Σφόδρα επικριτικός κατά των εν Αθήναις Ρωμαιοκαθολικών εμφανίζεται σε ανακοίνωσή του ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ με αφορμή την επερχόμενη ημερίδα με θέμα «Β’ Σύνοδος Βατικανού 50 χρόνια πίστης και ελπίδας» για την οποία σχολιάζει πως αποτελεί “αναγέννηση όλων των ευρωπαικών ουμανισμών, αναγέννησι πτωμάτων”.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Η Αρχιεπισκοπή των εν Αθήναις «Ρωμαιοκαθολικών» σε συνεργασία με τα «Ρωμαιοκαθολικά» Σχολεία συνδιοργανώνουν ημερίδα με θέμα: «Β΄ “Σύνοδος” Βατικανού 50 χρόνια πίστης και ελπίδας» στο αμφιθέατρο του Λεοντείου Λυκείου Πατησίων. Όπως ο τίτλος προαναγγέλλει θα επιδιωχθεί να εμφανισθεί το ψευδοσυνέδριο του Βατικανού (1962-1965) που επικαιροποίησε και ανέπτυξε στα χρόνια μας τις αιρέσεις και κακοδοξίες του εκπεσόντος Πατριαρχείου της Δύσεως με τους 16 όρους και διατάγματα του, εκκοσμικεύοντας πλήρως τον Παπισμό, ως δήθεν πνευματικό εφαλτήριο για την κατανόηση του συγχρόνου κόσμου και ως δήθεν έκφραση της συνειδήσεως της Εκκλησίας.
Επιμελώς όμως θα αποκρυβεί η πραγματικότης:
1. Ότι η Αλήθεια δεν είναι ιδεοληψία ή υποκειμενική προσέγγιση ή ζήτημα αριθμητικής υπεροχής αλλά ένσαρκος πραγματικότης που οντοποιείται στο πρόσωπο του τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου Ιησού Χριστού και επομένως καθίσταται αυταπόδεικτο το γεγονός ότι η Αλήθεια-πρόσωπο Ιησούς Χριστός και εις αποτελούν την πλειοψηφία έστω και αν απέναντι ευρίσκονται πολυεκατομμύρια άλλων, ως συμβαίνει με την παρασυναγωγή του Παπισμού και την ληστρική ψευδοσύνοδο του Βατικανού με τους 2.500 συνέδρους της.
2. Εν Συνόδω ευρισκόμεθα μόνο εντός της Εκκλησίας κοινωνούντες με το πρόσωπο του Χριστού διότι «η ζωή και οδός Χριστός» όπως ψάλλη η Εκκλησία και όπως ο ίδιος διεσάλπισε «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ΄6). Επομένως εν τη Οδώ ευρισκόμεθα μόνον κοινωνούντες με την Αλήθεια που είναι ο Χριστός και όχι με την αίρεση που είναι ο διάβολος.
Την πλέον ουσιώδη απάντηση στα πολλά που έχουν γραφεί γι΄ αυτήν την ληστρική ψευδοοικουμενική «σύνοδο» του Βατικανού και του Παπισμού και στα όσα θα ακουστούν κατά την Ημερίδα την δίδει ο σύγχρονος Άγιος της αδελφής Αγιοσαββιτικής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και καθηγητής της Δογματικής και Οικουμενικός Διδάσκαλος Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Ιουστίνος Πόποβιτς μέσα από τα κείμενά του: «Εδώ πρόκειται για αποφασιστικό δίλημμα και εκλογή: η ο Θεάνθρωπος ή ο άνθρωπος!
Απέναντί μας έχουμε ένα γέννημα του διαβόλου, που λέγεται ευρωπαικός ουμανισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού, είναι το να θέλει κανείς να γίνη καλός διά του κακού, να γίνη Θεός διά του διαβόλου. Η Β´ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννηση όλων των ευρωπαικών ουμανισμών, αναγέννησι πτωμάτων. Διότι από τότε, που ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών στον γήινο κόσμο, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Το ίδιο το δόγμα του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού, από του Βατικανού, που ανυψώθηκε σε δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σάρτρ. Μέσα στο ουμανιστικό πάνθεο της Ευρώπης, όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαικό Δία (τον πάπα).
Θεμέλιο κάθε ουμανισμού, ακόμη και του Βατικανού, είναι η υψηλοφροσύνη, η πίστη στον λόγο του ανθρώπου, στο νού και τη λογική του. Όλοι οι ουμανισμοί επαναφέρουν τον άνθρωπο στην ειδωλολατρία, στον διπλό θάνατο, πνευματικό και φυσικό. Καθώς απομακρύνεται από τον Θεάνθρωπο, ο κάθε ουμανισμός μετατρέπεται σιγά-σιγά σε μηδενισμό. Έτσι, στην ευρωπαική Δύση ο Χριστιανισμός μεταβλήθηκε βαθμιαίως σε ουμανισμό.
Μακρόχρονα και επίμονα στένευαν τον Θεάνθρωπο και στο τέλος τον μίκρυναν σε άνθρωπο, στον αλάθητο άνθρωπο της Ρώμης και τον όχι λιγώτερο αλάθητο άνθρωπο του Βερολίνου. Με την μετατροπή αυτή, εμφανίσθηκε από το ένα μέρος ο δυτικός χριστιανο–ουμανιστικός μαξιμαλισμός (ο παπισμός) και από το άλλο ο δυτικός χριστιανο–ουμανιστικός μινιμαλισμός (ο προτεσταντισμός), ο οποίος από τον Χριστό ζητεί το ελάχιστο, συχνά δε και τίποτε. Καί στους δύο σαν ύψιστη αξία και έσχατο κριτήριο τοποθετείται ο άνθρωπος στην θέση του Θεανθρώπου, με συνέπεια, ο δυτικός Χριστιανισμός να μεταβληθή σε ουμανισμό. Αυτή η αντικατάσταση του Θεανθρώπου από τον άνθρωπο εκδηλώθηκε πρακτικά στην προφανή αντικατάσταση της χριστιανικής θεανθρωπίνης μεθοδολογίας από την ανθρώπινη μεθοδολογία.
Από εδώ εκπηγάζουν το αριστοτελικό φιλοσοφικό πρωτείο στον σχολαστικισμό, η καζουιστική μέθοδος και η ιερά εξέτασις στην ηθική, η παπική διπλωματία στις διεθνείς σχέσεις, το παπικό κράτος κ.λπ. Η φυσική συνέχεια είναι να σκέπτονται σήμερα στην Ευρώπη να αντικαταστήσουν τον ουμανιστικό χριστιανισμό με την παλαιά πολυθειστική θρησκεία, πράγμα που έχει αρχίσει ήδη να γίνεται.
Σε μία ευρεία ιστορική προοπτική, το δυτικό δόγμα του αλαθήτου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια να αναζωογονηθεί και διαιωνισθεί ο θνήσκων ευρωπαικός ουμανισμός και κατ᾽ επέκτασιν ο πολιτισμός. Κάθε προσπάθεια και απόπειρα να εξισωθεί ο Χριστιανισμός με το πνεύμα του παρόντος αιώνος, με τις φευγαλέες κινήσεις κάποιων ιστορικών εποχών, και επίπλέον με πολιτικά κόμματα η καθεστώτα, αφαιρεί από τον Χριστιανισμό εκείνη την ειδοποιό αξία, που τον καθιστά μοναδική θεανθρωπίνη θρησκεία μέσα στον κόσμο.
Διά μέσου πολλών και διαφόρων ανθρώπων μάχεται ο Σατανάς κατά του Χριστού : διά του Ηρώδου, και του Νέρωνος, αλλά πολύ φοβερώτερα από τον Νέρωνα διά του Αρείου. Βγαίνοντας από τον θεοκτόνο και αυτοκτόνο Ιούδα ο Σατανάς, εισήλθε στον Άρειο!
Τι είναι στην πραγματικότητα ο Αρειανισμός; Από που κατάγεται; Με το μεταφυσικό είναι του ριζώνει στον σατανισμό και με την ψυχολογική του πλευρά στον ορθολογισμό. Είναι μία απόπειρα να αντικαταστήσουν οι ορθολογιστικοί νόμοι (οι κατηγορίες) της λογικής του Αριστοτέλους τους χριστιανικούς νόμους του Αγίου Πνεύματος. Ο NEWMAN έχει δίκιο, όταν λέει : «Ο Αριστοτέλης είναι ο επίσκοπος των Αρειανών»! (ΤΗΕ ARIANS OF THE FOURTH CENTURY, σ. 31). Κάθε αίρεσις είναι γέννημα του διαβόλου. Ο Άγιος Αθανάσιος το υπογραμμίζει εμφαντικά : «Δημιουργός των αιρέσεων είναι ο διάβολος».
Ο Αρειανισμός δεν τάφηκε ακόμη. Σήμερα είναι περισσότερο της μόδας παρά ποτέ άλλοτε και έχει διαδοθεί περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Έχει διαδοθή ως ψυχή στο σώμα της συγχρόνου Ευρώπης. Εάν κοιτάξετε στην κουλτούρα της Ευρώπης, στο βάθος της θα δείτε κρυμμένο τον αρειανισμό.
Με τη ζύμη του αρειανισμού έχει ζυμωθή και η φιλοσοφία της Ευρώπης, και η επιστήμη της και ο πολιτισμός της και, εν μέρει, και η θρησκεία της. Τόσο ο Παπισμός, όσο και ο Προτεσταντισμός κατώρθωσαν να δηλητηριάσουν με τον χυδαίο αρειανισμό τις μεγάλες μάζες της Ευρώπης. Μπορεί να αλλάζει εξωτερικά ο αρειανισμός, όπως ο χαμαιλέων, στην ουσία όμως είναι πάντοτε ο ίδιος.
Καί με όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του το ανθρώπινο γένος εσφυρηλάτησε για τον εαυτό του μία υπέρτατη θεότητα, την οποία λάτρευσε ως υψίστη αξία και το ύψιστο κριτήριο των πάντων. Η υπέρτατη αυτή θεότης είναι : «μέτρον πάντων άνθρωπος». Όλοι οι ευρωπαικοί ανθρωπισμοί, από τον πλέον πρωτόγονο μέχρι τον πιο εξευγενισμένο, από του φετιχιστικού μέχρι του παπικού, όλοι βασίζονται πάνω στην πίστη προς τον άνθρωπο, όπως είναι αυτός μέσα στην δεδομένη ψυχοφυσική του εμπειρική κατάσταση και ιστορικότητα. Έτσι ανυψώθηκε σε δόγμα ο ειδωλολατρικός ουμανισμός και πρωτίστως ο ελληνικός. Ανυψώθηκε σε δόγμα η παναξία, το παγκριτήριο της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού, της ποιήσεως, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της πολιτικής επιστήμης : «μέτρον πάντων άνθρωπος»!
Έξω, όμως, από τον Θεάνθρωπο δεν υπάρχει άνθρωπος, άλλα πάντοτε υπάνθρωπος η ημιάνθρωπος η μη άνθρωπος. Χωρίς τον Θεάνθρωπο, ο άνθρωπος κινδυνεύει να καταντήσει διαβολοειδής, διότι η αμαρτία είναι συγχρόνως και δύναμη και εικόνα του διαβόλου. Ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι στην ουσία του διαβολοκεντρισμός, διότι και οι δύο ένα πράγμα επιδιώκουν : να ανήκουν μόνο στον εαυτό τους, για τον εαυτό τους.
Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό και λογικό μεταξύ ενός τέτοιου κόσμου, ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται», και του ανθρώπου, που ακολουθεί τον Θεάνθρωπο Χριστό, να μη υπάρχη κανενός είδους συμβιβασμός! Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν αλλάζει την πίστι της και τα μέσα του αγώνος της εναντίον του κάθε είδους αρειανισμού. Όπως δε ενίκησε τον παλαιό αρειανισμό, έτσι νικά και κάθε αρειανισμό, και τον σύγχρονο ευρωπαικό αρειανισμό»
Μεγάλη ώθηση έδωσε η Β΄ «σύνοδος» του Βατικανού στη διαθρηκειακή «κατανόηση» ή καλύτερα στην πανθρησκειακή ενότητα. Γράφει η «σύνοδος» για τις σχέσεις του παπισμού προς τις μη χριστιανικές κοινότητες στη διακήρυξη Nostra Aetate, η οποία θέλει να προωθήσει το διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ των μεγάλων θρησκειών για τη δικαιοσύνη και την ειρήνη στον κόσμο : «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα…, τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους.
Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ’ όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη. Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επιπλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει.
Γι’ αυτό αποδίδουν σημασία στη ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία»1. Το πόσο έωλες και ανόητες είναι αυτές οι θέσεις το αποδεικνύει η Ιστορία και το ίδιο το Κοράνιο διότι το Ισλάμ δεν είναι τίποτε άλλο από την επιβίωση του Αρειανισμού, την άρνηση και βλασφημία του αληθινού και Τριαδικού Θεού, την άρνηση της θεότητος του ενσαρκωθέντος Υιού και Λόγου, την στρέβλωση όλης της θείας αποκαλύψεως και βέβαια την δεινή βλασφημία ότι οι σφαγές, οι δηώσεις, οι εξανδραποδισμοί και ο ιερός πόλεμος (τζιχάντ) είναι δήθεν εντολή του Θεού. Προς πλήρη απόδειξη σχετικά εδάφια εκ του Κορανίου: Κεφ. 8 στ. 17 «Δεν φονεύετε εσείς αυτούς αλλά ο Θεός. Όταν ακοντίζεις δεν είσαι εσύ που ακοντίζεις είναι αυτός ο Θεός για να δοκιμάσει τους πίστούς διά λαμπράς δοκιμασίας», Κεφ. 47, στ. 4 «Όταν συναντάτε τους απίστους φονεύετε και κατασφάζετε συγκρατούντες στερεά τα δεσμά του αιχμαλώτου», Κεφ. 5, στ. 19 «άπιστοι είναι οι λέγοντες ότι ο Μεσσίας ο Υιός της Μαριάμ είναι Θεός.
Πες σε αυτούς ποιός μπορεί να αναχαιτίσει τον Θεό εάν αυτός θελήση να καταστρέψει τον Μεσσία Υιό της Μαριάμ και την μητέρα του και πάντα τα όντα της γης».
Το Διάταγμα «Unitatis Redintegratio» της Β΄ Βατικανής «συνόδου» άνοιξε τις πόρτες στη συνεργασία με τις άλλες θρησκείες, ιδιαίτερα προς τον ιουδαισμό, παρά την έντονη αντίδραση μιάς μειοψηφίας. Ειδικότερα, η «σύνοδος» ζητούσε να αλλάξει η αρνητική ή εχθρική στάση του Παπισμού απέναντι στους Εβραίους1 την στιγμή κατά την οποία ο Ιουδαισμός ανασταυρώνει αμεταμελήτως και καθυβρίζει χυδαία σε κάθε μετρητή στιγμή του χρόνου τον ενσαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού και Σωτήρα του κόσμου με την ουσιαστική αντικατάσταση της Τορά (Πεντάτευχος) από το δαιμονικό Ταλμούδ και την σατανιστική Καμπάλα.
Είναι γνωστό, ότι για να προωθηθεί ο παπικός οικουμενισμός, στηρίζεται στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής «συνόδου» και συγκεκριμένα στο «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» (Unitalis redintegradio) και στην μεταγενέστερη παπική εγκύκλιο του 1995 του «πάπα» Ιωάννη Παύλου Β΄, «Ίνα ώσιν εν» (Ut unum sint).
Η εκτενής αυτή παπική εγκύκλιος διαιρείται σε τρία βασικά κεφάλαια με εισαγωγή και με προτρεπτικό επίλογο. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στο οικουμενικό χρέος του Παπισμού (;) (L’engagement œcumιnique de l’ Eglise catholique). Το δεύτερο κεφάλαιο αξιολογεί τους καρπούς των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως (Les fruits du Dialogue). Το τρίτο κεφάλαιο αναζητεί μία αποτελεσματικότερη οδό Διαλόγου για την επίσπευση της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών «Εκκλησιών» (Quanta est nobis via).
Καί τα τρία κεφάλαια αξιοποιούν με μεγάλη συχνότητα τις σχετικές αποφάσεις της Β’ Βατικανής «συνόδου» και ειδικώτερα το διάταγμα για τον Οικουμενισμό (Unitalis redintegradio), τις κωδικοποιημένες σχετικές οδηγίες του παπικού «Οδηγού για τον Οικουμενισμό» (Directoire… sur l’ œcumenisme), τις συναφείς παπικές εγκυκλίους κ.α1.
Αναπόσπαστο μέρος των αποφάσεων της Β΄ Βατικανής «συνόδου» αποτελεί και το Διάταγμα «Orientalium Ecclesiarum», το «Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», τις ουνιτικές δηλαδή, τις οποίες αναγνωρίζει και προασπίζεται με κάθε επισημότητα, με πρόθεση να αναβαθμίσει το ρόλο τους μέσα στην «Καθολική Εκκλησία»2. Πρόκειται για την γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύο παραδόσεων, την ενότητα εν τη ποικιλία, η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον και στις μέρες μας. Ενότητα δηλ., όχι στην πίστη και την αλήθεια, αλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση, ουσιαστικά, της Ορθοδοξίας στον παπισμό, χωρίς αυτός να αποβάλει καμμία από τις αιρετικές πλάνες του.
Από τις αποφάσεις της Β’ Βατικανής «συνόδου» διαπιστώνουμε ότι, εκτός από κάποια ανώδυνα και επιφανειακά ανοίγματα του Βατικανού προς τους Ορθοδόξους, το Πρωτείο και το Αλάθητο όχι μόνον δεν περιορίζονται ή τουλάχιστον αποσιωπούνται, αλλά ενισχύονται έναντι της Α’ Βατικανής «συνόδου».
«Η Β’ Βατικάνειος Σύνοδος… δεν παρέλειψε να εξάρη και ενισχύση ακόμη περισσότερον και το παπικόν αξίωμα, μέχρι του σημείου μάλιστα ώστε υπό τινων υμνητών αυτού εν τη Συνόδω εδημιουργήθη η υπόνοια ότι κεφαλή της Εκκλησίας δεν είναι πλέον ο Χριστός, αλλ’ ο Πέτρος και μέσω αυτού ο Πάπας»1. Όσον αφορά τα ανοίγματά της, «πρόκειται περί μεταβολής της εξωτερικής πολιτικής και εμφανίσεως της «Εκκλησίας» της Ρώμης, ουχί δε περί εσωτερικής μεταβολής εν τη διδασκαλία αυτής»2. Την αμετακίνητη εμμονή του Παπισμού στα δόγματά του βεβαιώνουν κατά καιρούς οι «Πάπες» της Ρώμης. Ο πρωτεργάτης και εμπνευστής της Β΄ Βατικανής «συνόδου» «Πάπας» Ιωάννης ΚΓ΄ στην Εγκύκλιο Επιστολή του «Ad Petri Cathedram» δίνει τον σκοπό της «συνόδου» και λέει : «Ασφαλώς θα αποτελέσει θαυμαστήν μαρτυρίαν αληθείας, ενότητος και αγάπης, ως ελπίζομεν, διά όσους διατελούν εν διαστάσει μετά της Αποστολικής Έδρας, της Ρώμης, και θα είναι ευχάριστος η πρόσκλησις προς αναζήτησιν της ενότητος υπέρ της οποίας ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απέτεινε θερμήν ευχήν προς τον Ουράνιον του Πατέρα»3.
Ο «Πάπας» Παύλος ΣΤ’ με την πρώτη, μετά την εκλογή του, εγκύκλιο «Ecclesi amsuam» (6/8/1965) διαρκούσης της Β’ Βατικανής δήλωνε : «Απατώνται όσοι πιστεύουσιν, ότι ημείς θα αποστώμεν των προνομίων ημών, τα οποία θεόθεν εδόθησαν διά του αποστόλου Πέτρου»1. Καί ο «Πάπας» Ιωάννης-Παύλος Β’ με την εγκύκλιό του «Lumen Orientalis» (25/3/1995) κινείται στην ίδια γραμμή, όπως σχολιάζει ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Παναγόπουλος: «Η εγκύκλιος επανέρχεται με αδιαλλαξία και ακαμψία στις διακηρύξεις περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής «συνόδου»… Κάθε συζήτηση για την εκκλησιαστική ενότητα προϋποθέτει την άνευ όρων αποδοχή του Παπικού πρωτείου, το οποίο ο Θεός ίδρυσε “ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιο ενότητας»2. Παρόμοιες θέσεις διατυπώνονται και στην Παπική Εγκύκλιο «Ut Unum Sint» (Ίνα ώσιν εν).
Αυτά ασφαλως δεν θα ακουσθούν στην παραπάνω ημερίδα γι’ αυτό κρίναμε αναγκαίο να υπογραμμισθούν για να συνεννοούμεθα.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ