Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ / 7 – 19 – 7 Παρετήρουν δέ οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι ει εν τώ σαββάτω θεραπεύσει, ίνα εύρωσι κατηγορίαν αυτού. 8 αυτός δέ ήδει τούς διαλογισμούς αυτών, καί είπε τώ ανθρώπω τώ ξηράν έχοντι τήν χείρα Έγειρε…
καί στήθι εις τό μέσον ο δέ αναστάς έστη. 9 είπεν ούν ο Ιησούς πρός αυτούς Επερωτήσω υμάς τί έξεστι τοίς σάββασιν, αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι, ψυχήν σώσαι ή αποκτείναι; 10 καί περιβλεψάμενος πάντας αυτούς είπεν αυτώ Έκτεινον τήν χείρά σου. ο δέ εποίησε, καί απεκατεστάθη η χείρ αυτού ως η άλλη. 11 αυτοί δέ επλήσθησαν ανοίας, καί διελάλουν πρός αλλήλους τί άν ποιήσειαν τώ Ιησού. 12 Εγένετο δέ εν ταίς ημέραις ταύταις εξήλθεν εις τό όρος προσεύξασθαι καί ήν διανυκτερεύων εν τή προσευχή τού Θεού. 13 καί ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησε τούς μαθητάς αυτού, καί εκλεξάμενος απ αυτών δώδεκα, ούς καί αποστόλους ωνόμασε, 14 Σίμωνα, όν καί ωνόμασε Πέτρον, καί Ανδρέαν τόν αδελφόν αυτού, Ιάκωβον καί Ιωάννην, Φίλιππον καί Βαρθολομαίον, 15 Ματθαίον καί Θωμάν, Ιάκωβον τόν τού Αλφαίου καί Σίμωνα τόν καλούμενον Ζηλωτήν, 16 Ιούδαν Ιακώβου καί Ιούδαν Ισκαριώτην, ός καί εγένετο προδότης, 17 καί καταβάς μετ αυτών έστη επί τόπου πεδινού, καί όχλος μαθητών αυτού, καί πλήθος πολύ τού λαού από πάσης τής Ιουδαίας καί Ιερουσαλήμ καί τής παραλίου Τύρου καί Σιδώνος, οί ήλθον ακούσαι αυτού καί ιαθήναι από τών νόσων αυτών, 18 καί οι οχλούμενοι από πνευμάτων ακαθάρτων, καί εθεραπεύοντο 19 καί πάς ο όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ αυτού εξήρχετο καί ιάτο πάντας.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ/ 1 – 1
1 Συγκαλεσάμενος δέ τούς δώδεκα μαθητάς αυτού έδωκεν αυτοίς δύναμιν καί εξουσίαν επί πάντα τά δαιμόνια καί νόσους θεραπεύειν
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 16 – 22
16 Ο ακούων υμών εμού ακούει, καί ο αθετών υμάς εμέ αθετεί ο δέ εμέ αθετών αθετεί τόν αποστείλαντά με. 17 Υπέστρεψαν δέ οι εβδομήκοντα μετά χαράς λέγοντες Κύριε, καί τά δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τώ ονόματί σου. 18 Είπε δέ αυτοίς Εθεώρουν τόν σατανάν ως αστραπήν εκ τού ουρανού πεσόντα. 19 ιδού δίδωμι υμίν τήν εξουσίαν τού πατείν επάνω όφεων καί σκορπίων καί επί πάσαν τήν δύναμιν τού εχθρού, καί ουδέν υμάς ου μή αδικήση. 20 πλήν εν τούτω μή χαίρετε, ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται χαίρετε δέ ότι τά ονόματα υμών εγράφη εν τοίς ουρανοίς. 21 Εν αυτή τή ώρα ηγαλλιάσατο τώ πνεύματι ο Ιησούς καί είπεν Εξομολογούμαί σοι, πάτερ, κύριε τού ουρανού καί τής γής, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών καί συνετών, καί απεκάλυψας αυτά νηπίοις ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου. 22 καί στραφείς πρός τούς μαθητάς είπε Πάντα μοι παρεδόθη υπό τού πατρός μου καί ουδείς επιγινώσκει τίς εστιν ο υιός, ει μή ο πατήρ, καί τίς εστιν ο πατήρ, ει μή ο υιός καί ώ εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ / 7 – 19
7 Τον κατεσκόπευον δε οι γραμματείς και Φαρισαίοι, εάν κατά το Σαββατον θα θεραπεύση αυτόν, δια να εύρουν αφορμή κατηγορίας ενάντιον του. 8 Αυτός δε ως παντογνώστης εγνώριζε πολύ καλά τους διαλογισμούς των και είπε στον άνθρωπον, που είχε το ξηρόν χέρι· σήκω ορθός και στάσου στο μέσον της συναγωγής. Εκείνος δε εσηκώθη και εστάθη. 9 Είπε τότε προς τους Φαρισαίους ο Ιησούς· θα σας ερωτήσω, τι επιτρέπεται να κάμη κανείς τας ημέρας του Σαββάτου· να κάμη το καλόν η να κάμη το κακόν; Να σώση μίαν ζωήν που κινδυνεύει η να αδιαφορήση και να γίνη αιτία του θανάτου ενός ανθρώπου; 10 Και αφού περιέφερε γύρω το βλέμμα του προς όλους (μήπως τυχόν και κανείς απαντήση) είπεν στον άνθρωπον εκείνον· άπλωσε το χέρι σου. Εκείνος έκαμε ο,τι του είπε ο Κυριος και αμέσως το χέρι του έγινε εντελώς υγιές, όπως και το άλλο. 11 Αυτοί δε εκυριεύθησαν από σκοτισμόν του νου και πώρωσιν της καρδίας και συζητούσαν εντόνως μεταξύ τους, τι θα μπορούσαν να κάνουν ενάντιον του Ιησού. 12 Κατά τας ημέρας δε αυτάς εβγήκεν ο Κυριος στο όρος να προσευχηθή και διενυκτέρευσε προσευχόμενος προς τον Θεόν. 13 Και όταν έγινε ημέρα εκάλεσε κοντά του τους μαθητάς του και εξέλεξε από αυτούς δώδεκα, τους οποίους ωνόμασε και Αποστόλους. 14 Δηλαδή τον Σιμωνα, τον οποίον ωνόμασε Πετρον, και τον Ανδρέα τον αδελφόν αυτού, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον Φιλιππον και τον Βαρθολομαίον, 15 τον Ματθαίον και τον Θωμάν, τον Ιάκωβον, τον υιόν του Αλφαίου και Σιμωνα τον ονομαζόμενον Ζηλωτήν, 16 Ιούδαν τον υιόν του Ιακώβου και Ιούδαν τον Ισκαριώτην, ο οποίος κατόπιν έγινε προδότης. 17 Και όταν κατέβηκε μαζή με αυτούς από το όρος εστάθηκε εις τας υπωρείας του όρους, όπου ήρχιζε η πεδιάς. Και εκεί είχε συγκεντρωθή πλήθος από μαθητάς και λαός πολύς από όλην την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ και από τα παράλια Τυρου και Σιδώνος, οι οποίοι ήλθαν να τον ακούσουν και να θεραπευθούν από τας ασθενείας των. 18 Είχαν έλθει δε εκεί και πολλοί, που εταλαιπωρούντο από ακάθαρτα πνεύματα και οι οποίοι με την δύναμιν του Χριστού εθεραπεύοντο. 19 Και όλος ο λαός εζητούσε να τον εγγίση, διότι θεία δύναμις έβγαινε από αυτόν και εθεράπευεν όλους, όσοι είχαν πίστιν εις αυτόν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ/ 1 – 1
1 Αφού δε εκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του, έδωσεν εις αυτούς δύναμιν και εξουσίαν επί όλων των δαιμονίων, καθώς επίσης και να θεραπεύουν ασθενείας.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 16 – 22
16 Εκείνος που υπακούει εις σας, υπακούει εις εμέ και εκείνος που παρακούει σας, παρακούει εμέ· εκείνος δε που παρακούει εμέ, παρακούει τον Θεόν, που με έστειλε σωτήρα στον κόσμον. 17 Εγύρισαν από την περιοδείαν των οι εβδομήκοντα με χαράν μεγάλην και έλεγαν· Κυριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται εις ημάς, μόλις επικαλεσθούμε το όνομά σου. 18 Είπε δε εις αυτούς· από τότε που ήρχισα το έργον μου έβλαπα τον σατανάν να απογυμνώνεται από την τυραννικήν του εξουσίαν και να κρυμνίζεται συντετριμμένος με ταχύτητα αστραπής από τα ύψη της κυριαρχίας του. 19 Ιδού εγώ τώρα σας δίδω την εξουσίαν να πατήτε επάνω εις φίδια και σκορπιούς, να ποδοπατήτε και να εξουθενώνετε όλην την δύναμιν του εχθρού, δηλαδή του διαβόλου, και τίποτε από όσα αυτός ενάντιον σας πανουργεύεται και εφευρίσκει δεν θα σας αδικήση η βλάψη. 20 Πλην, μη χαίρετε στούτο μόνον, στο ότι δηλαδή και τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται εις σας, κυρίως πρέπει να χαίρετε και να ευφραίνεσθε, διότι τα ονόματα σας έχουν γραφή στους ουρανούς, εις την βασιλείαν του Θεού. 21 Αυτήν δε την ώραν ησθάνθη ο Ιησούς βαθυτάτην και ζωηροτάτην χαράν εις την ψυχήν και την καρδίαν του και είπε· Σε ευχαριστώ και σε δοξολογώ, Πατερ, Κυριε του ουρανού και της γης, διότι με δικαιοσύνην και αγαθότητα ενεργών, έκρυψες τας υψηλάς αυτάς αληθείας της πίστεως από εκείνους που θεωρούνται σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσες αυτάς εις απλοϊκούς και αφελείς ανθρώπους τους μαθητάς μου, που φαίνονται σαν νήπια εμπρός στους σοφούς του κόσμου. Ναι Πατερ, διότι αυτή ήτο η αγαθή και δικαίας θέλησίς σου. 22 Και αφού εστράφη προς τους μαθητάς είπε· όλα μου έχουν παραδοθή από τον Πατέρα μου. Επήρα και ως άνθρωπος από αυτόν κάθε εξουσίαν. Επειδή δε είμαι και Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς και τελείως ποίος είναι ο Υιός, παρά μόνον ο Πατήρ. Και κανείς δεν γνωρίζει πλήρως και τελείως τον Πατέρα, παρά μόνον ο Υιός, εν μέρει δε τον γνωρίζει και εκείνος, στον οποίον ο Υιός ήθελε τον αποκαλύψει.