Του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου – Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Φίλτατοι αναγνώσται του «ΒΗΜΑΤΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ», επί τη ευκαιρία της ελεύσεως της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ιδού το στάδιον των αρετών και των αγώνων ηνέωκται προς πάσαν κατεύθυνσιν, και η θύρα της μετανοίας είναι ανοικτή δι’ όλους μας ανεξαιρέτως.
Εις ένα έκαστον εξ υμών ευχόμεθα καλήν δύναμιν διά προσωπικήν κάθαρσιν εκ των ψυχοσωματικών ρύπων, εκ των παθών της ψυχής και τας σωματικάς έξεις και βεβαίως την απόκτησιν αρετών, τας οποίας ο Πονηρός και η Νέα Τάξις πραγμάτων μας εμποδίζουν να επιτύχωμεν.
Η κατά τον τελευταίον καιρόν δι’ άρθρων μας αναφορά περί των θεοστέπτων Βασιλέων, αφορμήν έσχε την άρτι εκδηλωθείσαν βασιλοκτόνον συμπεριφοράν του καθ’ ημάς επιτελικού Κράτους προς τον μέχρι τούδε τελευταίον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνον Β ́, και αποβλέπει εις την αποκατάστασιν ιστορικών αληθειών, αίτινες εσχάτως καταπατούνται βαναύσως με σκοπόν όπως καταστή η Πατρίς μας «χώρα μπανανίας» κατά το κοινώς λεγόμενον, υπό πανσπερμίας αλλοφύλων, άνευ εθνικής συνειδήσεως και σκοπού.
Η ανεπίτρεπτος συμπεριφορά των κυβερνώντων προς τον Έλληνα Βασιλέα Κωνσταντίνον Β ́ και η κατ’ επέκτασιν γενομένη μεγάλη προσβολή προς την Ελλάδα, ελύπησε κατά τας γενομένας εκτιμήσεις μεγάλην μερίδα του Ελληνικού λαού, ανερχομένην εις τα 70%. Καθώς απεδείχθη, ελύπησεν επίσης και αυτόν τον
Ευρωπαικόν κόσμον, όστις σέβεται και τιμά όλους τους Βασιλείς με τον δέοντα τρόπον.
Παρά ταύτα, ο αοίδιμος Κωνσταντίνος Β ́ καίτοι ετάφη ως απλούς ιδιώτης υπό των κυβερώντων, όμως ετιμήθη υπό του απλού κόσμου ως Βασιλεύς, προς έκπληξιν εκείνως οίτινες τον ηδίκησαν. Η κατάφορος αύτη αδικία θα μείνη εις τον αιώνα ως βέβηλος πράξις, και η ιστορία θα την περιβάλη με μελανά χρώματα.
Είναι αληθές, ότι μετά την επιτροπευομένην υπό των Βαυαρών ατυχή ηγεμονίαν του Όθωνος Α ́, η Πατρίς μας ηυτήχησε να αποκτήση θείω θελήματι κληρονομικήν Βασιλείαν εκ Δανών Βασιλέων με Βυζαντινήν Παλαιολόγειον καταγωγήν, ήτις δεν εξετημήθη καθώς έπρεπε, με αποτέλεσμα η Πατρίς μας να μείνη ορφανή και απροστάτευτος εκ φιλίων Δυνάμεων, πράγμα το οποίον ήνοιξε περαιτέρω την όρεξιν των γειτόνων μας Τούρκων διά την απόσπασιν Ελληνικών εδαφών. Ελπίζομεν όμως και πιστεύομεν, ότι θα έθη συντόμως ο καιρός της αποκαταστάσεως των πραγμάτων.
Το 1260 μ.Χ., εν έτος προτού απελευθερωθή η Βασιλεύουσα από τους Φράγκουςκαι Λατίνους κατακτητάς, της πρώτης γενομένης Αλώσεως της Πόλεως (1204), ευρέθη ακουμβισμένος επί τοίχου του νεκροταφείου της Ιεράς Μονής του Θεολόγου εις το Έβδομον Προάστιον ΚΠόλεως εις σκελετός εις άριστον κατάστασιν.
Πλησίον αυτού έκειτο παραπεταμένη η επιγραφή: «Βασίλειος Πιστός Εν Χριστώ Τω Θεώ Βασιλεύς Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Ήτο ο Βασίλειος Β ́, ο επονομαζόμενος «Βουλγαροκτόνος».
Κάποιοι δε Φράγκοι, θέλοντες να χλευάσουν τον νεκρόν, είχον τοποθετήσει εις το στόμα του νεκρού Βασιλέως μίαν ποιμενικήν φλογέραν. Αύτη η μακάβριος εικώνενέπνευσε κατά την περίοδον του Μακεδονικού Αγώνος τον σπουδαίον Έλληνα ποιητήν και πεζογράφον της Νέας Αθηναικής Σχολής Κωστήν Παλαμάν (1859- 1943) να γράψη το αριστούργημά του: «Η Φλογέρα του Βασιλιά».
Πρόκειται δι’ επικόν έργον διά τον ενδοξότερον Βασιλέα της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057), όστις επί ήμισυ αιώνα επολέμει μέχρις εσχάτων τους Βουλγάρους διά την εδραίωσιν της Βυζαντινής ηγεμονίας εις την χερσόνησον του Αίμου. Επίκεντρον της λυσσαλέας διαμάχης ήτο η Μακεδονία, ήτις καθώς γράφει ο ποιητής: «είναι του Σλαύου τ’ όνειρο και του Ρωμιού η λαχτάρα».
Το έργον του Κωστή Παλαμά είναι καλώς γεγραμμένον εις δεκαπεντασυλλάβους στίχους, και τούτο απετέλεσε το «τραγούδι των ηρώων» του Μακεδονικού Αγώνος.
Συμφώνως με τον ποιητήν, το Εικοσιένα δεν είχε πραγματοποιηθή ολόκληρον, καθότι από την Ελλάδα είχε μείνει έξω η Μακεδονία. Το ανωτέρω επικόν ποίημα εγράφετο επί 25 συναπτά έτη, ωλοκληρήθη δε την 1 Αυγούστου 1909 και εξεδόθη εις βιβλίον το 1910. Αποτελείται εκ 4.225 στίχων και διαιρείται εις 12 Λόγους
(Κεφάλαια). Το έγραψε κυρίως διά να βοηθήση εις την εθνικήν αναγέννησιν και την προετοιμασίαν της εθνικής εξορμήσεως διά την απελευθέρωσιν παναρχαίων Ελληνικών Πατρίδων.
Ο Κωστής Παλαμάς φαντάζεται, ότι η φλογέρα αύτη διηγείτο μελωδικώς το νικητήριον προσκύνημα του Βασιλείου Β ́ εις τας Αθήνας. Πρόκειται διά το γεγονός εκείνο, το οποίον αναφέρει ο Χρονογράφος Κεδρηνός, ότε ο Βασιλεύς ήλθε με όλον τον στρατόν του το 1018 διά να προσκυνήση την Παναγίαν την Αθηνιώτισσαν εις τον Παρθενώνα.
Ο Βασίλειος Β ́ ήνωσε τας δύο εθνικάς πρωτευούσας και εώρτασεν εκεί την νίκην του, προσφέρων εις την Παναγίαν εν χρυσούν αγριοπερίστερον. Η Εικών της Θεοτόκου ευρίσκετο εις την κόγχην του Ιερού, και ήτο εστολισμένη με χρυσάς ψηφίδας. Ο ανωτέρω Ναός κατεστράφη το 1687 εις τον μεταξύ Ενετών και Τούρκων πόλεμον, ότε μία οβίς του Μοροζίνη έπεσεν εις τον Παρθενώνα.
Ως γνωστόν, Παναγία Αθηνιώτισσα εκαλείτο και η περιώνυμος Εικών του Ευαγγελιστού Λουκά, ήτις ευρίσκετο εις ιδιαίτερον Ιερόν Ναόν εγγύς του Παρθενώνος. Το 380 εξηφανίσθη εκ του Ναού και ευρέθη θαυμαστώς εις το όρος Μελά του Πόντου. Το 1930 μετεφέρθη εις την Ελλάδα και σήμερον απόκειται εις την νέαν Ιεράν Μονήν της Παναγίας Σουμελά εις το όρος Βέρμιον.
Ο Βασίλειος Β ́ (963-1025) ήτο πρωτότοκος υιός του Ρωμανού Β ́ και της Θεοφανούς, αναγορευθείς ανεξάρτητος Βασιλεύς το έτος 976. Υπήρξεν ο μακροβιότερος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου. Εις τους μετά τον Ιουστινιανόν χρόνους ουδέποτε το Βυζαντινόν κράτος απέκτησε μεγαλυτέραν έκτασιν και δύναμιν, όσον
κατά την τελευταίαν περίοδον του Βασιλείου Β ́. Ο ένδοξος ούτος Βασιλεύς ασθενήνας ετελεύτησεν εβδομηκοντούτης την 15 Δεκεμβρίου 1025, ενώ ητοιμάζετο να εκστρατεύση εις την Κάτω Ιταλίαν και Σικελίαν προς επαναφοράν της τάξεως εκ των επιδρομών των Γεμανών, των Νορμανδών και των Αράβων, καθώς και εκ των στάσεων ιθαγενών τινων αρχηγών.
Ο Σπυρίδων Π. Λάμπρος, εις το σύγγραμα αυτού «Νέος Ελληνομνήμων» (τομ. 10, Αθήνησιν 1913, σελ. 192), αναφέρει περί του τάφου του Βουλγαροκτόνου τα εξής: «Περί δε του Βουλγαροκτόνου είναι γνωστόν εκ του Παχυμέρους (εκδ. Βόννης, τομ. Α ́, σελ. 124 κ.ε.), ότι είχε ταφή εν ΚΠόλει εν τη κατά το Έβδομον Ιερά Μονή του
Θεολόγου. Εκεί κατά την επί Βασιλέως της Νικαίας Μιχαήλ Η ́ Παλαιολόγου ανάκτησιν της Βασιλευούσης από των τέως κατεχόντων αυτήν Λατίνων ανευρέθη ο τάφος του Βασιλείου Β ́, και τα λείψανα αυτού ανεκομίσθησαν λαμπρώς εις την Σηλυβρίαν, όπου κατετέθησαν ουχί εν Εκκλησία τινί του Αγίου Ιωάννου, αλλ’ εν τη του Σωτήρος Μονή.
Το χωρίον του Παχυμέρους έχει όλον ως εξής: «Τότε δε τινες των οικείων τω βασιλεί κατ’ άνεσιν διατριβής εξελθόντες επέστησαν τη κατά το Έβδομον του Θεολόγου μονή, όνομα μόνον, ου σχήμα σωζούση μονής, και εις τον εκείσε ναόν εισελθόντες, ηρειμμένον και τούτον και εις θρεμμάτων έπαυλιν όντα, και τήδε κακείσε
περιβλεπόμενοι και το ποτε του ναού το κάλλος εκ των λειψάνων θαυμάζοντες (ήσαν δ’ ούτοι οι περί τον Ιατρόπουλον Δημήτριον και λογοθέτην τότε των οικειών) ορώσιν αίφνης κατά γωνίαν ιστάμενον ανδρός πάλαι τεθνεώτα λείψανον ολόκληρον και το παν ολομελές, γυμνόν ες πόδας εκ κεφαλής.
Είχε δε επί του στόματος καλάμην ποιμενικής σύριγγος, εις χλεύην τινών ούτω ποιησάντων οις έμελε θρεμμάτων. Ως δ’ ιδόντες εθαύμαζον μεν την του λειψάνου ολομέλειαν, διηπόρουν δε ου τινος αν και είη ο πεπηγώς εκείνος και έτι εις σώμα συνιστάμενος χούς, ορώσιν εκ δεξιών το κενήριον και επ’ αυτώ γεγραμμένους στίχους δηλούντας το κείμενον.
Ην ούτος, ως εδήλου τα γράμματα, ο Βουλγαροκτόνος Βασίλειος. Ως δ’ υποστρέψαντες σφίσι το θεαθέν τω βασιλεί προσανέφερον, οικτίζεται αυτίκα ο βασιλεύς, και πέμψας σηρικά χρυσόσημα πέπλα, έτι δε εξαποστείλας τους υμνοπόλους συν ουκ ολίγοις άρχουσιν, υπό πολλή τιμή και δορυφορία, ψαλμοίς και
ύμνοις ανακομίζεται εν θήκη τιμία προς τον Γαλατάν το λείψανον, κακεί προστάττει τω αδελφώ σεβαστοκράτορι ενθείναι τη σφετέρα σκηνή σκηνή την θήκην, πέπλοις τε χρυσοίς υπ’ ακοιμήτω φωτί εχόμενα της εκείνου στρωμνής θέντα τιμάν τοις προσήκουσιν, έως εκείθεν αναχωρούντων αυτών εις Σηλυβρίαν εντίμως και λαμπρώς μετακομίσαντες εν τη του Σωτήρος καταθείναι μονή».
Και συνεχίζει ο Σπυρίδων Π. Λάμπρος: «Και δεν λέγεται μεν ρητώς ενταύθα, ότι πράγματι και εξετελέσθη η διαταγή του αυτοκράτορος, αλλά δεν υπόκειται αμφιβολία, ότι συνέβη τούτο. Άλλως δε ότι ο τάφος του Βουλγαροκτόνου δεν ευρίσκεται πλέον, τουλάχιστον τον δέκατον πέμπτον αιώνα, εν Κωνσταντινουπόλει, αποδεικνύεται και άλλοθεν, εκ της εντελούς περί αυτού παρασιωπήσεως (argumentum e silentio) εν τη ανωνύμω αναγραφή ̔ ̔Περί των τάφων των βασιλέων των όντων εν τω ναώ των αγίων Αποστόλων ̓ ̓, ην το πρώτον εκδοθείσαν υπό Banduri (Imperium Orientale, τομ. Α ́, σελ. 121) ευρίσκομεν επανεκδεδομένην εν τη
Βυζαντίδι της Βόννης μετά των μικρών έργων των εις τον Γεώργιον Κωδινόν συνήθως προσγραφομένων σελ. 203 κ.ε. Πράγματι αυτόθι μόνον ο τάφος Κωνσταντίνου , του αδελφού του Βουλγαροκτόνου, αναγράφεται εν σελ. 205, 3 κ.ε.».
Ταύτα γράφει ο έξοχος ιστορικός και μεσαιωνοδίφης Σπυρίδων Π. Λάμπρος, Καθηγητής της Γενικής Ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω των Αθηνών και Πρωθυπουργός της Ελλάδος από 27.9.1916 μέχρι 21.4. 1917. Εξ άλλων επίσης πηγών πληροφορούμενθα, ότι ο αοίδιμος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Βασίλειος Β ́ ετάφη κατά την επιθυμίαν του και εκ ταπεινώσεως εκτός των τειχών της ΚΠόλεως, ισχυριζόμενος ότι καθ’ όλα τα έτη επολέμει τους εχθρούς και ευρίσκετο πέραν της Βασιλευούσης, διό και δεν εθεώρει τον εαυτόν του άξιον να ταφή ομού μετά των άλλων Βασιλέων εις τον Ιερόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων εντός των τειχών, όπως και ο αυτάδελφος αυτού Κωνσταντίνος Η ́. Αμφότεροι δε οι δύο αυτάδελφοι αυτοκράτορες Βασίλειος Β ́ και Κωνσταντίνος Η ́μνημονεύονται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων Αγίου Όρους Άθω ως Κτήτορες αυτής.
Ο ίδιος πάλιν Σπυρίδων Π. Λάμπρος μας παρέχει και μίαν άλλην ενδιαφέρουσαν πληροφορίαν, λέγων ότι «εν τη ̔ ̔Νέα Ημέρα ̓ ̓ της 10 Ιουνίου [1913] εδημοσιεύθησαν τα εξής υπό την ανωτέρω επιγραφήν [= Ο τάφος Βασιλείου Βουλγαροκτόνου]: ̔ ̔ Πληροφορούμαι, ότι οι Βούλγαροι εσύλησαν εν Σηλυβρία τον τάφον Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, ανευρεθέντα εντός τεμένους, ηρειπωμένου, το οποίον ήτο άλλοτε βασιλική επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννου. Αι ανασκαφαί εγένοντο υπό την επιστασίαν αρχαιολογούντος αξιωματικού ονόματι Κάπτσεφ, όστις είχεν υπ’ όψιν προς οδηγίαν αυτού Βυζαντινούς Χρονογράφους. Ως λέγεται, ευρέθη κρανίον και ενεπίγραφοι πλάκες, αίτινες απεκομίσθησαν εις Βουλγαρίαν. Και κατά πόσον μεν η είδησις περί των άνω ευρημάτων είναι ακριβής, δεν ηδυνήθημεν να επαληθεύσωμεν ̓ ̓».
Ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Αλφρέντ Ραμπώ (1845-1905), αναφερόμενος εις το διάστημα μεταξύ του πρώτου ενταφιασμού του Βασιλείου Β ́ εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εις το Έβδομον το 1025 και εις την δευτέραν κηδείαν εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εις την Σηλυβρίαν (καθώς σημειοί), γράφει εις το βιβλίον του, ότι «η σκιά του Βασιλείου Β ́ θα είχε σοβαρούς λόγους να θλίβεται μέσα εις το σκοτάδι του τάφου», διά τα όσα επί εποχής του διεδραματίσθησαν εις την Μακεδονίαν και τον ευρύτερον αυτής Ελλαδικόν χώρον.
Σήμερον όμως η θλίψις εκείνου του Μεγάλου Βασιλέως, προφανώς είναι ακόμη βαρυτέρα. Η ασυγχώρητος παραχώρησις του ονόματος της Ελληνικής Μακεδονίας εις τους βορείους Σλαύους γείτονας ημών, αποτελεί μίαν ιερόσυλον πράξιν των ταγών της σημερινής Ελλάδος προς τους προγόνους μας, και καθ’ όλα δουλοπρεπή ενέργειαν εις ξένα κέντρα.
Το ίδιον επίσης συνέβη και με την προσβλητικήν συμπεριφοράν και ταφήν, ισοδυναμούσαν με ασυγχώρητον βασιλοκτονίαν, του Ολυμπιονίκου Βασιλέως Κωνσταντίνου Β ́ή ΙΓ ́κατά Βυζαντινήν διαδοχήν, όστις διετέλεσε Βασιλεύς των Ελλήνων και Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων από του 1964 μέχρι του 1973.
Αμφότεροι όμως οι αοίδιμοι ούτοι Βασιλείς μας διδάσκουν και εξ αυτού του τάφου την ενότητα με την φλογέραν της αγάπης, διά την προκοπήν ενός Έθνους τον οποίον δεν του πρέπουν καταφρονήσεις.
Το παράδοξον και συγγενές εις την περίπτωσιν των δύο τούτων Βασιλέων είναι, ότι το σκήνωμα του αυτοκράτορος Βασίλειος Β ́ εβεβηλώθη υπό ξένων: Φράγκων τε και Βουλγάρων, το δε σκήνωμα του Κωνσταντίνου Β ́απεγυμνώθη της βασιλικής τιμής υπό του νυν επιτελικού Κράτους διά της σημερινής μικροψύχου Ελληνικής Δημοκρατίας, ήτις με αντισυνταγματικούς νόμους-όπως και με το μλόκον εις το κόμμα «Έλληνες»- κατήργησεν εαυτήν και εφάνη φοβική και εκδικητική έναντι ενός κεχρισμένου διά μύρου Βασιλέως· ενώ αντιθέτως έθεσεν επί κιλλίβαντας αιρετούς πολιτευτάς, ηθοποιούς και καλλιτέχνας.
Εάν ημείς σιωπήσωμεν διά ταύτα, οι λίθοι κεκράξονται! Κατά την Εκκλησιαστικήν τάξιν, οι Βασιλείς είναι κεχρισμένοι θεία χάριτι, καθώς ψάλλομεν εις το Απολυτίκιον του Προφήτου Σαμουήλ: «… Σαμουήλ θεσπέσιε, έχρισας ως Προφήτης Βασιλείς θείω μύρω…». Ο δε Δίκαιος Ιερεύς και Βασιλεύς Μελχισεδέκ επί Αβραάμ,
όστις ήτο υιός του Μελχί και εγγονός του Σίδου [= του πρώτου Έλληνος Βασιλέως της Χαναάν], θεωρείται ως προφητικός τύπος του Μεσσίου Ιησού Χριστού. Και οι δύο Βασιλείς: Βασίλειος Β ́ και Κωνσταντίνος Β ́, ήσαν ευσεβέστατοι και άκρως ορθόδοξοι. Ο δε Κωνσταντίνος Β ́ εις την ταυτότητά του αναγράφεται ως «Κωνσταντίνος ο Βασιλεύς», και εις την πινακίδα του αυτοκινήτου του ως «Κ13» [= Κωνσταντίνος ΙΓ ́]· και ως τοιούτος θα παραμείνη εις τον αιώνα! Όμως πατρόθεν επονομάζετο Χριστιανός, το οποίον εκληρονόμησεν εκ Δανών Βασιλέων απογόνων του Ιωάννου Χριστιανού, υιού του τελευταίου αυτοκράτορος του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ ́του Παλαιολόγου (1403-1453) κατά τα θρυλούμενα, καθώς εγράψαμεν εκτενώς εις προγενέστερον άρθρον μας, αναρτηθέν εις το «ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» την 19.1.2023.
Ως γνωστόν, το όνομα Χριστιανός το έφερον δέκα Βασιλείς της Δανίας με πρώτον τον Χριστιανόν Α ́ (1425-1481). Αν και παραμένει επί μέρους αδιευκρίνιστος η ακριβής χρονική ηγεμονία του Βυζαντινής καταγωγής διαθρυλουμένου Ιωάννου Παλαιολόγου (Χριστιανού) εις το Βασίλειον της Δανίας και Νορβηγίας, όμως αυτή παραμένη ζωντανή και αποτελεί διαχρονικήν παράδοσιν και μεταξύ των συγγενικών βασιλικών οίκων.
Διά να είμεθα ακριβέστεροι, όντως από τους Βυζαντινούς οίκους των Κομνηνών, Αγγέλων και Παλαιολόγον, πολλοί εκ των οποίων κατέφυγον εις την Δύσιν προ της Αλώσεως, το βασιλικόν αίμα εισεχώρισε και εις άλλους βασιλικούς οίκους, όπως και της Δανίας. Το ίδιον συνέβη και με την Ρωσίαν, ότε ο Βλαδίμηρος Α ́εβαπτίσθη εις το Κίεβον το 987 και ενυμφεύθη την Άνναν, αδελφήν των ρηθέντων Βυζαντινών αυτοκρατόρων Βασιλείου Β ́(Βουλγαροκτόνου) και Κωνσταντίνου Η ́. Όσον διά το υποτιμητικόν επίθετον Γκλύξμπουργκ, το οποίον προσάπτουν εις τον Κωνσταντίνον Β ́οι διάδοχοι των σφαγέων του Γράμμου και του Μελιγαλά, τούτο
είναι όνομα πύργου και μικράς παραλιακής πόλεως εις την νοτίαν Γερμανικήν πλευράν του φιόρδ Φλένσπουργκ εις την Βαλτικήν θάλασσαν, το οποίον χωρίζει την Γερμανίαν από την Δανίαν [= Gluksburg: Gluk= ευτυχία και Burg= πύργος· ήτοι Πύργος Ευτυχίας].
Το 1460 το Γκλύξμπουργκ περιήλθεν ως μέρος των συνηνωμένων Δανο-Γερμανικών δουκάτων Σλέβιχ και Χόλστάιν εις τον κόμην Χριστιανόν Ζ ́ του Όλντενπουργκ, τον οποίον το 1448 οι Δανοί είχον εκλέξει Βασιλέα αυτών ως Χριστιανόν Α ́, όπως είχον κάμει και οι Νορβηγοί το 1450.
Εις την προκειμένην περίπτωσιν, ο λεγόμενος οίκος του Σλέβιν-Χόλστάιν- Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ είναι Δανο-Γερμανικός κλάδος του οίκου Όλντενπουργκ, μέλη του οποίου βασιλεύουν ή έχουν βασιλεύσει κατά καιρούς εις Δανίαν, Νορβηγίαν, Ελλάδα και πλείστα βόρεια Γερμανικά κράτη.
Διά τούτο και ο μετά τον Όθωνα Α ́δεύτερος κατά σειράν Βασιλεύς Γεώργιος Α ́ (1845-1913), εκλεγείς τον Μάρτιον του 1863 Βασιλεύς των Ελλήνων, έφερε τοόνομα: Πρίγκιψ Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος [= του βασιλικού οίκου (δουκάτων) Σλέβιν-Χόλστάιν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ. Το
ίδιος επίσης επίθετον έφερε και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος Α ́ ο Ελευθερωτής της Θεσσαλονίκης· όστις ετιτλοφορείτο και ως Δούξ της Σπάρτης, ένεκα της εξ αίμματος καταγωγής του εκ των Παλαιολόγων του Βυζαντίου.
Τας βασιλικάς οικογενείας των ηρώων των Βαλκανικών πολέμων Γεωργίου Α ́ Χριστιανού και του Διαδόχου Κωνσταντίνου Α ́ (1868-1923) ηυτήχησε να διακονήση η αείμνηστη Μαρία Χρήστου Νικολοπούλου-Γκαγκαράκη, αυταδέλφη του πάππου μου Ανδρέου Χρήστου Νικολοπούλου (1868-1942) εκ Καμενιάνων Αροανίας Καλαβρύτων εις το θερινόν ανάκτορον του Τατοίου επί των υπωρειών της Πάρνηθος, 22χλμ. Β. των Αθηνών· εκεί εις το λεγόμενον Παλαιόκαστρον, απ’ όπου παλαίτερα οι Σπαρτιάται επολέμουν τους Αθηναίους. Έγγονοι δε αυτής διηκόνησαν εν Τατοίω τας νεωτέρας βασιλικάς οικογενείας.
Από τους τάφους των Ελλήνων Βασιλέων του Τατοίου ίσως δοθούν εις το προσεχές νέαι Σπαρτιατικαί μάχαι έναντι του υποκριτικού πολιτεύματος των Αθηνών, το οποίον εν εσχάτοις χρόνοις μάχεται τα ιδεώδη της Ελληνικής φυλής, και διάκειται εχθρικώς απέναντι του θελήματος του Θεού, όστις από καταβολής κόσμου επέλεξε την χώραν της Ελλάδος ως θείον βλάστημα διά το καλόν όλης της ανθρωπότητος.
[Άγιον Όρος Άθω, Αρχή Αγίας Τεσσαρακοστής 2023]