Την πάγια θέση του ότι οι συναντήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Πάπα αποτελούν πορεία προς την ενότητα εξέφρασε ο Μητροπολίτης Ιταλίας και Μελίτης κ.Γεννάδιος.
Ο Σεβασμιώτατος σε επίκαιρο μήνυμά του τόνισε επίσης πως ο διάλογος αυτός είναι ευλογία Θεού.
Αναλυτικά το κείμενό του που τιτλοφορείται: «Ο Θεός ευλογεί και δοξάζει το σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας με την αγάπη Του»:
«Πρυτανεύει και κυριαρχεί η Αγάπη του Θεού κατά την Ιστορικήν, αδελφικήν, ευπρόσδεκτον και ευλογημένην από τον Θεόν Συνάντησιν των δύο Προκαθημένων Ανατολής και Δύσεως, Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου και Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου.
Η θεική αγάπη δίδει εις αυτούς ανυπέρβλητην δύναμιν και πνευματικήν ζωτικότητα ώστε να συνεργασθούν ειλικρινά και εποικοδομητικά και εις το μέλλον έτι περισσότερον και επιμελέστερον, διά την πλήρη ενότητα των Χριστιανών και ο πόνος να γίνη όργανον αληθινής συμπνοίας εις την συμπόρευσιν προς την «Θεικήν Διαθήκην»: «ίνα πάντες εν ώσιν». Η θεική αυτή αγάπη τους ενώνει, έτι περισσότερον και τους φωτίζει να προχωρήσουν εις ένα εποικοδομητικόν Διάλογον με το Ισλάμ: «Να εργασθούμεν μαζί διά την ειρήνην, την δικαιοσύνην και την αξιοπρέπειαν κάθε ανθρώπου».
Υπογραμμίζεται, όλως ιδιαιτέρως, εις την «Κοινήν Δήλωσιν» ο Διάλογος με το Ισλάμ, προσεύχονται και προσδοκούν: «Οι Μουσουλμάνοι και οι Χριστιανοί εκλήθησαν να εργασθούν μαζί με αγάπην διά την δικαιοσύνην, την ειρήνην, τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου», διακηρύττουν. Μεγίστης σημασίας και σπουδαιότητος έχουν διά την Ευαγγελικήν αυτήν πορείαν της συμπορεύσεως προς την «Θεικήν Διαθήκην» του Σωτήρος ημών Χριστού «ινα πάντες εν ώσιν» οι μυσταγωγικοί και κατανυκτικοί λόγοι των δύο Σεπτών Ηγετών της Χριστιανοσύνης, οι οποίοι με την απλούστατην αυτών ζωήν και την ταπεινήν αυτών διακονίαν αποτελούν διά τον άνθρωπον της σήμερον μοναδικόν παράδειγμα ταπεινώσεως και υπομονής, αγάπης και αδελφοσύνης: «Όπως οι μάρτυρες είναι ο πλούσιος σπόρος διά την Χριστιανικήν ζωήν, ούτω και ο οικουμενισμός του πόνου βοηθεί την πορείαν προς την ενότητα», «Όπως το αίμα των μαρτύρων έγινε σπόρος δυνάμεως και ευφορίας διά την Εκκλησίαν, ουτω και η συμμετοχή εις τους καθημερινούς πόνους δύναται να είναι ένα δυναμικόν όργανον της ενότητος», αντικείμενον προσευχής και αγάπης πορεία, από τον Θεόν ευλογημένη, καθόσον «τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν».
Οι δύο, λοιπόν, ακούραστοι και θεοτίμητοι Διάκονοι της αγάπης και της ειρήνης, πιστοί εις το θέλημα του Θεού, έφθασαν εις το σημείον αφ’ ενός μεν να σμικρύνουν την μεταξύ αυτών, διά μέσου των αιώνων μακράν απόστασιν, αφ’ ετέρου δε ως αδελφοί εν Χριστώ να περιπατήσουν απόφασιστικά εις την προς τα πρόσσω, αλλά και εις το μέλλον αδελφικήν επικοινωνίαν και βαθυτέραν αυτών γνωριμίαν. Σχίζουν το «παλαιόν Χειρόγραφον» της εχθρότητος και της πολεμικής και με το Πατερικόν αυτών παράδειγμα καταδεικνύουν περιτράνως ότι οι Χριστιανοί δύνανται να πορευθούν και να απολαύσουν τους πολυτίμους καρπούς της Πρώτης Χιλιετίας και ούτω να συμπορευθούν με την αγάπην και την αλήθειαν εις την ιερωτάτην πραγματοποίησιν του «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα εθνη, βαπτίζοντες αυτούς…», διά να πιστεύση ο κόσμος, ο οποίος ανυπομόνως αναμένει να ιδη και να ακούση. Κάθε επικοινωνία και συνάντησις εις το όνομα του Ιησού Χριστού είναι «ευλογία του Θεού», και επομένως η εμμονή μας εις τα παλαιά και αρνητικά διεστώτα, οπωσδήποτε, δεν είναι η ακριβής και βεβαία πυξίς, η οποία θα καθοδηγήση ημάς εις την αλήθειαν, εις την αγάπην προς τον πατέρα και δημιουργόν ημών Θεόν, προς τον πλησίον ημών, ο οποίος είναι «εικών του Θεού».
Καί εις το σημείον τούτο προσθέτομεν τα κατωτέρω, λίαν σημαντικά: Οι δύο πλούσιοι εις την καρδίαν, Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος και Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, περιπατούν εν αγάπη. Η αγάπη περιλαμβάνει και την Αλήθειαν, ο Θεός είναι αγάπη, η οποία είναι φως, αλήθεια, ταπείνωσις, σωτηρία, αιώνιος ζωή. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχη εις τον πιστόν η αγάπη του Θεού και να μην υπάρχη η αλήθεια. Η αλήθεια είναι το περιεχόμενον και το αποτέλεσμα της αγάπης. Σφάλλουν, νομίζω, εκείνοι οι οποίοι κατηγορούν και κρίνουν τους άλλους, οι οποίοι δήθεν ομιλούν μόνον διά την αγάπην, αποφεύγουν δε να ομιλήσουν διά την αλήθειαν. Τούτο, πολλάκις, γίνεται, διά τον απλούστατον λόγον ότι η αγάπη είναι και αλήθεια. Είναι Αυτός ο Θεός, ο Οποίος είναι Αγάπη, η οποία έσωσε την ανθρωπότητα.
Χάρις εις τα χαρισματικά αυτά δώρα, ο Πάπας καταδεικνύει τας ειλικρινείς διαθέσεις του: Πλησιάζει με την ανυπόκριτον καρδίαν του τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και ζητεί από Αυτόν την ευλογίαν Του: «Santità ευλόγησε εμέ και την εκκλησίαν μου». Μετά το φίλημα της χειρός του Πατριάρχου εις τα Ιεροσόλυμα έρχεται ο Πάπας τώρα, εις την Καθέδραν του Πατριάρχου, εις την Πόλιν της Υπερμάχου Στρατηγού, της Παναγίας, να αποκαλύψη μίαν νέαν εκκλησιαστικήν κατάστασιν: τον βαθύτατον Αυτού σεβασμόν προς τον Πατριάρχην, την αναγνώρισιν της Αποστολικής Αυτού Διαδοχής, αλλά και την αναγνώρισιν της Πατριαρχικής Αυτού αξίας. Το «φίλημα» από τον Πάπα της σεπτής δεξιάς του Πατριάρχου, καθώς και η αδελφική παράκλησις του Πάπα όπως «ευλογήση Αυτόν» ο Πατριάρχης, το «φίλημα της κεφαλής» του Πάπα από τον Πατριάρχην, γεγονότα γενόμενα διά πρώτην φοράν, εκπλήσουν και συγκινούν, δίδουν ελπίδα και εμπιστοσύνην εις την πορείαν της συμπορεύσεως προς το θέλημα του Θεού.
Το Φανάριον γίνεται και πάλιν ενδοξότατον, εις τους φοβερούς καιρούς της κρίσεως και της σημερινής τραγωδίας του ανθρώπου. Ο λαός του Θεού πλήρης ελπίδος, ενδυναμούμενος από την Άνωθεν ενίσχυσιν, συγκεκινημένος, προσβλέπει με θαυμασμόν προς την Κορυφήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον Προκαθήμενον της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, απολαμβάνει την τιμήν και την δόξαν του Κέντρου της Ορθοδοξίας, της οποίας αίτιος αληθινός είναι ο Πατριάρχης του Γένους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο μέγας ρυθμιστής της Πανορθοδόξου ενότητος, ο Πατριάρχης της αγάπης, της ειρήνης και του διαλόγου, ο οποίος έκαμε την Καθέδραν Του Κέντρον Θεολογικού Διαλόγου, Κέντρον Θεολογικών Συναντήσεων και Εκκλησιαστικών εξελίξεων, Κέντρον Πολιτιστικών και Διπλωματικών επισκέψεων.
Ο Πάπας και ο Πατριάρχης δεν φοβούνται, συνδέονται με τον σύνδεσμον της αγάπης και της ειρήνης, και αγωνίζονται διά την δημιουργίαν «Γεφυρών», διά το κρέμισμα των τειχών και την απομάκρυνσιν της εσωστρεφείας και του αυτισμού, αλλά και διά την προώθησιν του διαλόγου με το Ισλάμ, «επί τη βάσει αμοιβαίου σεβασμού και φιλίας»: «Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί καλούνται να εργασθούν από κοινού χάριν της δικαιοσύνης, της ειρήνης και του σεβασμού της αξιοπρεπείας και των δικαιωμάτων κάθε προσώπου, ιδιαιτέρως εις τας περιοχάς εκείνας, όπου άλλοτε ζούσαν επί αιώνας με ειρηνικήν συνύπαρξιν, και ήδη υφίστανται από κοινού την τραγικότητα της φρίκης του πολέμου… ως Χριστιανοί Ηγέται καλούμεν όλους τους θρησκευτικούς ηγέτας να επιδιώξουν και ενισχύσουν τον διαθρησκειακόν διάλογον και να καταβάλουν κάθε προσπάθειαν διά την οικοδόμησιν ενός πολιτισμού ειρήνης και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και λαών. Ενθυμούμεθα, επίσης, όλους τους λαούς, οι οποίοι δοκιμάζονται από τα δεινά του πολέμου.
Ιδιαιτέρως προσευχόμεθα διά την ειρήνην εις την Ουκρανίαν, χώραν με αρχαίαν Χριστιανικήν παράδοσιν, και απευθύνομεν έκκλησιν προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να ακολουθήσουν την οδόν του διαλόγου και του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου προς τον σκοπόν του τερματισμού των συγκρούσεων, ο οποίος θα επιτρέψη εις όλους τους Ουκρανούς να ζήσουν με αρμονίαν». Είναι μεγίστης αξίας η «Δήλωσις» του Πάπα Φραγκίσκου και του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, διά την ειλικρινή της υπόστασιν, διά την καρδιακήν της αποφασιστικότητα, διά τας σεβασμίους προθέσεις και διαθέσεις της, η δε «μνήμη των Αποστόλων, οι οποίοι εκήρυξαν την καλήν αγγελίαν του Ευαγγελίου εις τον κόσμον διά του κηρύγματος και της μαρτυρίας του μαρτυρίου των, ενισχύει εντός ημών την επιθυμίαν να συνεχίσωμεν την κοινήν ημών πορείαν προς την υπέρβασιν, εν αγάπη και άληθεία, των εμποδίων, τα οποία μας διαιρούν».
Καί διά τους Δύο η προσευχή αποτελεί μεγίστην δύναμιν, διό και προσεύχονται και ζητούν από τους πιστούς να ενώσουν τας προσευχάς των με τας ιδικάς των «ίνα πάντες εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση» (Ιωάν. 17,21). Οι καιροί, επαλαμβάνουν, «απαιτούν την αλληλεγγύην όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως», η δε «… τρομερή κατάστασις των Χριστιανών όλων όσοι υποφέρουν εις την Μέσην Ανατολήν καλεί όχι μόνον εις συνεχή προσευχήν, αλλά και εις την κατάλληλον ανταπόκρισιν εκ μέρους της διεθνούς Κοινότητος». Αμφότεροι αναμιμνήσκονται της ιστορικής Συναντήσεως του Πατριάρχου Αθηναγόρου μετά του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν παραλείπει να υπογραμμίση όλως ιδιαιτέρως ότι «προ πεντήκοντα ετών συναντήσεως εκείνων εν τη Αγία Πόλει ο ρούς της ιστορίας ήλλαξε κατεύθυνσιν, αι παράλληλοι και ενίοτε συγκρουόμεναι πορείαι των Εκκλησιών ημών συνηντήθησαν ειις το κοινόν όραμα της επανευρέσεως της απολεσθείσης ενότητος αυτών, η ψυγείσα αγάπη ανεζωπυρώθη και εχαλυβδώθη η θέλησις ημών όπως πράξωμεν παν το καθ’ ημάς ίνα εκ νέου ανατείλη η εν τη αυτή πίστει και τω κοινώ ποτηρίω κοινωνία ημών». Από τότε «ήνοιξε η οδός προς Εμμαούς, οδός πιθανώς μακρά και ενίοτε δύσβατος, πλην ανεπίστροφος, αοράτως του Κυρίου συμπορευομένου μεθ’ ημών, άχρις ου Ούτος αποκαλυφθή ημίν «εν τη κλάσει του άρτου» (Λουκ. 24,35).
Καί συνεχίζει εξόχως ο Οικουμενικός Πατριάρχης εις την ομιλίαν Αυτού κατά την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Θείαν Λειτουργίαν, (30.11.2014), να λέγη ότι η πίστις αυτή, την οποίαν «διεφυλάξαμεν κοινήν εν τη ανατολή και εν τη δύσει επί μίαν Χιλιετίαν, καλούμεθα και πάλιν να θέσωμεν ως βάσιν της ενότητος ημών, ώστε «σύμψυχοι, το εν φρονούντες», (Φιλ. 2,2-3), να χωρίσωμεν μετά του Παύλου επί τα πρόσσω, «τα μεν οπίσω επιλανθανόμενοι, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» (Φιλ. 3,14). Είναι επιτακτική ανάγκη όπως «τείνωμεν από κοινού την χείρα προς τον σύγχρονον άνθρωπον, την χείρα Τού μόνου δυναμένου να τον σώση διά του Σταυρού και της Αναστάσεως», διακηρύττει με αγάπην και ειρήνην ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Η απλούστατη και συμπαθέστατη Μορφή του Πάπα, με τα εξαίσια λόγια Του, και με εκείνα τα οποία ήκουσεν ο λαός του Θεού από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, ενθαρρύνουν, ενισχύουν, δίδουν ελπίδα και παρακινούν εις την προσευχήν, κρεμνίζουν τα τείχη του φανατισμού και του μίσους, κτίζουν γεφύρας και συμπορεύονται αμφότεροι προς την «Θεικήν Διαθήκην», η οποία αναμένει την συμπόρευσιν όλων εις ταύτην «ίνα πάντες εν ώσιν». Ο Πάπας Φραγκίσκος εις την ομιλίαν Του, κατά την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Θείαν Λειτουργίαν εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικόν Ναόν, σημειώνει με σαφήνειαν: «Το να συναντηθούμεν και να κοιτάξη ο ένας το πρόσωπον του άλλου, το να ανταλλάξωμεν τον ασπασμόν της ειρήνης, το να προσευχηθούμεν ο ένας διά τον άλλον, αποτελούν ουσιαστικάς διαστάσεις τήςπορείας εκείνης προς την αποκατάστασιν της πλήρους κοινωνίας προς την οποίαν τείνομεν.
Όλα αυτά προηγούνται και συνοδεύουν σταθερά εκείνην την άλλην ουσιαστικήν διάστασιν αυτής, η οποία είναι ο Θεολογικός Διάλογος». Καί συνεχίζει ο Πάπας Φραγκίσκος, κατά θαυμαστόν τρόπον να λέγη: «Ένας αυθεντικός διάλογος είναι πάντοτε μεταξύ προσώπων με ένα όνομα, με μίαν όψιν, με μία ιστορίαν και όχι μόνον με ανταλλαγήν ιδεών». Πράγματι, είναι γεγονός αναντίρρητον ότι δι’ ημάς τους Χριστιανούς «η αλήθεια είναι το πρόσωπον του Ιησού Χριστού»; «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, – ο εστιν μεθερμηνευόμενον Χριστόν», και ήγαγεν αυτόν (τον αδελφόν του) προς τον Ιησούν» (Ιωάν. 1,40-42). «Η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β΄ Κορ. 5,14-15), και σώζει τον άνθρωπον, όταν αγαπά τον Χριστόν.
Σήμερον υπάρχουν μικροί και μεγάλοι διώκται του Χριστιανισμού, σημαντικοί και ασήμαντοι, μηδαμινοί και επικίνδυνοι αλλά και άλλα προβλήματα, πλην όμως, πάντα ταύτα τα οποία «η ιστορική συγκυρία ορθώνει σήμερον προ των Εκκλησιών ημών, επιτάσσουν εις ημάς την υπέρβασιν της ενδοστρεφείας και την αντιμετώπισιν αυτών δι’ όσον το δυνατόν στενοτέρας συνεργασίας. Δεν έχομεν πλέον την πολυτέλειαν της μεμονωμένης δράσεως», βροντοφωνεί ο Πατριάρχης της Ορθοδοξίας.
Συμπέρασμα: Το μεγαλείον και η δύναμις της αγάπης εις το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας όχι μόνον επιβεβαιώνει τον διάλογον, αλλά η επίσημος ομολογία του Πάπα είναι μεγίστης σημασίας: Η «αποκαστάστασις της πλήρους κοινωνίας δεν σημαίνει υποταγήν του ενός εις τον άλλον, ούτε αφομοίωσις, αλλά μάλλον αποδοχήν όλων των δωρεών…». Μία τοιαύτη κοινωνία, βεβαίως, θα είναι πάντοτε καρπός της αγάπης», η οποία εκκέχυται εν ταίς καρδίαις ημών διά πνεύματος αγίου, του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. 5,5), αγάπης αδελφικής, η οποία δίδει την έκφρασιν εις τον πνευματικόν και υπερβατικόν δεσμόν, ο οποίος ενώνει ημάς ως μαθητάς του Κυρίου».
Εις την Πόλιν Κωνσταντίνου του Μεγάλου η συμπόρευσις προς την ενότητα εν αγάπη, ελπίδι και αληθεία, επιβεβαιώνεται και η συνέχεια αυτής γίνεται πλέον δυναμική και αποφασιστική διά την πραγματοποίησιν της «Διαθήκης του Θεού»: «ίνα πάντες εν ώσιν».
Εις την πάνσεπτον Έδραν του Οικουμενικού Πατριάρχου με ιδιαιτέραν προσοχήν και ανάλογον ενδιαφέρον, με αγωνιστικήν φροντίδα και θαυμαστήν επιμέλειαν, ήκουσαν και ηξιολόγησαν ο Πάπας και ο Πατριάρχης μίαν εκ των πολλών φωνών, αι οποίαι ακούονται εις το προσκήνιον της ζωής, την «φωνήν των πτωχών», διό και εκάλεσαν τους Χριστιανούς να κατατροπώσουν «από κοινού την παγκοσμιοποίησιν, (secolarizzazione), εκείνης της αδιαφορίας, η οποία σήμερον φαίνεται να έχη την υπεροχήν, αλλ’ όμως πρέπει να οικοδομήσωμεν ένα νέον πολιτισμόν αγάπης και αλληλεγγύης» (Ομιλία Πάπα Φραγκίσκου).
Ωσαύτως, αι δύο Σεπταί Μορφαί της Εκκλησίας του Χριστού, υπεγράμμισαν και διετράνωσαν ζωηρότατα μίαν άλλην φωνήν, η οποία ακούεται εις πολλά μέρη και είναι η φωνή των Θυμάτων», των συγκρούσεων και των πολέμων. Καί ο σεβασμός προς τον άνθρωπον, ο οποίος είναι «εικών του Θεού», και πάντα τα άλλα απαιτούν την δημιουργίαν γεφύρας συμφιλιώσεως και κοινωνίας. Καί ακολούθως η ερώτησις: Πως είναι δυνατόν να «κηρύξωμεν το μήνυμα της ειρήνης, το οποίον προέρχεται από τον Χριστόν, εάν μεταξύ μας υπάρχουν ανταγωνισμοί και αντιδικίαι» (Paolo VI, Esort. Ap. Evangelii nuntiandi, 77).
Το μήνυμα προς τους νέους δεν παύει να είναι ζωτικώτατον και ελπιδοφόρον. Τα προβλήματα των νέων αποτελούν διά τους Ειρηνοποιούς, και της Αγάπης μαθητάς, επιτακτικήν ανάγκην προς αντιμετώπισιν και λύσιν αυτών. Δεν λησμονούν τους νέους, οι οποίοι ζούν χωρίς την ελπίδα, κτυπημένοι από την απογοήτευσιν, την απελπισίαν, την ανεργίαν, την αδικίαν και την αναμονήν. Πολλοί νέοι αναζητούν την χαράν εις τα υλικά αγαθά, αλλ’ εις μάτην, διότι η επίδρασις από τους βεβαρυμένους καιρούς της αμηχανίας, ανησυχίας και αδιαφορίας, και γενικά από την secolarizzazione και την απομάκρυνσιν από την κανονικήν και φυσικήν ζωήν, δεν θα αφήσουν αυτούς να είναι ελεύθεροι και να διατηρήσουν ζώσαν την ελπίδα και θαρραλέαν την απόφασιν διά να πορευθούν προς τον ορθόν και γαλήνιον δρόμον της αληθινής ευτυχίας, της ευσυνειδήτου και ειρηνικής ζωής.
Την φωνήν των νέων οφείλει η Εκκλησία να ακούση και να προσφέρη εις αυτούς την αγάπην, την ταπείνωσιν, την ειρήνην, το φως, την αλήθειαν, τα οποία πηγάζουν από το Ευαγγέλιον και την Πατερικήν ζωήν. Οι νέοι εξ άλλου είναι η συνέχειά ημών, το μέλλον ημών, ο πολυτιμότατος θησαυρός του κόσμου. Ο άνθρωπος είναι τέκνον της Εκκλησίας, αύτη δε υπάρχει διά τον άνθρωπον και τον κόσμον. Η Εκκλησία πρέπει να διδάξη το κήρυγμα της αγάπης, της καταλλαγής, της ειρήνης, της δικαιοσύνης «ίνα ο κόσμος πιστεύση» (Ιωάν. 17,21).
Καί κλείω το ταπεινόν τούτο άρθρον, πρώτον, με τους λόγους του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: «Συν τοις άλλοις, προσφερετε (δηλαδή ο Πάπας Φραγκίσκος) εις τους Ορθοδόξους αδελφούς Σας την ελπίδα ότι επί των ημερών Σας η προσέγγισις των δύο μεγάλων αρχαίων Εκκλησιών ημών θα συνεχισθή οικοδομουμένη επί των στερεών θεμελίων της Κοινής ημών Παραδόσεως, ήτις ανέκαθεν ετήρει και ανεγνώριζεν εν τη δομή της Εκκλησίας Πρωτείον αγάπης, τιμής και διακονίας εν τω πλαισίω της συνοδικότητος, ώστε «εν ενί στόματι και μια καρδία» να ομολογήται ο εν Τριάδι Θεός και να διαχέηται η αγάπη Αυτού προς τον κόσμον» (30.11.2014). Καί δεύτερον, κλείω με τους λόγους του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, ο οποίος λαμβάνει το περιεχόμενον των λόγων του από το Διάταγμα της Δευτέρας Συνόδου του Βατικανού Unitatis Redintegratio: «… είναι υψίστης σημασίας να διατηρηθή και να υποστηριχθή η πλουσιοτάτη παρακαταθήκη των Εκκλησιών της ανατολής, όχι μόνον εις ο,τι αφορά τας λειτουργικάς και πνευματικάς παραδόσεις, αλλά επίσης την κανονικήν τάξιν, την οποίαν εθέσπισαν οι Άγιοι Πατέρες και αι Σύνοδοι, η τάξις δε αυτή ρυθμίζει τον βίον των Εκκλησιών αυτών». «Παναγιώτατε, είμεθα ήδη εν πορεία προς την πλήρη κοινωνίαν… Βεβαίως, εις τον μακρύν τούτον δρόμον ειμεθα ενισχυμένοι από την μεσιτείαν του αποστόλου Ανδρέου και του αδελφού του Πέτρου, θεωρούμενοι από την Παράδοσιν ως οι ιδρυταί των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης».
Πάντα ταύτα καταγεγραμμένα εις το Βιβλίον της Ιστορίας της αγάπης, της καταλλαγής και της συμφιλιώσεως των δύο Εκκλησιών, με κορωνίδα την υπόκλισιν του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου έμπροσθεν του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου όπως ευλογήση Αυτόν, τον Οποίον ευλόγησεν εις την κεφαλήν, πλουτίζουν την μαρτυρικήν πορείαν της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, η οποία ήρχισε προ 50 ετών, με την ιστορικήν Συνάντησιν των αοιδίμων Πατριάρχου Αθηναγόρου και Πάπα Παύλου ΣΤ΄ εις την Αγίαν Γην, και η οποία μαρτυρεί ότι το Φως Της, η Αλήθειά Της, η Αγάπη Της, η Πίστις Της, η Ελπίδα Της, είναι τα αιώνια σύμβολα και μηνύματα Αυτής προς τον άνθρωπον, ο οποίος είναι «Εικών του Θεού» και διά τον οποίον εγεννήθη, εσταυρώθη και ανέστη ο Σωτήρ ημών Χριστός, και γενικά προς τον κόσμον, τον οποίον η Εκκλησία οφείλει να προστατεύση, να περιθάλψη, να διδάξη, να φωτίση και να σώση».