Ουκρανία: Οι καταιγιστικές εξελίξεις στην Ουκρανία συνεχίζονται.
Του Γιάννη Παπανικολάου – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η Ρωσία αναγνώρισε την ανεξαρτησία των de facto αυτόνομων περιοχών Λουχάνσκ και Ντονέτσκ και στέλνει στρατεύματα σε αυτές.
Μία ευρεία σύγκρουση δύο μεγάλων ορθοδόξων κρατών είναι άμεσα ορατή.
Η σύγκρουση αυτή θα έχει βαριές επιπτώσεις στην ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ιδιαίτερα σημαντικό για την Εκκλησία είναι ένα σημείο του χθεσινού διαγγέλματος του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος μίλησε για κίνδυνο σφαγών των πιστών που παραμένουν υπό την Ρωσική Εκκλησία μέσα στην Ουκρανία.
Η πιθανότητα να μεταφερθεί η πολεμική αντιπαράθεση στο εκκλησιαστικό επίπεδο είναι σαφής και η πιθανότητα έντασης του εκκλησιαστικού σχίσματος ακόμη μεγαλύτερη.
Διότι όταν ανάμεσα στις δύο εκκλησιαστικές παρατάξεις θα υπάρχουν πολλά θύματα πολέμου, η γεφύρωση του σχίσματος θα απαιτήσει την πάροδο πολύ περισσότερου χρόνου.
Μπροστά σε αυτές τις συγκλονιστικές εξελίξεις που παρακολουθεί με κομμένη ανάσα ολόκληρη η υφήλιος, η στάση της Εκκλησίας πρέπει να είναι ενωτική, συνετή και πολύ προσεκτική.
Η ουδετερότητα και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποφυγή της ανάμειξης στην ουκρανική κρίση είναι μία λύση που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και την ίδια την χώρα μας.
Η Εκκλησία πρέπει να αποφύγει την εργαλειοποίησή της από την μία ή την άλλη πλευρά, διότι οι επιδιώξεις και το έργο της δεν είναι πολιτικές, αλλά πνευματικές.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η στροφή του Ελληνικού Κράτους εναντίον της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853-1856, παρότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού ήταν με το μέρος των Ρώσων (στην Κριμαία πολέμησε στο πλευρό των Ρώσων η λεγόμενη Ελληνική Λεγεώνα, μη κρατικό στρατιωτικό σώμα 800 Ελλήνων εθελοντών), είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την Ελλάδα.
Μετά το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου η πολιτική της Ρωσίας (στην τελική παρέμβαση της οποίας η Ελλάδα όφειλε, περισσότερο από κάθε άλλη συμμαχική δύναμη, την απελευθέρωσή της μετά την Επανάσταση του 1821, όταν τα ρωσικά στρατεύματα είχαν φτάσει στην Αδριανούπολη) εγκατέλειψε την Ελλάδα ως σύμμαχο χώρα και στράφηκε προς την Βουλγαρία.
Έτσι η Ελλάδα έχασε έναν ισχυρό σύμμαχο, με τον οποίο την ένωναν παραδοσιακοί δεσμοί φιλίας και ο κοινός εχθρός, το Ισλάμ και η Τουρκία, που παραμένει και σήμερα για την Ελλάδα ο υπ᾽ αριθμόν 1 κίνδυνος, απέναντι στον οποίο ουσιαστικά ποτέ οι δυτικοί σύμμαχοί μας δεν θυσίασαν τα συμφέροντά τους, με χαρακτηριστικότερο και χειρότερο παράδειγμα την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.