλές φορές κατά την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους εορτάζουμε την σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων που αποτελούν την βάση της εκκλησιαστικής ζωής. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να υπονομεύονται οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων προς χάριν μιάς νεφελώδους και συναισθηματικής αγάπης, η οποία λειτουργεί ως ανατροπή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Ο μακαριστός Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους Αρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης) στο άριστο επιστημονικό του έργο με τίτλο «Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνες» αναλύει δεξοδικά αυτό το σημαντικό θέμα.
Ιδίως τα κεφάλαια του βιβλίου με τίτλους: «Η θέσπισις των ιερών Κανόνων προς πραγμάτωσιν των σκοπών της ποιμαντικής», «Η τήρησις των ιερών Κανόνων προϋπόθεσις της εν τη Εκκλησία ευταξίας και της εν Χριστώ ελευθερίας», «Η συνοδική δομή της Εκκλησίας και υπό των Ποιμένων συνοδική διαχείρισις των εκκλησιαστικών πραγμάτων», «Η αίρεσις, το σχίσμα και η ενδεικνυομένη προς τους αιρετικούς και σχισμαστικούς ποιμαντικής στάσις», είναι υποδείγματα επιστημονικού λόγου και εκκλησιαστικού φρονήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μακαριστός Ηγούμενος χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την κανονική δομή της Εκκλησίας και από την σύγχρονη επιστημονική έρευνα, γράφει:
«Οι Πατέρες βιούν τους Κανόνες ως “μαρτύρια” Θεού αισθανόμενοι δι’ αυτούς χαράν ως ησθάνοντο οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης και οι άγιοι Απόστολοι διά τας εντολάς του Θεού. Εις την συνείδησιν των Πατέρων οι ιεροί Κανόνες αποτελούν ουχί τι το διάφορον προς τας θείας εντολάς, αλλά συνέχισις αυτών. Ο,τι λέγεται, λοιπόν, περί των εντολών του Θεού εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη είναι δυνατόν να λέγεται και περί των ιερών Κανόνων».
Αυτός ο λόγος είναι πολύ σημαντικός και δείχνει την ενότητα μεταξύ των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, μεταξύ του Ευαγγελίου και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων. Γι’ αυτό κανείς μάλιστα από μας τους εκκλησιαστικούς δεν πρέπει να αμφισβητή την κανονική δομή της Εκκλησίας, εν ονόματι της διδασκαλίας του Χριστού και των Αποστόλων.
2. Ο θεσμός της «Πενταρχίας»
Στην πορεία της ζωής της Εκκλησίας χρειάσθηκε οι θεόπνευστοι Πατέρες, όπως προαναφέρθηκε, να θεσπίσουν τους ιερούς Κανόνες, για να διασφαλίσουν την ενότητα της Εκκλησίας.
Η πολυπρόσωπη εκκλησιαστική ζωή και η πολυποίκιλη οργάνωση, απαιτούσαν μια ιδιαίτερη διαρθρωμένη εκκλησιαστική ιεραρχία, που να πειθαρχή και να υπακούη σε ιδιαίτερους κανόνες. Στην πραγματικότητα το Άγιον Πνεύμα ήταν εκείνο που διατηρούσε διά των κανόνων την ενότητα της Εκκλησίας.
Έτσι, αναπτύχθηκε ο θεσμός των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, της λεγομένης «Πενταρχίας», και της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου.
Μερικά παραδείγματα.
Ο στ΄ Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) ορίζει τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να είναι «Πρώτος» των Επισκόπων στην Αίγυπτο, την Λιβύη και την Πεντάπολη. Και αυτό θα γίνη, όπως ακριβώς συνηθίζεται με τον Επίσκοπο Ρώμης. Τον Επίσκοπο Αντιοχείας ορίζει να προΐσταται όλων των υποκειμένων σε αυτόν επαρχιών, ήτοι Συρίας και Κοίλης Συρίας, και Κιλικίας και Μεσοποταμίας, και να έχη τα πρεσβεία στις Εκκλησίες. Με τον ζ΄ Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο Επίσκοπος της πόλεως Αιλία, όπως εκαλείτο τότε η πόλη των Ιεροσολύμων, να εξακολουθήση να έχη την τιμή στην Μητρόπολη, διατηρώντας το κύρος της.
Με τον β΄ και γ΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381 μ.Χ.), συγκροτείται και η διαίρεση των Εκκλησιών της Ανατολής, με βάση την διαίρεση του Κράτους από τον Μ. Κωνσταντίνο. Με τον γ΄ Κανόνα της Συνόδου αυτής, καθορίζονται τα πρεσβεία τιμής του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
Κείμενο: «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην».
Μετάφραση (Προδρόμου Ακανθοπούλου): «Ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως βέβαια να έχη τα πρεσβεία τιμής μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη είναι η νέα Ρώμη».
Με τον η΄ Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431 μ.Χ.) επικυρώνεται μαζί με τις προηγούμενες εκκλησιαστικές περιφέρειες και το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Κείμενο: «…έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι· το δε αυτό και επί των άλλων διοικήσεων, και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται».
Μετάφραση: «…οι επίσκοποι των αγίων εκκλησιών της Κύπρου, που προσήλθαν στην αγία σύνοδο, να έχουν το ανεπηρέαστο και αβίαστο σύμφωνα με τους κανόνες των οσίων Πατέρων και την παλιά συνήθεια, τελώντας μόνοι τους τις χειροτονίες των ευσεβεστάτων επισκόπων∙ το ίδιο να τηρηθή και στις άλλες διοικήσεις και σε όλες γενικά τις επαρχίες».
Με τον κη΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν τα ίσα πρεσβεία τιμής στον θρόνο της Νέας Ρώμης με τον θρόνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, με το εξής σκεπτικό:
Κείμενο: «Και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας ῾Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι ῾Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ εκείνην υπάρχουσαν».
Μετάφραση: «Έχοντας λοιπόν τον ίδιο σκοπό οι εκατό πενήντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι απένειμαν τα ίσα πρεσβεία στον αγιότατο θρόνο της Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ώστε η πόλη που τιμήθηκε με βασιλεία και σύγκλητο, απολαμβάνοντας και τα ίσα πρεσβεία με τη πρεσβύτερη βασιλική πόλη Ρώμη, να μεγαλύνεται όπως εκείνη και στα εκκλησιαστικά πράγματα, καθώς είναι δεύτερη (στην τάξη) ύστερα από εκείνη».
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (691-692 μ.Χ.) βεβαίωσε την διαίρεση των εκκλησιαστικών περιφερειών, αλλά και καθόρισε την ιεραρχική τάξη και τα πρεσβεία των θρόνων με τον λστ΄ Κανόνα της.
Κείμενο: «Ανανεούμενοι τα παρά των εκατόν πεντήκοντα αγίων Πατέρων, των εν τη θεοφυλάκτω ταύτη και βασιλίδι πόλει συνελθόντων, και των εξακοσίων τριάκοντα, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ορίζομεν, ώστε τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας ῾Ρώμης θρόνου, και εν τοις εκκλησιαστικοίς, ως εκείνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ᾿ εκείνον υπάρχοντα, μεθ᾿ ον ο της Αλεξανδρέων μεγαλοπόλεως αριθμείτω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον ο της Ιεροσολυμιτών πόλεως».
Μετάφραση: «Ανανεώνοντας όσα νομοθετήθηκαν από τους εκατόν πενήντα αγίους Πατέρες που συνήλθαν σ’ αυτήν τη θεοφύλαχτη και βασιλική πόλη και από τους εξακοσίους τριάντα που συνήλθαν στη Χαλκηδόνα, ορίζουμε να απολαμβάνη ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης τα ίσα πρεσβεία με το θρόνο της πρεσβύτερης Ρώμης και να μεγαλύνεται, όπως εκείνος, στα εκκλησιαστικά πράγματα και να είναι δεύτερος μετά από εκείνον, και ύστερα απ’ αυτόν να αριθμήται ο θρόνος της μεγαλούπολης Αλεξάνδρειας, έπειτα ο θρόνος της Αντιόχειας και ύστερα απ’ αυτόν ο θρόνος των Ιεροσολύμων».
Με τους αναφερθέντες Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, και ιδιαιτέρως με τον Κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ρυθμίσθηκαν τελεσιδίκως και αμετακλήτως τα λεγόμενα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία και το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Αυτό λέγεται «Πενταρχία».
Αργότερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν απομακρύνθηκε η Πρεσβυτέρα Ρώμη, παρεχώρησε με κενωτική-θυσιαστική αγαπη τμήματα του ποιμνίου του για την δημιουργία των νεωτέρων αυτοκεφάλων Εκκλησιών με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συνήθως τα άλλα Πατριαρχεία δεν προχώρησαν σε δημιουργία νέων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών από τα Ποίμνιά τους.
3. Η παραθεώρηση της κανονικής δομής της Εκκλησίας
Τα νεώτερα χρόνια παρουσιάσθηκε μια άποψη, θα έλεγα αντινομιστική, που είναι αντίθετη με αυτήν την παράδοση, που εκφράζεται από τους ιερούς Κανόνες. Πρόκειται για μια θεωρία που εκπόνησαν διάφοροι Ρώσοι θεολόγοι, αναφερόμενοι στο ότι η θεία Ευχαριστία και η χριστιανική αγάπη είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, που δείχνει την ελευθερία, παραθεωρώντας συγχρόνως τους Κανόνες και την κανονική συγκρότηση των Εκκλησιών.
Βασικό σημείο αυτής της θεωρίας είναι ότι η Εκκλησία θα πρέπει να ερμηνευθή όχι ως ένας κανονικός οργανισμός, αλλά με βάση την θεία Ευχαριστία, αφού αυτή είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε από τον Νικολάι Αφανάσιεφ (1893-1966), ο οποίος αξιοποίησε τις απόψεις των Σλαυοφίλων θεολόγων, ιδιαιτέρως του Χομιακώφ και του Μπουλγκάκωφ.
Οι Σλαυόφιλοι πιστεύουν ότι η ρωσική κουλτούρα ήταν ένα προιόν του ιουδαιο-χριστιανισμού και της βυζαντινής Εκκλησίας, από την οποία έλαβαν τον Χριστιανισμό, και δεν προέρχεται από την ελληνική φιλοσοφία και το ρωμαικό δίκαιο. Έτσι, η έλλειψη στην ρωσική κοινωνία του ρωμαικού δικαίου και της ελληνικής φιλοσοφίας, ενώ φαίνεται ως αρνητική, εν τούτοις γι’ αυτό θεωρείται θετική, γιατί η ρωσική κουλτούρα αποτελείτο από χριστιανικές πηγές καθαρές, χωρίς τις μη χριστιανικές επιρροές.
Τέτοιες απόψεις εκφράσθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ, ο οποίος συγχρόνως καθόριζε ότι ο ορισμός της Εκκλησίας ως αγάπης «έχει τις ρίζες του σε ένα συστηματικό Τριαδικό όραμα της Εκκλησίας». Σε αυτήν την προοπτική παρουσιάζει το Άγιον Πνεύμα ως θεικό πρόσωπο που εσωτερικεύει την εξωτερική αποκάλυψη του Πατέρα από τον Χριστό. Αυτό εκδηλώνεται μέσα στην θεία Ευχαριστία, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Aidan Nichols.
Συγκεκριμένα, ο Αλέξης Χομιακώφ έβλεπε την ενότητα της Εκκλησίας στην ενότητα της Χάριτος που ζούν οι άνθρωποι μέσα στα Μυστήρια, ενώ αισθανόταν απέχθεια για τον Παπισμό, στον οποίο έβλεπε ότι υπάρχει μια εξουσία πάνω σε άλλες Τοπικές Εκκλησίες, γιατί, κατ’ αυτόν, μέσα από τον ορισμό της αγάπης «δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά σχέση εξουσίας μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών, δεν υπάρχει ιεραρχία μεταξύ τους, καμμιά κατάταξη σε μεγαλύτερο ή μικρότερο, μέσα στην χριστιανική κοινοπολιτεία».
Ο Αλέξης Χομιακώφ έβλεπε την Εκκλησία ως μια αόρατη πραγματικότητα, μια ένωση προσώπων με βάση την κοινή πίστη και την αγάπη τους στον Χριστιανικό Θεό, και ολόκληρη η Εκκλησία -Κληρικοί και λαικοί- κληρονομούν το χάρισμα των Αποστόλων.
Κριτική στην θεωρία αυτή του Χομιακώφ έγινε από τον Μπουλγκάκωφ που υποστήριζε ότι μια τέτοια ερμηνεία προέρχεται από την ταύτιση της Ρωσικής Εκκλησίας με το Κράτος, που συνέβαινε στην Τσαρική Ρωσία, και γι’ αυτό ο Χομιακώφ προσπάθησε να δη την εσωτερική χαρισματική της ζωή. Όμως, οι δύο επαναστάσεις του 1917 απελευθέρωσαν την Εκκλησία από τον κρατικό έλεγχο και απεκάλυψαν ότι είναι μία κοινωνία από μόνη της, με δικά της όργανα διακυβερνήσεως και επομένως δεν είναι μόνον ένα θεικό μυστήριο ή μια πνευματική κοινωνία.
Όμως, ο Μπουλγκάκωφ, παρά την κριτική του, κράτησε τρία σημεία από τον Χομιακώφ, ότι η αθέατη πλευρά της Εκκλησίας είναι πιο σημαντική από την ορατή, ότι η Εκκλησία είναι μία ενιαία ένωση κοινοτήτων, χωρίς να υπάρχη ένας παγκόσμιος θεσμός, και ότι στην Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρξη εξουσία, εξαναγκασμός, νομικός περιορισμός, ποινή, οπότε η ζωή της Εκκλησίας είναι κατ’ ουσίαν ενότητα μεταξύ ελευθερίας και αγάπης.
Στην συνέχεια ο Αφανάσιεφ είδε τα θεμέλια της Εκκλησίας, όχι σε ένα ανθρώπινο στοιχείο, αλλά στις Τοπικές Εκκλησίες, των οποίων η ύπαρξη θεμελιώνεται στην θεία Ευχαριστία. Έτσι, τα δόγματα της Εκκλησίας είναι μια επέκταση και εκ νέου έκφραση του δόγματος της θείας Ευχαριστίας. Επομένως, η Εκκλησία με όρους της θείας Ευχαριστίας είναι εσχατολογική, βασική της μορφή είναι η Τοπική Εκκλησία, και γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξη νόμος ή εξουσία ή σχέσεις υποταγής και επιβολής.
Με αυτήν την έννοια η ιερωσύνη, όπως φαίνεται στην θεία Ευχαριστία, είναι διακονική προσφορά, και όταν μια Τοπική Εκκλησία λαθεύει, τότε διακόπτεται η ευχαριστιακή κοινωνία με τα μέλη της και αυτό δεν είναι μια πράξη του εκκλησιαστικού δικαίου, μια πράξη σχέσεων εξουσίας, αλλά μια πράξη ομολογίας πίστεως και αγάπης διορθωτικής, πράγμα που σημαίνει ότι η Εκκλησία που έκανε λάθη είναι ελεύθερη να τα λάβη υπ’ όψη της ή όχι.
Από αυτήν την μικρή ανάλυση της θεωρίας των σλαυόφιλων θεολόγων φαίνεται καθαρά η υποτίμηση και η παραθεώρηση των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, οι οποίοι δήθεν ήταν επίδραση του Ρωμαικού δικαίου. Βέβαια, οι σλαυόφιλοι θεολόγοι είχαν δικά τους προβλήματα, κατά την τσαρική περίοδο και την μεταεπανασταστική περίοδο, και γι’ αυτό έφθασαν σε αυτήν την θεωρία εξάρσεως της θείας Ευχαριστίας σε βάρος της κανονικής συγκροτήσεως της Εκκλησίας.
Δυστυχώς όμως αυτές οι θεωρίες επηρέασαν και πολλούς ορθοδόξους θεολόγους, ώστε στην συνέχεια και αυτοί να παραθεωρούν την κανονική δομή της Εκκλησίας, και ομιλούν για μια σύνδεση αγάπης και ελευθερίας μέσα στην Εκκλησία.
Μελετώντας τα Πρακτικά των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, παρατηρεί κανείς τα ακόλουθα:
Πρώτον, οι Πατέρες στις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους εθέσπισαν ιερούς Κανόνες για την συγκρότηση της Εκκλησίας και την διαφύλαξη της ενότητάς της, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Δεύτερον, οι ιεροί Κανόνες δεν είναι νομικά κείμενα που καταργούν την αγάπη και αντιπαλεύουν την διδασκαλία του Χριστού ή των Αποστόλων, αλλά είναι «μαρτύρια» του Θεού, όπως οι εντολές του Θεού στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Τρίτον, ο θεσμός της «Πενταρχίας» που καθιερώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους έχει ως Πρώτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την απομάκρυνση του Πάπα της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Τέταρτον, η παραθεώρηση του κανονικού συστήματος εν ονόματι της δήθεν αγάπης και ελευθερίας συνιστά υπονόμευση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, για τις οποίες εμείς οι Αρχιερείς ομολογήσαμε πριν την χειροτονία μας ότι θα τηρούμε και δεν πρέπει να τους απαξιώνουμε με περίεργους συλλογισμούς.
Πέμπτον, ιδίως εμείς οι Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία της Αυτοκεφαλίας μας. Γιατί, όπως έγραφε παλαιότερα ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, είμαστε «οι πρώτοι διδάξαντες» τους Βαλκανικούς λαούς για την αποσκίρτησή τους με επαναστατικό τρόπο από την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αυτό έγινε με την παρέμβαση ξένων δυνάμεων, αλλά και με την ανάπτυξη του εθνοφυλετισμού που ήταν απόρροια του Διαφωτισμού.
Έκτον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ανήκουμε στην Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία είναι η «πρωτότοκη θυγατέρα» και αδελφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία όμως έχει την τιμή να συνοική με την Μητέρα – Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στους λόγους μας, ώστε να μη συμμετέχουμε σε πράξεις υπονομεύσεώς του. Αν γίνη κάτι τέτοιο, είναι στην πραγματικότητα παράβαση της ομολογίας που δώσαμε ότι θα τηρούμε τα δόγματα, τους όρους και τους Κανόνες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Όλα όσα αναφέρθησαν προηγουμένως είναι απαραίτητα να υπενθυμίζονται, γιατί δυστυχώς παραθεωρείται το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας ως δήθεν νομικισμός. Με τον τρόπο αυτό βλασφημείται το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον εφώτισε τους αγίους Πατέρες να ρυθμίσουν το εκκλησιαστικό πολίτευμα. Συγχρόνως δείχνουν και την βασική αιτία της εκκλησιαστικής κρίσεως της εποχής μας.
Τα θέματα της κανονικής δομής της Εκκλησίας, όπως καθορίσθηκαν από τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, είναι σοβαρότατα και δεν προσφέρονται για εκκλησιαστικούς λαικισμούς.