του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίου (α’ μέρος)
Περιφρονείται η Παλαιά Διαθήκη
Στις ημέρες μας, αγαπητοί μου αδελφοί Χριστιανοί, γίνεται και αυτό το μεγάλο αμάρτημα, που είναι σαν προδοσία πίστεως: Περιφρονείται και υβρίζεται η Παλαιά Διαθήκη.
Το αμάρτημα δε αυτό, την άρνηση της Παλαιάς Διαθήκης, το είπα μεγάλο, ως προδοσία πίστεως, γιατί η Παλαιά Διαθήκη περιέχει την πρώτη αποκάλυψη, που έδωσε ο Θεός στους ανθρωπους· γιατί περιέχει μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας· γιατί μιλάει για την προετοιμασία της ανθρωπότητας για τον ερχομό του Χριστού· γιατί η Παλαιά Διαθήκη, τέλος, είναι η βάση της Καινής Διαθήκης. Πραγματικά, αν απορρίψουμε την Παλαιά Διαθήκη απορρίπτουμε και την Καινή, γιατί αυτή είναι συνέχεια της Παλαιάς. Φαίνεται δε αυτό καθαρά από το α΄κεφ. του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, από την πρώτη δηλαδή σελίδα της Καινής Διαθήκης, όπου έχουμε μια σύντομη αναφορά στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης και έπειτα, ως συνέχεια αυτής, αρχίζει η Καινή Διαθήκη με την σάρκωση του Υιού του Θεού, την γέννηση του Ιησού Χριστού. «Προέλαβεν την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσεν την Παλαιάν η Καινή», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος[2].
Η Εκκλησία μας στηρίζεται στην διδασκαλία των Προφητών (στην Παλαιά, δηλαδή, Διαθήκη) και των Αποστόλων (στην Καινή Διαθήκη). Την Κυριακή της Ορθοδοξίας (την Α΄ Κυριακή των Νηστειών) διακηρύσσουμε: «Οι προφήται (δηλαδή, η Παλαιά Διαθήκη) ως είδον, οι Απόστολοι (η Καινή Διαθήκη) ως εδίδαξαν… ούτω φρονούμεν ούτω λαλούμεν»! Ας λάβουμε δε υπ᾿ όψιν ότι με την Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα κατά την χριστολογική της ερμηνεία είναι ζυμωμένη όλη η λατρεία μας και αυτή η εικονογραφία μας[3]επομένως είναι αδιανόητο ως ορθόδοξοι να μιλάμε περιφρονητικά για την Παλαιά Διαθήκη.
Η βλασφημία και περιφρόνηση κατά της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι τωρινό αμάρτημα, αλλά είναι πολύ παλαιό. Ήδη ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει την θλιβερή πληροφορία ότι υπήρχαν αιρετικοί, οι οποίοι ύβριζαν την Παλαιά Διαθήκη και έλεγαν γι᾿ αυτήν ότι προέρχεται… εκ του διαβόλου[4]. Γνωρίζουμε δε πάλι ότι παλαιές αιρέσεις με πλατωνική επίδραση πολέμησαν με πάθος την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και στα νεώτερα χρόνια, όπως παλαιά ο Μαρκίων, προτεστάντες θεολόγοι, σαν τους Friedrich Delitzsch (1850-1922), Ad. von Harnack (1851-1930) κ.α., αξίωσαν να αποβληθεί η Παλαιά Διαθήκη από τον χριστιανικό Κανόνα της Αγίας Γραφής. Ο Χίτλερ επίσης το 1933 πολεμώντας τον Ιουδαισμό πολέμησε και την Παλαιά Διαθήκη νομίζοντας αυτήν ως ιουδαικό βιβλίο. Έτσι οι Χριστιανοί οπαδοί του οι ονομασθέντες «Γερμανοί Χριστιανοί» (Deutche Christen) απέρριπταν με φανατισμό την Παλαιά Διαθήκη[5].
Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας φαίνεται καθόλου παράξενο και περίεργο το ότι στις ημέρες μας ακούγονται βλάσφημα κατά της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αυτά ακούγονταν και παλαιότερα. Και οι μεν κατήγοροι της Ιεράς αυτής Βίβλου πέθαναν με το στίγμα μάλιστα και το αμάρτημα της βλασφημίας κατά της πρώτης θείας αποκαλύψεως, η δε Παλαιά Διαθήκη μένει για να θέλγει με τα ιερά της αναγνώσματα τις ιερές Συνάξεις μας, για να προκαλεί τον έρωτα των μελετητών της και των υπομνηματιστων της.
Αλλά οι άγιοι Πατέρες, αν και εγνώριζαν το ακλόνητο της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί αυτή είναι θεία αποκάλυψη, γιατί είναι Βίβλος ιερά, όμως δεν αντιπαρέρχονταν αδιάφορα τις κατηγορίες εναντίον της, αλλά με προφορικό και γραπτό λόγο ομιλούσαν συχνά για την ιερότητά της και την αναγκαιότητά της στην Εκκλησία μας. Έτσι και εμείς σήμερα δεν πρέπει να είμαστε αδιάφοροι, αλλά για την κατήχηση του λαού μας και για την διαφώτιση των αντιφρονούντων πρέπει να μιλούμε απαντώντες στα αιρετικά και βλάσφημα εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης.
Ας πούμε δε εδώ από την αρχή και το θλιβερό, ότι υπάρχουν και εκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί, οι οποίοι δεν έχουν και αυτοί σωστή έννοια για την Παλαιά Διαθήκη· το δε ακόμη χειρότερο είναι ότι υπάρχουν και κληρικοί ιεροκήρυκες, οι οποίοι ομιλούν για διαφορετικό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, Θεό οργιζόμενο και κεραυνοβολούντα.Έτσι η Παλαιά Διαθήκη πολεμείται και εκ των ένδον διά το αθεολόγητο μερικών κηρύκων[6].
Γιατί περιφρονείται η Παλαιά Διαθήκη
Κατά την ταπεινή μου γνώμη η λανθασμένη αντίληψη για την Παλαιά Διαθήκη σχηματίζεται όταν την ερμηνεύουμε ιστορικά ή ηθικολογικά και όχι θεολογικά. Πραγματικά, η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να ερμηνεύεται θεολογικά και πιο συγκεκριμένα να ερμηνεύεται χριστολογικά και όχι να την θεωρούμε απλά ως ένα βιβλίο που περιέχει την ιστορία του εβραικού λαού ή που περιέχει διηγήσεις για ηθική διδασκαλία. Αν την Παλαιά Διαθήκη δεν την ερμηνεύσουμε θεολογικά, τότε όχι μόνο δεν ωφελεί η ανάγνωσή της, αλλά και σκανδαλίζει και ζημιώνει. –Στην συνέχεια θα αναφέρω μερικούς λόγους για τους οποίους, κατά την γνώμη μου, η Παλαιά Διαθήκη υποτιμηθηκε και από τους έσω και από τους έξω, και από ανθρωπους της Εκκλησίας δηλαδή και από εκτός αυτής, από ανθρωπους απίστους ή προβληματισμένους στην πίστη.
1. Επειδή δεν βλέπουμε σ᾿ αυτήν τις θεοφάνειες του Ιησού Χριστού
Για να φανεί η δύναμη του πρώτου λόγου, που κατά την γνώμη μου υποτιμήθηκε η Παλαιά Διαθήκη, θέτω ένα ερώτημα: Γιατί γίνεται δεκτή η Καινή Διαθήκη και δεν συμβαίνει να απορρίπτουν και αυτή; Γιατί η Καινή Διαθήκη όχι μόνο μιλάει για τον Χριστό, αλλά τον δείχνει, παρουσιάζει τον ερχομό του στον κόσμο, παραθέτει τις μαρτυρίες περί αυτού των αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων του. Επομένως δεν μπορεί να περιφρονηθεί και να αποβληθεί από τον Κανόνα η Καινή Διαθήκη, γιατί σ᾿ αυτήν έχουμε μια παρουσία του Ιησού Χριστού. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με την Παλαιά Διαθήκη. Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ένα βιβλίο που λέει την ιστορία των Εβραίων, όπως νομίζουν μερικοί· δεν είναι βιβλίο που λέει σοφά λόγια, σαν τα λόγια των αρχαίων σοφών, αλλά είναι ένα ιερό και ιερώτατο βιβλίο, που μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Και όχι απλά μιλάει για τον Χριστό, αλλά παρουσιάζει τον Χριστό, έχει θεοφάνειές Tου, μιλάει για δικαίους ανθρώπους, πατριάρχες και προφήτες, που είχαν θεοπτίες του Ιησού Χριστού, του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, και αναφέρει τις θεοπτίες τους αυτές. Επομένως είναι μεγάλη άγνοια του περιεχομένου της Παλαιάς Διαθήκης το να την απορρίπτουμε. Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο δράσεως του Ιησού Χριστού προτού ακόμη να σαρκωθεί. Ο Ιησούς Χριστός και πριν ακόμη να σαρκωθεί εμφανιζόταν μεταξύ των ανθρώπων, ως άσαρκος Υιός του Θεού, ωσάν να βιαζόταν, τρόπον τινά, πότε να σαρκωθεί και να έλθει ανάμεσά μας. Γι᾿ αυτόν τον άσαρκο Υιό του Θεού, που επρόκειτο να σαρκωθεί, μιλάει η Παλαιά Διαθήκη, όπως η Καινή Διαθήκη μιλάει για τον σεσαρκωμένο Υιό του Θεού.
Θα αναφερθώ με σύντομο λόγο σε μερικές μόνο θεοφάνειες του Ιησού Χριστού[7] αναφερόμενες στην Παλαιά Διαθήκη.
Στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται με την έκφραση «ο Αγγελος του Κυρίου» (Mal’ak-Jahve, όπως λέγεται στο Εβραικό κείμενο) ένα μυστηριώδες Πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται ως Θεός και ονομάζεται ρητώς «Γιαχβέ». Ποιο είναι το πρόσωπο αυτό; Δυστυχώς στον χώρο μας, από όσα ξέρουμε, δεν έχουμε μια επιμελημένη θεολογική εργασία περί του Αγγέλου του Κυρίου, εκτός από μια μόνο υπέροχη τοιαύτη παλαιά μελέτη του μακαριστού Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα με τον τίτλο Mal’ak-Jahve. Στην εργασία του αυτή ο μακαριστός αλησμόνητος Διδάσκαλός μας στηρίζει την έρευνά του επί των σχετικών κειμένων στην ερμηνεία των αγίων Πατέρων, ότι ο εμφανιζόμενος στην Παλαιά Διαθήκη ως Άγγελος Κυρίου είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού· αυτός στο χωρίο Ησ. 9,6 ονομάζεται «μεγάλης βουλής άγγελος», στο δε Μαλ. 3,1 χαρακτηρίζεται ως «ο άγγελος της διαθήκης». Ονομάζεται δε ο Ιησούς Χριστός «Αγγελος», επειδή «την πατρικήν ημίν ανήγγειλε βουλήν, κατά την αυτού φωνήν», όπως λέγει ο Θεοδώρητος[8], επειδή δηλαδή απεσταλη από τον Θεό Πατέρα για να εξαγγείλει την βουλή του.
Έχουμε πολλές εμφανίσεις του Αγγέλου του Κυρίου στην Παλαιά Διαθήκη, ο τρόπος δε με τον οποίο γίνεται λόγος περί του Προσώπου αυτού δεν αφήνει καμμία αμφιβολία ότι πρόκειται, πραγματικά, για Πρόσωπο της Θεότητος, αφού και το Πρόσωπο αυτό ονομάζεται «Γιαχβέ». Για να παραλείψω τις πολλές εμφανίσεις αναφέρω πρώτον την εμφάνιση του Αγγέλου του Κυρίου στον Αβραάμ, όταν αυτός ήταν έτοιμος να θυσιάσει τον υιό του. Ο Άγγελος Κυρίου του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ. Μη επιβάλης την χείρά σου επί το παιδάριον· νυν έγνων ότι φοβή συ τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι᾿ εμέ» (βλ. Γεν. 22,11.12). Στο χωρίο αυτό φαίνεται σαφέστατα ότι ο Άγγελος Κυρίου και διακρίνει τον εαυτό του από τον Θεό, αλλά, με την έκφραση «δι᾿ εμέ», και ταυτίζει τον εαυτό του με τον Θεό! Ο Αβραάμ εδώ είδε θεοφάνεια, είχε θεοπτία, είδε τον άσαρκο ακόμη Υιό του Θεού. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αναφερομενος στην σκηνή αυτή είπε: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη» (Ιωάν. 8,56)!
Και ο Ιακώβ πάλι είπε, όταν επρόκειτο να αναχωρήσει από την Μεσοποταμία: «Είπέ μοι ο άγγελος του Θεού καθ᾿ ύπνον· “Εγώ ειμι ο Θεός ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού”» (Γεν. 31,11).
Άλλη θεοφάνεια του Αγγέλου του Κυρίου έχουμε στον Μωυσέα στην περικοπή Εξ. 3,2-21, όπου αυτός καλείται, κατά το περίφημο εκείνο όραμα της καιομένης και μη καταφλεγομένης βάτου, να αναλάβει εξ ονόματος αυτού, του Γιαχβέ, την απελευθέρωση του καταδυναστευομένου Ισραήλ: «Ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ του βάτου… Και είπεν· “Εγώ ειμι ο Θεός του πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ”» (Εξ. 3,2.6). Και εδώ πάλι βλέπουμε ότι ο Άγγελος Κυρίου ταυτίζει τον εαυτό του με τον Θεό, ότι είναι θείο Πρόσωπο. Άλλες εμφανίσεις του Αγγέλου του Κυρίου (Mal’ak-Jahve) βλ. εις Ιησ. Ν. 5,13-15. Κριτ. 2,1-5.
Αλλά, ενώ οι άγιοι Πατέρες ομόφωνα ερμηνεύουν ότι ο εμφανιζόμενος στην Παλαιά Διαθήκη Άγγελος Κυρίου είναι ο Υιός του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, είναι δηλαδή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο ιερός Αυγουστίνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται περί κτιστού αγγέλου και όχι περί του ακτίστου Λόγου του Θεού. Και γίνεται βεβαίως λόγος σε πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης περί κτιστών αγγέλων, αλλά στις περιπτώσεις του Αγγέλου του Θεού που μνημονεύσαμε πρόκειται για θείο Πρόσωπο, πρόκειται για τον άσαρκο ακόμη Υιό του Θεού. Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη του Αυγουστίνου προέρχεται από το λάθος του ότι δεν έκανε διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό και επομένως η θεοφάνεια του Λόγου του Θεού θα εσήμαινε γι᾿ αυτόν φανέρωση της θείας ουσίας. Και αυτό βεβαίως είναι αδύνατο, γιατί «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιωάν. 1,18). Είχε δε ακούσει ότι οι Πατέρες απέρριπταν την ιδέα ότι οι δίκαιοι της Αγίας Γραφής έβλεπαν την θεία ουσία και, επειδή δεν εγνώριζε ότι ο Θεός οράται διά των θείων ενεργειών, απέρριπτε την δυνατότητα των θεοφανειών. Η ερμηνεία δε αυτή του ιερού Αυγουστίνου περί του Αγγέλου του Κυρίου, ότι πρόκειται περί κτιστού αγγέλου και όχι περί θείου Προσώπου, έγινε βάση της θεολογίας των Φραγκολατίνων και έτσι υποτιμήθηκε απ᾿ αυτούς η Παλαιά Διαθήκη και την ερμηνεύουν, λοιπόν, ως επί το πλείστον ηθικολογικά.
Ημείς οι Ορθόδοξοι ερμηνεύουμε την Παλαιά Διαθήκη χριστολογικά, γιατί, ως μαθητές των αγίων Πατέρων, φρονούμε ότι αυτή έχει θεοφάνειες του Ιησού Χριστού, ομιλεί για τον Χριστό και μάλιστα έχουμε ως βάση των μελετών μας αυτό που λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι όσα η Παλαιά Διαθήκη λέγει για τον Θεό Πατέρα αυτά στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος Παύλος τα αναφέρει στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού: «Α περί του Πατρός ο Μωυσής λέγει, Παύλος εις τον Υιόν εκλαμβάνει, πολλήν την ισότητα δεικνύς»[9]. Έτσι, κατ᾿ αυτήν την ερμηνεία, η Παλαιά Διαθήκη στο α΄και β΄κεφ. της Γενέσεως μιλάει για τον Χριστό ως δημιουργό του κόσμου, γιατί «πάντα δι᾿ αυτού (του Λόγου του Θεού) εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιωάν. 1,3) και «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα» (Κολ. 1,16). Η Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζει τον Ιησούν Χριστόν ως νομοθέτη του Ισραήλ στο όρος Σινά, γιατί αυτό σημαίνει, κατά την πατερική ερμηνεία, αυτό που λέγει ο προφήτης Βαρούχ «εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ» (Βαρ. 3,37). Πραγματικά, για τον Χριστό λέγεται ο λόγος αυτός, γι᾿ αυτό και στην συνέχεια, στον επόμενο στιχ. 38, ο προφήτης λέγει περί αυτού: «Μετά ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη»! Επειδή, λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη χορήγησε τον Νόμο, γι᾿ αυτό έχει και το δικαίωμα να τον διορθώσει[10] (να τον συμπληρώσει), όπως και το κάνει στην επί του Όρους Ομιλία του, λέγοντας «Εγώ δε λέγω υμίν….»(Ματθ. 5,22).
Κατά την πορεία του Ισραήλ στην έρημο, σε δυό περιπτώσεις που αναφέρονται εις Εξ. 17,5-6 και Αριθμ. 20,7-11, ο Μωυσής κτύπησε με την ράβδο του τον βράχο και βγήκαν απ᾿ αυτόν ύδατα και έπιε ο λαός. Ο απόστολος Παύλος ερμηνεύει και τις περιπτώσεις αυτές χριστολογικά και λέγει εις Α΄ Κορ. 10,1-4 για τους προγόνους του Ισραηλίτες ότι «έπινον εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός». Ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή, ακολουθούσε τους Ισραηλίτες στην έρημο σαν μία αόρατη πνευματική πέτρα και τους εφρόντιζε. Ακόμη ο απόστολος Παύλος λέγει ότι οι Ισραηλίτες επείρασαν τον Χριστό στην έρημο και «υπό των όφεων απώλοντο» (Α΄ Κορ. 10,9), αν και εις Ψαλμ. 77,18-20 λέγεται ότι οι Ισραηλίτες επείρασαν τον Γιαχβέ. Είναι αυτό που είπε ο άγιος Χρυσόστομος, ότι όσα η Παλαιά Διαθήκη λέγει για τον Θεό Πατέρα αυτά ο απόστολος Παύλος τα ανάγει στον Ιησού Χριστό.
Λέγουμε, λοιπόν, συμπερασματικά ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο του Ιησού Χριστού, ο οποίος και πριν ακόμη από την σάρκωσή του αποκαλύπτεται και δρα σ᾿ αυτήν. Όπως το λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «και προ της παρουσίας της ενσάρκου πάντα αυτός (ο Χριστός) ωκονόμει και πάντα αυτός έπραττε, νομοθετών, προνοών, κηδόμενος, ευεργετών»[11].
Το ότι, λοιπόν, δεν ερμηνεύουμε χριστολογικά την Παλαιά Διαθήκη, το ότι, κατ᾿ επίδραση των Φραγκολατίνων στηριζομένων στην αυγουστίνειο θεολογία, δεν βλέπουμε και ημείς στις εμφανίσεις του Αγγέλου του Κυρίου (Mal’ak – Jahve) της Παλαιάς Διαθήκης τις θεοφάνειες του Ιησού Χριστού, το ότι, κατ᾿ επίδραση πάλι της άλλης αντιλήψεως των Φραγκολατίνων, οι απόγονοι του Αδάμ εκληρονόμησαν την ενοχή του, αυτά, κατά τον πρώτον εδώ λόγο που αναφέρουμε, έκαναν να υποτιμηθεί η Παλαιά Διαθήκη και ο πριν από την Σάρκωση του Ιησού Χριστού λαός του Θεού, ο λαός δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης[12]. Κατά τους Πατέρες όμως της Εκκλησίας μας οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της σταυρικής θυσίας του Χριστού στον Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο σ᾿ αυτούς[13]. Δηλαδή, υπήρχε σωτηρία και στην Παλαιά Διαθήκη διά του Αγγέλου του Θεού, διά του Mal’ak – Jahve[14].
συνεχίζεται….
1 Η παρούσα μελέτη, γραμμένη ως Κατήχηση για τον λαό, είναι ανάπτυγμα της κατόπιν Εντολής εισηγήσεως την 17-6-2003 στην Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας περί της Αρχαιολατρίας, γιατί οι λεγόμενοι «αρχαιολάτρες» πολεμούν σφόδρα την Παλαιά Διαθήκη.
2 Ομιλία εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου», MPG 50,796.
3 Ας ακούσουμε τον μεγάλο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ τι λέει σε μια σχετική του περικοπή: «Ο μελετητής της κοινής λατρείας της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας εντυπωσιάζεται από το πλήθος των παλαιοδιαθηκικών αναφορών, υπαινιγμών και εικόνων μέσα σ᾿ όλες τις ακολουθίες και τους ύμνους. Η ενότητα των δύο Διαθηκών τονίζεται πέρα ως πέρα. Βιβλικές φράσεις και ιδέες υπεραφθονούν. Πολλοί ύμνοι δεν είναι παρά παραλλαγές ύμνων της Παλαιάς Διαθήκης, από την ωδή του Μωυσέως κατά την διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης μέχρι του ύμνου του Ζαχαρίου, του πατέρα του Ιωάννου του Βαπτιστού. Στις μεγάλες γιορτές πολυάριθμες περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη επιλέγονται και διαβάζονται για να τονισθή ότι η χριστιανική τελείωση δεν είναι παρά μια ολοκλήρωση εκείνου που προεικονίστηκε και προεικάσθηκε, ή ακόμα και επί λέξει προλέχθηκε στα παλιά τα χρόνια. Ειδικά δε στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος αυτή η διά της Παλαιάς Διαθήκης προπαρασκευή χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη έμφαση. Η όλη λατρεία βασίζεται πάνω σ᾿ αυτήν την πεποίθηση ότι η αληθινή Διαθήκη είναι πάντοτε μία, ότι υπήρχε πλήρης συμφωνία μεταξύ των Προφητών και των Αποστόλων. Και όλο αυτό το σύστημα δημιουργήθηκε ακριβώς στη μεταγενέστερη πατερική εποχή.
Ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα αυτού του λατρευτικού βιβλικισμού είναι ο περίφημος Μέγας Κανών του Ανδρέα Κρήτης, που διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο την Σαρακοστή. Είναι μια έντονη παρότρυνση, μια έκκληση για μετάνοια, που γράφτηκε με πραγματική ποιητική έμπνευση και στηρίζεται πάνω στην Αγία Γραφή. Όλη η σειρά των αμαρτωλών της Παλαιάς Διαθήκης, και εκείνων που μετανόησαν και εκείνων που έμειναν αμετανόητοι, μνημονεύεται. Μπορεί κανείς να χαθή μέσα σ᾿ αυτόν τον ρέοντα χείμαρρο των ονομάτων και των παραδειγμάτων. Υπενθυμίζεται με έμφαση ότι όλη αυτή η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης ανήκει στους Χριστιανούς. Επανειλημμένα καλείται κανείς να σκεφθή αυτή τη θαυμαστή ιστορία της θείας καθοδηγήσεως και της ανθρώπινης ισχυρογνωμοσύνης και των ανθρωπίνων σφαλμάτων. Η Παλαιά Διαθήκη φυλάγεται σαν μεγάλος θησαυρός» (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 42-43.).
4 Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία XVI, β. MPG 57,241.
5 Βλ. Παν. Ι. Μπρατσιώτου, Επίτομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Εν Αθήναις 1955, σελ. 2. Αθανασίου Χαστούπη, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Εν Αθήναις 1981, σελ. 20.21 εξ. Νικ. Π. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή εις την Θεολογίαν της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήναι 1988, σελ. 51.52. Νικ. Π. Βασιλειάδη, Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν, Αθήναι 2002, σελ. 21 εξ.
6 Για παράδειγμα ο Αρχιμ. Σπυρίδων Λογοθέτης είπε σε κήρυγμά του στις 26-9-1999 μεταδοθέν μάλιστα και από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς του Μονής: «Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ο φοβερός και τρομερός Θεός, ο οποίος έριχνε φωτιά και κατέκαιε οποιονδήποτε δεν τον τιμούσε και δεν τον προσκυνούσε. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης για τους Εβραίους ήταν ο Θεός των σκοτωμών, των φόνων, των εγκλημάτων, του αίματος, της κακίας και του μίσους…». Η διδασκαλία αυτή όζει από την πλάνη του Μαρκίωνος.
7 Καταχρηστικώς χρησιμοποιούμε εδώ την έκφραση «Ιησούς Χριστός» πριν από την σάρκωσή του, γιατί «ότε γέγονε σαρξ ο Λόγος, τότε και ωνομάσθαι λέγομεν αυτόν Χριστόν Ιησούν» (Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως 4,6).
8 MPG 81,296.
9 Ομιλία εις τον Η΄ Ψαλμ., MPG 55,120.
10 Χρυσόστομος, Ομιλία εις το κατά Ματθαίον ΙΣΤ΄, δ΄. MPG 57,244.
11 Προς τε Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις, ότι εστί Θεός ο Χριστός, MPG 48,815.– Και οι δύο Διαθήκες, και η Παλαιά και η Καινή, έχουν το ίδιο θέμα, το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η μεν Παλαιά Διαθήκη προφητεύει για την έλευση του Μεσσία και προετοιμάζει τον κόσμο για την υποδοχή του, η δε Καινή Διαθήκη μας λέγει για την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης περί του Χριστού. Μας αρέσουν ιδιαίτερα οι δύο αυτές Χρυσοστομικές περικοπές, που ομιλούν για την στενή σχέση των δύο Διαθηκών και την ενότητά τους στο Πρόσωπο του Χριστού: α) «Προέλαβε την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσε την Παλαιάν η Καινή. Και πολλάκις είπον, ότι δύο Διαθήκαι και δύο παιδίσκαι και δύο αδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται. Ου καινά τα καινά, προέλαβε γαρ τα παλαιά. Ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή» (Ομιλία εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου»
και εις την απογραφήν της αγίας Θεοτόκου, MPG 50,796. β) «Αδελφαί γαρ αι δύο Διαθήκαι, εξ ενός Πατρός τεθείσαι· διά τούτο και συμφώνως τον λόγον προφέρουσι· σχεδόν γαρ η αυτή εικών και ομοιότης υπάρχει. Και ώσπερ εν αδελφαίς εξ ενός Πατρός γεγεννημέναις, πρόσεστι της ομοιότητος τα ιδιώματα, ούτως επειδή αι δύο Διαθήκαι εξ ενός Πατρός εγεννήθησαν, πολλήν έχουσι την εμφέρειαν. Αμέλει και εν τη Παλαιά Διαθήκη προηγείται νόμος, και ακολουθούσι προφήται, και εν τη νέα χάριτι προηγείται το Ευαγγέλιον, και ακολουθούσιν απόστολοι.» (Περί Δημιουργίας του κόσμου Ομιλία Α΄, γ. MPG 56,433).
12 Αυτό κατά τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη οφείλεται στην ισχυρή επί του ιερού Αυγουστίνου πλατωνική και μανιχαική επιρροή στα θέματα περί ανθρώπου, πτώσεως, Θεού και Παλαιάς Διαθήκης. Βλ. το βιβλίο του Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τόμος πρώτος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 118.119.
13 Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντίθετα με τους Φραγκολατίνους λέει: «Ο του Χριστού Σταυρός προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως… Φίλοι δε Θεού πολλοί των προ νόμου και μετά νόμον, μήπω του Σταυρού φανέντος, υπ᾿ αυτού του Θεού μεμαρτύρηνται· και ο βασιλεύς και προφήτης Δαβίδ, ως πάντως όντων τότε τω Θεώ φίλων, “εμοί δε”, φησί, “λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός”. Πως ούν εισιν οι προ του Σταυρού φίλοι του Θεού εχρημάτισαν, εγώ ημίν υποδείξω… Ώσπερ μήπω παραγενομένου του ανθρώπου της αμαρτίας, του υιού της ανομίας, του Αντιχρίστου λέγω, ο ηγαπημένος τω Χριστώ φησι Θεολόγος “και νυν, αγαπητοί, ο Αντίχριστός εστι”, ούτω και ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και προ του τελεσθήναι» (Ομιλία ΙΑ΄ Εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν. ΕΠΕ 9,282. εξ. Συνιστούμε να μελετηθεί όλη η ομιλία, όπου αποδεικνύεται ότι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή με την Σταυρική θυσία του Χριστού).
14 Οι σύγχρονοι του Χρυσοστόμου πολεμούντες την Παλαιά Διαθήκη έλεγον περιφρονητικως γι᾿ αυτήν ότι «ουκ εισάγει εις την βασιλείαν». Και ο Χρυσόστομος, ο οποίος εδέχετο την σωτηρία του προ Χριστού κόσμου διά της Παλαιάς Διαθήκης, τους απαντά: «Νυν ουκ εισάγει τους μετά την του Χριστού παρουσίαν πολιτευομένους, άτε δη πλείονος απολελαυκότας δυνάμεως, και μείζονα οφείλοντας αγωνίζεσθαι· επεί τους γε αυτής τροφίμους εισάγει άπαντας. Και γαρ “Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι, φησί, και ανακλιθήσονται εις κόλπους Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ”. Και ο Λάζαρος δε των μεγάλων απολαύων επάθλων, εν τοις εκείνου κόλποις φαίνεται ενδιαιτώμενος. Και πάντες όσοι μεθ᾿ υπερβολής έλαμψαν εν τη Παλαιά διά ταύτης έλαμψαν άπαντες» (Εις το κατά Ματθαίον ῾Ομιλία ΙΣΤ΄, δ΄. MPG. 57,244).
Περιοδικό «διάλογος» τεύχος 89