ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ – Αν δεν επιτρέψει αυτόν τον πόλεμο ο Θεός, το είδος μας δεν θα έχει λόγο υπάρξεως στη γη, εκεί που κατήντησε…
ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΛΥΦΩΤΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Η ΑΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ
Εκ των προτέρων ζητώ συγγνώμη για τις ατέλειες του λόγου μου. Δεν είναι δυνατόν να κοιτάζεις τον ήλιο και να μπορέσεις να χωρέσεις το φως του η να περιγράψεις επαρκώς το μεγαλείο του. Χαίρεσαι το φως και δεν φιλοσοφείς για το «πως». Ο ήλιος σαν σφαίρα είναι απλησίαστος.
Σαν ενέργεια είναι ζωοπάροχος. Κάτι τέτοιο ήταν και η θαυμαστή μας Γερόντισσα. Ανεξιχνίαστος ήλιος σαν ύψος και βάθος πνευματικό. Ζωοδότρα δύναμη σαν κοινωνία αγάπης και πρόξενος έμπνευσης και χαράς. Δεν είχε εξωτερικές ταμπέλες που να μοστράρουν την ευσέβειά της. Της ήταν αηδιαστικές οι μεγαλοστομίες οι θρησκευτικές.
Δεν ήθελε ποτέ να ποζάρει στην αντίληψη των άλλων σαν κάτι σπουδαίο και ξεχωριστό. Ένοιωθε η τελευταία και εκλιπαρούσε για την προσευχή των άλλων και το έλεος του Θεού. Αν αγιότητα είναι η μετατροπή της φιλαυτίας σε φιλοθεία και φιλανθρωπία, τότε, αυτή η γυναίκα το πέτυχε απόλυτα. Ζούσε για τους άλλους και ήταν νεκρή για τον εαυτό της!
Τα μεγαλύτερα χαρίσματά της ήταν η ορθή πίστη, ο διάπυρος θείος έρωτας, η απόλυτη ακατακρισία, η μέχρι ακτημοσύνης ελεημοσύνη (πάντα μυστικά), η γνώση της Αγίας Γραφής, η ασύγκριτη ταπεινοφροσύνη, η παννύχια στάση της στην προσευχή, η θυσιαστική προς όλους αγάπη της. Ακολουθεί η εκπληκτική διόραση και προόρασή της, σε βαθμίδα Αγίου Πορφυρίου, η θαυματουργός της δύναμη, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Τα τελευταία αυτά χαρίσματα δεν σημαίνουν τίποτα χωρίς τα πρώτα. Άλλωστε πολλοί «χαρισματούχοι» θα βρεθούν στην κόλαση. Μην ξενίζεσθε. Το λέγει ο Κύριος σε κάποιους που του χτυπούν την πόρτα με την άνεση των χαρισματικών επιτευγμάτων: «ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν; Ου τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν;» (Ματθ. Ζ΄21-23) και η απάντηση του Δικαιοκρίτου: «και τότε ομολογήσω αυτοίς, ότι ουδέποτε έγνω υμάς. Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Λουκ. ΙΓ΄27).
Η πολυχαρισματική όντως Γερόντισσα, τα γνώριζε αυτά και δεν οικειοποιήθηκε ποτέ κανένα από τα κολοσσιαία χαρίσματα που της έδωσε ο Θεός. Δεν εκμεταλλεύθηκε τα χαρίσματά της για στρατονισμό οπαδών, εκρύβονταν επιμελώς και αποκαλύπτονταν θαυμαστώς. Εκλιπαρούσε τους πάντες για ευχές ιλαστήριες για την «άθλια» ψυχή της, είχε συζευχθεί με την μετάνοια, ήταν το ισόβιο γνώρισμά της, αγαπούσε αυτό-εξουθενωτικά τους ανθρώπους αλλά τους απέφευγε, ειδικά όσο ήταν στα πόδια της, λόγω ταπείνωσης, όταν διέκρινε περιέργεια η θαυμασμό. Δεν ήθελε -όπως έλεγε- πλάνες εντυπώσεις για το πρόσωπό της, τα έδωσε όλα στους άλλους, δεν κράτησε τίποτα περισσότερο από τον Χριστό για τον εαυτό της, και ο μόνιμος ένοικος της καρδιάς της, της τα έδωσε όλα και την «ύψωσε κατ’ ενώπιον πάντων των υιών Ισραήλ» (Ιησ. Ν. Γ΄7) και «εποίησε αυτή όνομα κατά το όνομα των μεγάλων» (Α΄ Παραλ. ΙΖ΄8).
Έλεγε: «δεν μας σώζουν βρε παιδιά αυτά που κάνει μέσα από εμάς ο Θεός, αλλά μας σώζουν όσα εμείς κάνουμε διά του Θεού»!!! Ο Θεός, έλεγε, και μέσω ενός γαιδάρου μπορεί να ενεργήσει. Γνωστή η περίπτωση της όνου του Βαλαάμ. Μπορεί και μέσω ενός βλάσφημου να προφητεύσει. Δείτε τον Καιάφα τον θεοκτόνο Αρχιερέα. Αυτά είναι δικά Του δώρα. Για τα δικά Του δώρα περιμένετε ανταμοιβή; Του χρωστάμε που χρησιμοποιεί εμάς τον πηλό για να φανερώσει τις πατημασιές Του. Δεν μας χρωστάει. Μας σώζουν όσα κάνουμε εμείς με την βοήθεια του Θεού.
Η μετάνοια! Τι δεν έλεγε για την μετάνοια! Η εγκράτεια! Η προσευχή! Η προσοχή! Η αγάπη! Η ανεξικακία! Η ακατακρισία! Η νηστεία! Η κρυφή ελεημοσύνη! Η πραότητα! Η θεοσέβεια! Η Φιλαδελφία!
Με μία λέξη, έλεγε, μας σώζει η μίμηση του Χριστού! Η αρετή! Έλεγε, δηλαδή, όσα δίδασκε και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γι’ αυτά τα πράγματα: «τα μεν σημεία πολλάκις έτερον ωφέλησε, τον δε έχοντα παρέβλαψεν εις απόνοιαν επάραντα και κενοδοξίαν, η και ετέρω τινι τρόπω. Επί δε των έργων ουδέν τοιούτον υποπτεύσαι ένι, αλλά και τους μετιόντας αυτά και ετέρους πολλούς ωφελεί. Ταύτα τοίνυν μετά πολλής της επιμελείας επιτελούμεν» (Ε.Π.Ε. 10, 414).
Το μεγαλύτερο χάρισμα κατά τον Απόστολο Παύλο είναι η αγάπη. «Κρείττον χάρισμα» την επονομάζει και «οδόν καθ’ υπερβολήν» (Α΄ Κορ. ΙΒ΄31). Δύσκολος δρόμος. Αλλά και ο γνησιότερος. Η αγάπη δεν είναι απάτη. Είναι η ταύτιση με τον Χριστό. Ας ακούσουμε και πάλι τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «τούτο το χάρισμα ουχί ένι, ουδέ δευτέρω, αλλά πάσιν έξεστιν έχειν. Έξεστιν υμίν μείζον χάρισμα έχειν του τους νεκρούς ανιστάν και τυφλούς ομματούν. Ποιο τούτο το χάρισμα; Η αγάπη» (Ε.Π.Ε. 24, 284).
Τέτοια αγάπη είχε η χαρισματική Γερόντισσα. Αυτήν την αγάπη, που «ουδέποτε εκπίπτει». Σήμερα εκθειάζουν πολλοί την αγάπη. Ποια αγάπη όμως; Τον ερωτισμό στα πάθη τους. Μία αγάπη που πανεύκολα εκπίπτει και μεταποιείται κιόλας σε εκδίκηση και ακόρεστο μίσος. Η αγάπη που δεν εκπίπτει, «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» κατά τον Απόστολο Παύλο, έρχεται, όσο αδειάζεις με το φτυάρι της άσκησης, εξακολουθητικά την καρδιά σου, από κάθε ακαθαρσία. Είναι η αγάπη του Χριστού, γεμάτη ανιδιοτέλεια και θυσία. Είναι η αγάπη που είναι καρπός και αποτέλεσμα απαθείας. Έχει θυσία και ανιδιοτέλεια. Δεν έχει συμφέρον και λαγνεία. Δεν είναι ο ροζουλός αγαπουλισμός των νεοπατερικών της Θεολογίας. Η Γερόντισσα, ενώ ήταν ήδη κυρτωμένη και με αλλοιώσεις φοβερές στα οστά, καθόταν και άκουε προβλήματα. Ταυτιζόταν με τον πόνο και την χαρά των άλλων. Ξενυχτούσε προσευχόμενη για «ένα έκαστον» και «παγγενεί τον Αδάμ». Είχε αγάπη Χριστοειδή, που όντως δεν εκπίπτει. Αυτή, μαζί με την ταπείνωση, ήταν τα μεγαλύτερα χαρίσματά της. Και η γονική φύτρα όλων των άλλων θαυμαστών δωρεών με τις οποίες πλουσιόδωρα την προικοδότησε ο Θεός. Πήγαινες εξουθενωμένος κοντά της και έφευγες παραδεισένιος από την ομορφιά και την ευωδιά της αγάπης της.
Πήγαινες βεβαρυμένος από την οξύτητα των προβλημάτων και έφευγες αναπτερωμένος από την γλυκύτητα, την θαλπωρή, την οσμή ζωής που ανέπνεες. Δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό και όμως καταλάβαινες πως ζούσες σε τόπο μοναδικό. Κάποτε είπε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (που τελευταία μελετώ): «σχισθείην εις μυρίους»! Είθε, δηλαδή, να μπορούσα να γίνω μυριάδες κομμάτια, για να προσφέρω ισομερώς την αγάπη μου σε όλον τον κόσμο. Αυτό βλέπαμε και στην ανήμπορη σωματικά αλλά ακαταπόνητη ψυχικά Αγία Γερόντισσα! Αναρωτήθηκα πολλές φορές, πως άντεχε να είναι μοναδική για τον καθένα, μέσα σε τόσο λαό που αποζητούσε την μητρική αγκαλιά της; Ειδικά τα χρόνια που ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι και εγκεφαλικά δυσλειτουργούσε; Και δεν ήταν ένας και δύο… μία Κυριακή ήταν περί τους διακόσιους προ κορονοιού. Και όμως! Ενώ καταπονούνταν οι περί αυτήν, η ίδια θαλερότατη προσλάμβανε αγαπητικά και μεταποιούσε πνευματικά τον καθένα. Άγαμη και αμόλυντη η ίδια, κυοφόρησε στην καρδιά της και αναγέννησε χιλιάδες ψυχές!
Όσοι πήγαιναν στο ταπεινό και ασκητικό ενδιαίτημά της, κολλούσαν σαν στρείδι πάνω της, γιατί ζούσαν παράδεισο, γιατί οσφραίνονταν την «ευωδία του Χριστού», το άρωμα της αγιότητας!
Και τα έκτακτα χαρίσματα της διοράσεως, της προοράσεως και της θαυματουργίας που έβλεπαν μέσα από μία παροιμιώδη απλότητα και από μία άτυφη λειτουργικότητα, έκαναν αμεσότερα αισθητή την διά πίστεως, ταπεινώσεως και αγάπης Χριστοζωή της, την Θεοποιό Χάρη που εβίωνε αφού έφτασε στα «μη περαιτέρω» στην κλίμακα των πνευματικών αναβαθμών! Αναζητούσαν οι άνθρωποι το αίτιο αυτού του ιλιγγιώδους ύψους και όταν το εντόπιζαν στην βίωση των ευαγγελικών εντολών που προαναφέραμε, μαθήτευαν ακολούθως στα απαραίτητα της πρακτικής αρετής και άρχιζαν και εκείνοι να ζούν την στοιχειώδη θεογνωσία!
Κάποτε άκουσα εκεί τον π. Αντώνιο να λέει, ότι η δασκάλα του Δημοτικού Σχολείου της πνευματικής ζωής είναι η υπακοή. Η Γερόντισσα ήταν ανέκαθεν «υπό κάτω πάντων»! Δεν είχε θέλημα! Υπηρετούσε εμπνευσμένα και αγόγγυστα τα «θέλω» των άλλων! Η καθηγήτρια της Μέσης Εκπαίδευσης, στο παιδευτήριο των αρετών, είναι η υπομονή. Υπέμεινε μαρτύρια στη ζωή της «εν σιγή και υπομονή»! Και η Πρύτανης του Πανεπιστημίου, στην μαθητεία του Χριστού, είναι η Νοερά Προσευχή που φέρνει την εμπειρική Θεολογία. Αυτά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Μέσα σ’ αυτό το σχήμα, διαφαίνεται η μυστική ζωή της Γερόντισσας και το αναβατόριο των υπερφυών καταστάσεών της.
Η απλότητά της ήταν απόρροια της καθαρότητάς της. Δεν ήταν καθόλου απλοικότητα. Απλά δεν είχε σύνθετο λογισμό και υστεροβουλία. Ήταν άτεγκτη σαν το ατσάλι στην αμαρτία και διάφανη όπως το γυαλί στην σκέψη και στην συμπεριφορά. Ο,τι ήταν από μέσα, αυτό έβγαινε και απ’ έξω. Γελούσε, πείραζε με ωραίο χιούμορ, ήταν «σπίρτο» στο μυαλό και βρέφος στην καρδιά, έπαιζε μαζί σου, τραγουδούσε ακόμη και στα γαλλικά και στα γερμανικά, γνώριζε άριστα τον ελληνικό λόγο ως αριστούχος του τότε εξαταξίου Γυμνασίου, συνέθετε μοναδικά ποιήματα, δεν ήταν με λίγα λόγια ο ευσεβιστής άνθρωπος που είναι έτοιμος να σου κάνει κήρυγμα, που κρατά αποστάσεις για να μην «μιανθεί» απ’ αυτούς που δεν έχουν τις δικές του «ενοράσεις» και τις «αποκαλύψεις», που αυτολιβανίζεται με ταπεινοσχημίες και δακρυρροούσες περιγραφές των αγωνισμάτων του, που αυτομοστράρεται από αναφορές σε υψηλές «πνευματικές» γνωριμίες και ανάλογες «βιωματικές» καταστάσεις.
Ήταν ένα πρόσωπο που φανέρωνε απαλά τον Θεό στον κόσμο και σου καλλιεργούσε αβίαστα, ήθος Χριστοειδές! Οι εμπειρίες απ’ όσα ζήσαμε κοντά της πολλές. Θα σταχυολογήσω πρωτίστως κάποιες από τις ιστορίες της και τα διδάγματά της:
Α) ΙΣΤΟΡΙΕΣ που κατέγραψα από την Γερόντισσα.
Ο παππούς μου, νυμφεύθηκε την γιαγιά μου, όταν εκείνος ήταν 28 ετών. Ήταν δάσκαλος. 29 ετών γέννησαν την μάνα μου. 30 ετών έχασε την σύζυγό του και έμεινε εν χηρεία 66 έτη! Όταν λίγο αργότερα του πρότειναν την Ιερωσύνη, εκείνος δέχθηκε με χαρά. Αντέδρασαν όμως κάποιοι χωριανοί επειδή ήταν χήρος και νέος στην ηλικία. Εφοβούντο για την εξέλιξή του. Πήγαν στο Ηράκλειο και διαμαρτυρήθηκαν στον τότε Μητροπολίτη. Εκείνος τους είπε αυστηρά: «για κάνετέ μου τη χάρη…Δηλαδή αν ήταν ήδη Ιερέας και έφευγε η πρεσβυτέρα του νωρίς, έπρεπε να τον καθαιρέσω; Η πιο σοφοί είστε εσείς απ’ αυτούς που μας άφησαν τα Ιερά Θεσπίσματα; (Ιερούς Κανόνες)». Έφυγαν ντροπιασμένοι…Ο Μητροπολίτης του είπε: «δεν έχω αντίρρηση να σε χειροτονήσω. Θα πας όμως στο Μοναστήρι του Κουδουμά να μου φέρεις έγκριση από τους εκεί Γεροντάδες. Δεν θέλω να πέσει στην κεφαλή μου τυχόν αμάρτημά σου που εμποδίζει από την χειροτονία. Μπορεί να είμαι Μητροπολίτης αλλά γονατίζω μπροστά στην Αγιότητα»! Θαύμασε ο παππούς μου. Πήρε ένα γρήγορο ψαρό άλογο και κατέβηκε στην Μονή Κουδουμά. Οι Άγιοι Πατέρες έξω από το Μοναστήρι μάλλον τον περίμεναν. Ο Όσιος Παρθένιος καθάριζε κάτι χόρτα και οι υπόλοιποι κάνανε κάτι άλλο, όλοι μαζί. Μόλις έφθασε, πριν τους χαιρετήσει, σηκώθηκε ο Όσιος Παρθένιος και τον αγκάλιασε. Του είπε χαρούμενος: «Ξέρω γιατί ήρθες παιδί μου δάσκαλε. Περίμενε να φωνάξω τον αδελφό μου». Έκανε νόημα στον Όσιο Ευμένιο να πλησιάσει. Έπειτα του είπε: «Τούτος ο φέρελπις νέος πρέπει να ιερωθεί! Ήταν καθαρώτατος προ του γάμου, είχε αμίαντο κοίτη, ενάμιση χρόνο παντρεμένος, απ’ όλες τις πλευρές. Και εξακολουθεί να ζει πιο καλά από καλόγηρος μετά την χηρεία»! Έγινε πνευματικός του ο Όσιος Ευμένιος! Ο Όσιος Παρθένιος τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του:
«Σου εύχομαι παιδί μου να μην χορτάσεις ποτέ τον Χριστό! Να γλυκαθείς και να Τον γυρεύεις όλο και περισσότερο! Ταπεινός να ’σαι πάντα και να αγαπάς τους ανθρώπους! Όλα τ’ άλλα θα έρχουνται μετά μοναχά ντος!».
Δεν έγινε, όμως, αμέσως Ιερέας. Ήθελε να δείξει πρώτα δείγματα γραφής σαν λαικός! Κόλλησε, όμως, σαν το στρείδι στους Γεροντάδες του! Που τον έχανες, που τον έβρισκες, στη Μονή Κουδουμά!
Ο παππούς μου ακολουθούσε την γραμμή των Γεροντάδων του. Των Οσίων πατέρων Παρθενίου και Ευμενίου της Μονής Κουδουμά. Όταν κάποιοι είχαν προγαμιαίες σχέσεις (έκλεβε ο γαμβρός την κοπέλα για να την κατοχυρώσει η συζούσαν πριν τον γάμο ), δεν τους στεφάνωνε στην Εκκλησία αλλά στο σπίτι! Ρωτούσε πρώτα και κανείς δεν τολμούσε να του πεί ψέματα. Δεν μπορώ, έλεγε, να λέω «η παρθένος έσχες εν γαστρί…» και να χορεύω μία αγγιγμένη ενώπιον της Αειπαρθένου Μαρίας παίζοντας τα μούτρα μου. Όταν καθυστερούσε να κάνει παιδί ένα ζευγάρι, τους έλεγε: «μήπως δεν σας δίδει ο Θεός η εσείς είστε «εφευρέται κακών» και βρίσκετε τρόπους να διώχνετε τα δώρα του Θεού; Αν συμβαίνει αυτό, κόβω την Θεία Κοινωνία.». Τότε όλοι είχαν πολλά παιδιά…
Ο παππούς μου κάθε νέο ζευγάρι το πήγαινε με το πετραχήλι στο σπίτι μετά την στεφάνωση. Άλοιφε με αγιασμένο λάδι το ανώφλι της πόρτας και πετούσε αγιασμό στο σπίτι. Έλεγε: «καρπερό, αντρόπιαστο και αμαγάριστο. Εκατοχρονίτικο και αιώνιο» (δηλαδή να ζήσετε εκατό χρόνια και να προεκταθεί η οικία σας στην αιωνιότητα)!
Ο παππούς μου έλεγε: «Το σπίτι δεν είναι πορνείο αλλά μαμουργειό (μαμμή, χώρος που γεννιώνται και μεγαλώνουν παιδιά). Αλλιώς φεύγει ο Χριστός και φουκαρώνει ο αντίδικος».
Ο παππούς μου ο παπά Νικόλας, δεν ήθελε τους εφτάζυμους άρτους (με ρεβύθι, χωρίς προζύμι) διότι άζυμα χρησιμοποιούν οι παπικοί. Έτσι τον είχαν συμβουλεύσει οι Γέροντές του, Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος. Όπως δεν ήθελε και το ρολόι που έγραφε επάνω «άλα Φράγκα» που κυκλοφορούσε τότε. Του θύμιζε τους Φράγκους που ρήμαξαν την Κρήτη και ήταν πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους, όπως έλεγε…
Κάποτε το 1922, αρρώστησε βαριά, μικρό κοριτσάκι η μεγάλη μου αδελφή. Ο πατέρας μου, ήταν στρατιωτικός γιατρός στην Μικρασιατική εκστρατεία. Ο παππούς μου απευθύνθηκε σε άλλο νεαρό τότε γιατρό της Πόμπιας. Ήταν και σύντεκνος των γονέων μου. Ο γιατρός αυτός ήταν πολύ καλός άνθρωπος και πολύ ελεήμων αλλά πικραμένος. Θύμωνε εναντίον του Θεού γιατί έχασε νωρίς την γυναίκα του. Εξέτασε το παιδί, την αδελφή μου, και είπε στην μάνα μου και στον παππού μου ότι η επιστήμη αδυνατεί να βοηθήσει. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι, να αποτανθούν στον Χριστό και στη μητέρα Του (τους κατονόμασε με υβριστικά λόγια) και αν υπάρχουν, να επέμβουν και να βοηθήσουν. Ο παππούς μου κατελήφθη από ιερή αγανάκτηση. Τον πέταξε έξω βίαια και του είπε: «Τι είπες μωρέ; Έκανα πολλά χρόνια με την Τουρκιά και τέτοια λόγια δεν άκουσα για τον Κύριο και την Θεοτόκο. Και εσύ βαπτισμένος και μυρωμένος λες τέτοια λόγια; Αυτή μωρέ η Παναγία θα κάνει καλά το παιδί μας! Αλλά η ασθένεια θα πέσει πάνω σου για να παιδαγωγηθείς!». Η μάνα μου του φώναξε: «μη πατέρα! Είναι σύντεκνός μας». Και ο παππούς μου, της απάντησε αυστηρά: «αυτός μωρέ βρίζει Αυτόν που κρύβεται στο Άγιο Μύρο και εσύ σκας για την συντεκνιά;». Πήρε το μπαστουνάκι του και ανηφόρισε στον ιερό βράχο της Πόμπιας στην Παναγία την Καληωρίτισσα. Τον ακολούθησαν κρυφά κάποιες γειτόνισσες. Η Κατερίνα η Στεφανάκη και άλλες. Γονάτισε στη μέση της Εκκλησίας και με λυγμούς είπε:
«Κυρία των Αγγέλων! Πολλά χρόνια σε υπηρετώ! Ρουσφέτι δεν σου ζήτησα αλλά σήμερα σου ζητώ! Γιάτρεψε το παιδί μας για να δείξεις ότι είσαι η Αρχιγιάτρισσα. Για να καταισχυνθούν οι υβρίζοντες σε και να χαρεί και η δική μου πονεμένη καρδιά…».
Έπειτα κατηφόρισε. Βρήκε το παιδί, ζωογονημένο να παίζει στην αυλή! Ο γιατρός την ίδια μέρα αρρώστησε. Δεν δέχτηκε τον παππού μου να του διαβάσει συγχωρητική ευχή. Δεν ελευθερώθηκε, παρά μόνο όταν κάλεσε τον παππού μου και ομολόγησε: «Γέροντα, προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Τριάδα Ομοούσιον και Αχώριστον»! Εξομολογήθηκε και έλαβε την Θεία Κοινωνία!
Όταν έγινε το 1924 η αλλαγή του ημερολογίου, προβληματίσθηκε πολύ να ακολουθήσει το Νέο Ημερολόγιο. Αιτία ήταν μία παραγγελία του Οσίου Παρθενίου: «θα έρθουν Πατριάρχες και Δεσποτάδες, που θα σας πούν πως η Εκκλησία έχει το ίδιο κέντρο και πολλές πόρτες. Κέντρο ένας Θεός και μπασά (πόρτα) και από την μπάντα (πλευρά) του Πάπα, του Καλβίνου και όλων των αιρετικών! Το νού σας να κρατήσετε την μία και μοναδική πόρτα! Την Αγία Ορθοδοξία!».
Στην ανομβρία η στις επιδημίες είχαμε τις λιτανείες. Έδινε εντολή για αυστηρή νηστεία μίας εβδομάδας, συμφιλιώνονταν όσοι είχαν έχθρα και εξομολογούνταν όλο το χωριό. Έπειτα γινόταν αγρυπνία. Το πρωί παίρνανε τα εξαπτέρυγα και τις εικόνες. «Πήρατε και ομπρέλες;» ρώταγε ο παππούς μου. «Αν δεν πάρετε ομπρέλες δεν ξεκινάμε. Που είναι η πίστη σας;».
Θυμάμαι μικρό παιδί κάποτε και γονάτισαν για πρώτη φορά στην πρώτη μικρή πλατεία, εκεί που είναι τα καφενεία. Ο παππούς μου διάβασε ευχές. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποταμός. Στην πλατεία του Σταυρού ξαναγονάτισαν. Μετά τις ευχές, συναπαρμένος ο παππούς μου από ιερό ζήλο, ύψωσε τα χέρια του και φώναξε: «Σε ικετεύω Κύριε με τούτα τα χέρια, που πενήντα χρόνια δεν μαγάρισαν από τις ηδονές της γης»! Ήταν σε χηρεία από 30 χρονών. Αμέσως, από το πουθενά ξεπετάχτηκαν σύννεφα. Μαύρισε ο ουρανός. Όταν φθάσαμε στην Αγία Παρασκευή στο πανωχώρι, άρχισε κατακλυσμιαία βροχή! Η φωνή του παππού μου επιτακτική: «μην κινηθεί κανείς! Θα ολοκληρώσουμε την λιτανεία! Θα επιστρέψουμε στην Εκκλησία να χτυπήσουμε χαρμόσυνα τις καμπάνες και να δοξολογήσουμε τον Θεόν! Σας εγγυούμαι ότι δεν θα κρυώσει κανείς»! Με τον ίδιο τρόπο έδιωξαν και το 1919 την φονική γρίπη από το χωριό!
Κάποτε ο Δεσπότης ο Βασίλειος κήρυττε στον Αη Γιώργη στο χωριό. Συλλειτουργούσε με τον παππού μου. Σεβόταν πολύ τον παππού μου και του φιλούσε το χέρι. Ο παππούς μου αντιδρούσε. Ο Δεσπότης έλεγε συχνά μαντινάδες και στα κηρύγματα και στις συζητήσεις. Είπε, κάποτε στον παππού μου, όταν αρνήθηκε να του αφήσει το χέρι για ασπασμό:
Δεσπότης κι αν εγίνηκα
γι’ άνθρωπος δε βγατίζω,
άμα θα δω την αρετή
και δεν θα γονατίζω!
Την φορά εκείνη έλεγε για τα ευλογημένα ελαιόδεντρα! Ρώτησε αυθόρμητα: «είναι μπρε κιανείς επαέ που έχει φυτέψει πολλές ελιές;». Όλοι κοίταξαν ένα γέρο ενενηνταπεντάρη τον Ανδρέα τον Φουστανάκη που τον έλεγαν «Μαγλινό»! Ντράπηκε ο γέρος εκείνος και δεν μίλησε στην αρχή. Επειδή τον ρώτησε ευθέως ο Δεσπότης, απάντησε: «εφύτεψα στη ζωή μου Θεοφιλέστατε πάνω από 1000 ελιές». Ο Δεσπότης απάντησε ενθουσιασμένος: «την ευχή μου να ’χεις! Και όταν πεθάνεις, να βρεθεί Δεσπότης να σε θάψει»! Πέρασε καιρός. Ο γέρος εκείνος πέθανε πάνω από 100 ετών. Στην κηδεία του έβρεχε πολύ. Πέρασε με τα άλογα ο νέος τότε Δεσπότης της Αρκαδίας Ευγένιος Ψαλλιδάκης με τον διάκο του. Πήγαιναν στην Μονή Οδηγήτριας. Σταμάτησαν λόγω βροχής σε κάποιο σπίτι. Άκουσαν την πένθιμη καμπάνα και είπε ο Δεσπότης στο Διάκο. «Πήγαινε φέρε μου τα Ιερά μου, να πάμε να κηδεύσουμε τον άνθρωπο. Είναι δυνατόν να έχει κηδεία το χωριό, να βρεθώ εδώ και να μην συμμετέχω;». Έτσι πραγματοποιήθηκε η ευχή του Δεσπότη Βασιλείου στον μπάρμπα Ανδρέα τον «Μαγλινό»!
Θυμάμαι ο παππούς μου ο παπά Νικόλας, δεν έβαζε «ευλογητός» ειδικά την Μεγάλη Εβδομάδα, αν δεν ερχόταν και ο τελευταίος χωριανός. Έβγαζε την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ τον Εσταυρωμένο με δάκρυα και λυγμούς. Συνέπαιρνε όλο το εκκλησίασμα. Ερχόταν οι ξωμάχοι την Μεγάλη Τεσσαρακοστή στα απόδειπνα με τα ρούχα της δουλειάς, βρακοφόροι, με τα στιβάνια, τα σαρίκια και τα μειτανογέλεκα. Κάνανε μετάνοιες. Όταν κοινωνούσαν ζητούσαν συγχώρηση απ’ όλο το εκκλησίασμα. Ο παππούς μου παρατήρησε μία Μεγάλη Παρασκευή βράδυ ότι σείσθηκε με βοή η Εκκλησία, όταν δρασκέλισε κάποιος το κατώφλι της. Ο κόσμος δεν κατάλαβε. Νόμισαν πως ήταν σεισμός. Έγινε οχλοβοή και αναστάτωση. Ο παππούς μου κατάλαβε. Καθησύχασε τον κόσμο. Έστειλε τα παιδιά του Ιερού, τον Βαγγέλη Φουστανάκη νομίζω, να πούν διακριτικά στον άνθρωπο να πάει στο Ιερό. Όταν πήγε, τον ρώτησε: «τι έκανες σήμερα και διαμαρτυρήθηκε ο Αη Γιώργης στη μπασά σου;». Ομολόγησε ότι μόλυνε τη γυναίκα του. Του είπε: «η μέρα αυτή είναι ασάλευτη και ιερή. Μία αμαρτία αυτής της φοβερής μέρας ισοδυναμεί με όλες τις αμαρτίες της χρονιάς. Μου μαγάρισες το χωριό. Θα φύγεις απόψε εκτός χωριού. Θα γενείς ξοίκος (έξω οικισμού). Θα πας στους Καλούς Λιμένες πενήντα ημέρες. Μέχρι να περάσει το Πεντηκοστάριο. Θα κάνεις τον κανόνα που θα σου πω. Του χρόνου θα κοινωνήσεις. Το κάνω για να προστατεύσω από την κακή ενέργεια το σπίτι σου και το χωριό…». Έσκυψε το κεφάλι και είπε: «ευλογημένο Γέροντα»! Και έκανε ο,τι του είπε…
Σαν να ακούω, μας έλεγε η Γερόντισσα, τον παππού μου να παραγγέλνει από την Ωραία Πύλη την βραδιά της Τυρινής:
«Συγχωρεθείτε όλοι μεταξύ σας. Να ’χετε την ευχή μου και να ‘σθε συχωρεμένοι κι από μένα. Αλαδία να κρατήσετε εκτός Σαββατοκύριακου. Εξαιρούνται οι ηλικιωμένοι ,οι έγκυες και αυτοί που έχουν ασθενική κράση. Και χώρια οι παντρεμένοι όλη την Σαρακοστή».
Την τελευταία Τυρινή Κυριακή της ζωής του παππού μου, τότε που ήταν 96 ετών, τον ανάγκασε ο πατέρας μου (ιατρός) να καταλύσει λίγη κοτόσουπα. Ήταν πολύ ηλικιωμένος και άρρωστος. Ο παππούς μου έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Έλεγε: «με τουρκέψατε! Τώρα ούτε παπάς είμαι, ούτε χριστιανός»!
Όταν αποσύρθηκε ο παππούς μου, σχεδόν ενενηντάρης από την ενεργό υπηρεσία, πρότειναν για διάδοχό του ένα ευλαβέστατο και μορφωμένο χωριανό, τον Νικόλαο Μπαστάκη. Όμως, κάποιοι που δεν τον ήθελαν, είπαν στο Δεσπότη Αρκαδίας Βασίλειο, ότι η γυναίκα του η Φωφώ, είχε γεννηθεί από τους γονείς της πριν στεφανωθούν. Ο Δεσπότης δεν προχώρησε, γιατί είπε, ότι άθελά της, η σύζυγός του, έχει κακή ενέργεια, επειδή γεννήθηκε παράνομα! Και μπορεί να μην αγωνίσθηκε κατάλληλα, στην μέχρι τότε ζωή της, προκειμένου να απαλλαχτεί απ’ αυτήν (την κακή ενέργεια). Γι’ αυτό δεν κάνει για παπαδιά! Πρόσεχαν πολύ τότε οι Δεσποτάδες στις χειροτονίες…Δεν ίσχυε βέβαια αυτή η κατηγορία. Η Φωφώ, και νόμιμα (εντός του γάμου) γεννήθηκε και άνθρωπος του Θεού ήταν. Ο Νίκος τότε πληγώθηκε πολύ. Διέπρεψε σαν οικονομολόγος στην Αθήνα. Ήταν στενός συνεργάτης στην Εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου Άρεως στον π. Νικόλαο, που αργότερα έγινε Δεσπότης στη Λαμία. Όταν ερχόταν στο χωριό, μου έλεγε για την ενορία του και με καμάρι για τον Αρχιμανδρίτη τους…
Όταν έφυγε ο παππούς μου ο παπά Νικόλας για τον ουρανό, ήμουν δίπλα του 23 ετών κοπέλα. Είδε τον Μέγα Αρχιερέα τον Βασιλέα των βασιλευόντων και Κύριο των κυριευόντων! Άστραψε ο κόσμος, όπως μας είπε. Του ζήτησε τα διαβατήριά του και τριών ανδρών ακόμη. Του είπε ότι κατά «την 3ην μεταμεσονύχτιον θα αναχωρήσει ο γέρων»! Όντως έτσι έγινε! Γλυκόφθογγες αγγελικές σάλπιγγες ξύπνησαν το χωριό. Τις άκουσα κι εγώ και η μικρή αδελφή μου η Ελισάβετ. Μας είπε ο παππούς μου ότι το σημείο του θανάτου του, θα το δούμε μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός φωταγωγήθηκε έντονα, τότε το σκοτάδι ήταν πυκνό, ρεύμα δεν υπήρχε, από μία λαμπάδα που βρέθηκε αναμμένη! Απ’ αυτή την λαμπάδα ανάψαμε τα κεριά στο σπίτι. Μία γριά γειτόνισσα της Εκκλησίας, είδε την νύχτα εκείνη φωταγωγημένο έντονα τον Αη Γιώργη και ξεσήκωσε το χωριό. Νόμιζε πως καιγόταν η Εκκλησία. Ο παππούς μου έλαμπε και προφήτευε. «Θα δείτε, είπε, μία μεγαλόπρεπη Εκκλησία να κτίζεται κάτω από την ήδη υπάρχουσα του Αη Γιώργη. Εκεί που είναι τώρα η αστυνομία. Θα ‘ναι Άγιος Γεώργιος και αυτή. Και στο ενδιάμεσο των δύο Εκκλησιών ένα ψηλό κτήριο με πατώματα πατώματα…δεν ξέρω τι είναι». Έβλεπε το κτίσμα που στεγάζει το ψηλό ρολόι της Πόμπιας.
Όταν έγινε η εκταφή του παππού μου, του παπά Νικόλα, ευωδίαζε πολύ. Πήραν οι χωριανοί τα μικρά τεμάχια των λειψάνων του. Άφησαν μόνο την κάρα του και τα μεγάλα οστά.
Ο πατέρας μου, έλεγε η Γερόντισσα, ήταν πολύ θεοσεβής. Όταν τον καλούσαν σε δύσκολο περιστατικό σαν γιατρό, γονάτιζε πάντα στην εικόνα της Παναγίας. Η μάνα μου, του φώναζε: «πήγαινε γιατρέ γιατί δυσκολεύεται ο άρρωστος». Και εκείνος νηφάλιος απαντούσε: «πως θα πάω, αν δεν πάρω φάρμακα από την Αρχιγιάτρισσα»; (την Παναγία)
Έκανε περιοδείες στα χωριά της περιφέρειάς του με το άλογο. Δύσκολες οι συνθήκες. Δεν είχαν οι άνθρωποι χρήματα και πολλές φορές του έδιναν άχυρα. Η μάνα μου, όταν επέστρεφε, του έλεγε: «πάλι άχυρα έφερες;» και εκείνος χαμογελώντας: «σώπα μπρε Ρηνιώ. Έχομε τέσσερεις φοράδες (κόρες) και πρέπει να τις ταίζουμε…».
Όταν ο πατέρας μου, έκανε παρακεντήσεις στο ιατρείο η καθάριζε σάπιες πληγές, τον βοηθούσα. Κάποτε, φαίνεται έκανα κινήσεις σιχαμάρας στην έκφρασή μου χωρίς να μιλήσω. Το είδε ο πατέρας μου. Με κοίταξε σοβαρά και στοργικά και μου μίλησε με την γλώσσα του Ευαγγελίου. Πιθανόν για να μην καταλάβει ο άρρωστος. Μου είπε: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε». Βγήκα αμέσως έξω και μιμήθηκα τον αρνητή Πέτρο! Έκλαψα πικρά, γιατί στενοχώρησα τον Κύριό μου!
Την γερμανική κατοχή, ο πατέρας μου, ήταν όμηρος των Γερμανών μαζί με άλλους επίλεκτους Πομπιανούς. Δεν έπρεπε να απομακρύνονται πολύ από το χωριό και κάθε Σάββατο μεσημέρι έδιναν «παρών» στην κομαντατούρ. Ήταν εκεί που ήταν η αστυνομία, δίπλα στον παλαιό ναό του Αγίου Γεωργίου. Εκεί είναι σήμερα κτισμένη η μεγάλη Εκκλησία. Όταν καθυστερούσαν να επιστρέψουν, η μάνα μου με έστελνε ανήσυχη: «πήγαινε παιδί μου να δείς με τρόπο απ’ έξω γιατί αργούν». Εγώ πήγαινα και γονάτιζα στον Αη Γιώργη. Με δάκρυα τον παρακαλούσα για τον αγαπημένο μου πατέρα και όλους τους άλλους. Κάποτε ένα διακριτικό άγγιγμα στο κεφάλι με ξάφνιασε. Σήκωσα τα μάτια μου και είδα έκπληκτη ένα νεαρό στρατιώτη με αρχαία στολή. Μου χαμογέλασε και μου είπε: «μη φοβάσαι! Η Πόμπια και ο πατέρας σου είναι στα χέρια μου!» έπειτα χάθηκε. Ήταν ο Άγιος Γεώργιος! Δεν το είπα ποτέ. Το λέω τώρα για δόξα δική Του.
Ο πατέρας μου έφυγε το απόβραδο της Μεγάλης Παρασκευής, την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου. Έζησε δυόμιση μήνες μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας μου. Προσεβλήθη από αιμορραγία στομάχου το μεσημέρι και έφυγε το βράδυ. Την προηγούμενη Μεγάλη Τετάρτη, έκαψε τα τευτέρια με τα χρεωστούμενα, από τις περιθάλψεις του σε όλη την περιφέρεια. Μας εξήγησε, ότι επίκειται η αναχώρησή του. Και τα έκαψε, για να μην τα βρούμε εμείς τα παιδιά του και κυνηγήσουμε φτωχούς ανθρώπους. Έγραφε, όχι για να ζητήσει αλλά για να μην προσβάλει ανθρώπους αναγκεμένους, επειδή ήταν φτωχοί. Μήπως εκείνος ήταν πλούσιος; Δοξάζω, όμως, τον Θεό γιατί διέθετε πλούτο ψυχής…
Στην κηδεία του πατέρα μου, απόγευμα Μεγάλου Σαββάτου, ήρθε ο αγιασμένος Δεσπότης μας ο Τιμόθεος. Τον συνόδευε ο π. Νεκτάριος. Εκφώνησε πύρινο λόγο, καθώς ήταν ανεπανάληπτος ρήτορας. Τον αποκάλεσε «ιατρό των πτωχών και των κατατρεγμένων»! Αυτό μου δίνει χαρά. Όχι πως ήταν γιατρός. Όλες οι τίμιες ασχολίες είναι εξ’ ίσου ευλογημένες από τον Θεό και δεν εμποδίζουν από την αγιότητα !
B) ΔIΔAΓMATA THΣ ΓEPONTIΣΣAΣ
Να λέτε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Σαν Μεταλαβιά είναι, γιατί παίρνετε την δύναμη του ονόματος του Χριστού! Να ’στε μόνο καθαροί. Να εξομολογείσθε και έπειτα να την λέτε. Τότε οχυρώνεσθε, αγιάζετε. Διαφορετικά, ζεματίζετε τον κακό που κάθεται πάνω στις αμαρτίες σας. Και θα λυσσάξει να σε φάει….
Να προσεύχεσθε στην Παναγία με τους Χαιρετισμούς και την Παράκλησή της. Αν δεν προλαβαίνετε, να της φωνάζετε: «Παναγία μου, Παναγία μου προφθάσε». Το όνομά Της, τα ’χει όλα μέσα. Να λέτε πολλές φορές και το «χαίρε Νύμφη ανύμφευτε».
Και μόνο να πείτε με την καρδιά σας: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς» έχει τέτοια δύναμη, που μπορεί να σας κρατήσει όλη την ημέρα. Αρκεί να το λέτε όπως πρέπει…
Σήμερα αφηνιάζουνε οι άνθρωποι γιατί ζούνε χειρότερα από χοίρους και πάνε και κοινωνούνε κιόλας. Ο χοίρος είναι το φυσικό του να ζει στη λάσπη. Οι άνθρωποι προδίδουνε την φυσικότητα και την ανθρωπιά τους, όταν ζούν στη βρωμιά της ακατανόμαστης ζωής…
Χωρίζουνε τα ανδρόγυνα σήμερα, γιατί δεν ξέρουν να αγαπούν. Ο εγωισμός το πείσμα και η σαρκική λύσσα φταίνε και χωρίζουν… Όποιος αγαπά, υποχωρεί, υπομονεύεται, θυσιάζεται! Όποιος δεν αγαπά, εκμεταλλεύεται και διατάσσει…
Παλιά ερχότανε ο άνδρας από την δουλειά. Κουρασμένος, αποκαμωμένος. Φώναζε στη γυναίκα του, που είχε ρόλο στο σπίτι να μεγαλώνει τα παιδιά και να φροντίζει οικιακά την οικογένεια : «ήντα κάνεις κερά μου; Πως επεράσετε με τα κοπέλια μας;». Αυτή έβγαινε χαρούμενη και τον υποδεχόταν: «καλώς τον αφέντη μας! Έλα σε περιμένομε. Έβαλα τα χάρτζα (υλικά) στο τζισβέ (μπρίκι) και σε περίμενα να ’ρθεις να ψήσω τον καφέ στην πυροστιά. Να τον πιούμε μαζί». Αγκαλιαζόταν όμορφα στην αυλή και μπαίνανε μέσα. Τα παιδιά, τους περιτριγυρίζανε χαρούμενα γιατί νοιώθανε την αγάπη. Δεν είχανε τότες τα παιδιά ψυχολογικά που έχουνε τώρα, γιατί μεγαλώνανε σε καλά σπίτια. Κάθε ένας είχε το ρόλο του. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Τώρα, επίθεση από την γυναίκα στον άνδρα μόλις μπεί στο σπίτι. Η βλασφήμιες και οργή από τον άνδρα μόλις γυρίσει και αγριεύουν τα παιδιά…Έχουνε και τα μηχανήματα (κινητά, υπολογιστές) και κολλάνε εκεί. Ξεχνούνε πως έχουνε γυναίκα και παιδιά… Τα παιδιά που βλέπουνε τέτοια, σκοτώνουνε την αθωότητά τους. Θα βγούν άρρωστα στην κοινωνία.
Το φάσε μπούκ και τα όμοιά του (φέις μπούκ και παρόμοιες εφαρμογές), όσα σπίτια δεν εκλείσανε, θα τα κλείσει!
Να ’χετε ταπείνωση και ανεξικακία! Όλα τ’ άλλα τα δύσκολα θα έρθουνε μετά μοναχά ντος!
Όποιος συγχωρεί, ότι αμαρτωλό κι αν έχει κάνει, θα βρεί τρόπους να τον σώσει ο Θεός, ο,τι κι αν κάνει.
Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα και γυμνάζει την ψυχή. Να την αγαπήσετε. Άνθρωπος που δεν θα λυπήσει την κοιλιά του, δύσκολα θα χαροποιήσει την καρδιά του!
Όταν δεχθείς λογισμό υπερηφάνειας και κατάκρισης, σταματά η ευχή στην καρδιά. Ζητάς συγχώρηση με καυτά δάκρυα και επανέρχεται.
Όταν προσεύχομαι με βαθείς αναστεναγμούς με δέχεται ο Θεός. Η προσευχή βγαίνει από την καρδιά. Όταν προσεύχομαι και χασμουριέμαι, δεν συμμετέχει η καρδιά. Η κεφαλή (εγκέφαλος) μουρμουρίζει και ο σατανάς σε ζαλίζει. Σε αποκοιμίζει.
Να προσπαθείτε και θα έρχεται η Χάρη. Αρκεί να μετανοείτε και να εξομολογείσθε ειλικρινά.
Ο Θεός είναι Φως! Άπλετον (η συνηθισμένη της έκφραση) και ανερμήνευτον! Εκεί τα ξέρεις όλα, δεν ρωτάς τίποτα, μόνο απολαμβάνεις. Είναι φως οντότητας. Πως να σας πω…σκέφτεται, μιλεί, μόνο αγαπά, ενεργεί όλα τα καλά…(είναι πρόσωπο).
Όποιος προσέχει την γλώσσα του, μπορεί να κουμαντάρει όλα τα άλλα μέρη του σώματός του.
Υπάρχουν άνθρωποι που βρωμάει η ψυχή τους από την σάρκα τους! Και άλλοι που ευωδιάζουν και οι σάρκες τους από το πνεύμα τους!
Η μεγαλύτερη νίκη είναι να κουμαντάρουμε το νού μας και τη γλώσσα μας! Δύσκολο πολύ! Εκεί βοηθά η δική μας διάθεση και η δύναμη του Θεού όταν την ζητάμε…
Οι γνησίως μετανοούντες είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Γιατί ενώ γλυκάθηκαν στην αμαρτία, μπόρεσαν με αγώνα και την αποστράφηκαν
Να σταυρώνεις τα υλικά του φαγητού σου. Να λες «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς» σε κάθε πατάτα, σε κάθε κομμάτι κρέας. Μετά να σταυρώνεις το τσουκάλι. Αγιάζεται το φαγητό και αυτοί που γεύονται απ’ αυτό.
Γ) ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
(Θα παρουσιάσω τα θέματα όπως τα κατέγραψα. Συγγνώμη αν στενοχωρήσω κάποιον απ’ αυτούς που συνδέονται με αυτές τις αναφορές. Πρόθεσή μου είναι να δείξω την αυθεντικότητα της Γερόντισσας στον επικοινωνιακό της τρόπο και τις προσεγγίσεις της στις διάφορες καταστάσεις. Όχι να θίξω πρόσωπα).
Η «τηλεόραση» (διόραση και προόραση) που μου έδωσε ο Θεός να βλέπω από εδώ ο,τι θέλω, είναι δώρο στα γεράματα και στην ανημποριά μου. Επειδή δεν κυκλοφορώ να βλέπω με τα σωματικά μάτια, βλέπω πολύ πιο καθαρά με τα «κυάλια» της καρδιάς! Ο π. Αντώνιος, μου είπε, ότι όλοι οι κλεισμένοι μέσα ηλικιωμένοι, το έχουν αυτό! Δόξα τω Θεώ! Ρώτησα μία μέρα τον γείτονα τον Τσακιρομανώλη, αν βλέπει αυτός, μέσα από το σπίτι του, εδώ που είμαι και νόμιζε πως τρελάθηκα. Δεν κατάλαβε τι του έλεγα. Είμαι η πιο αμαρτωλή και μου το έδωσε ο Θεός έντονο, για να με σιργουλέψει (καλοπιάσει) να μετανοήσω…!
Πηγαίνω εκεί που λειτουργεί ο π. Αντώνιος. Το παιδί μου! Δίπλα του είμαι όταν κηρύττει. Του είπα να τα λέει λίγο πιο απλά. Μιλά θεολογικά. Να κάνει πιο απλή τη διδασκαλία. Στα χωριά ειδικά δεν τα καταλαβαίνουν αυτά. Τώρα το κάνει. Ενθουσιάζεται όμως και μιλά παραπάνω απ’ ο,τι πρέπει. Δεν έχει αίσθηση χρόνου από λαχτάρα και ζήλο. Βλέπω τους ανθρώπους στην αρχή να τον ακούνε με ανοιχτό το στόμα. Μετά στριφογυρίζουν την κεφαλή και παραπατούν. Τότε τον σκουντώ και του λέω: «καιρός να τελειώσεις». Ενώ δεν με βλέπει εκείνη τη στιγμή και δεν νοιώθει πως τον ακουμπώ, το καταλαβαίνει και τελειώνει..!
Πάω και βλέπω τον π. Νεκτάριο στην Καλυβιανή όταν λειτουργεί και ομιλεί. Έτσι κουνά τα χεράκια του και γέρνει πότε πότε το κεφάλι του. Φορεί κόκκινα άμφια. Χαμογελά κιόλας όταν μιλεί. Στέκω δίπλα του και δεν με βλέπει.
Βλέπω τον Ναυπάκτου τον Δέσποτα έτσι και έτσι… τον Κυπαρισσίας έτσι και έτσι… τον Πειραιώς που ταίζει τα περιστέρια στο πεζοδρόμιο. Έχει μεγαλοπρέπεια στην Εκκλησία και ασκητικότητα στο κελί του. Σε ένα μπρίκι ζεσταίνει πολλές φορές το φαί του. Θα τον είχανε ξεκάνει οι μασόνοι, αν δεν έμπαινε μπροστά η Παναγία και οι προσευχές των μοναστηριών! Ένα κοπέλι στην ψυχή είναι. Καθαρότατος! Κοπέλι, κι ας φαίνεται γίγαντας!
Την βρήκα κάποτε να συνομιλεί τηλεφωνικώς με ένα Μητροπολίτη. Κάτι προφανώς την ρωτούσε και εκείνη έλεγε: «τι ξέρω παιδί μου απ’ αυτά; Εσύ είσαι Δεσπότης! Εσύ έχεις την χάρη να διακρίνεις. Εγώ μόνο προσευχή να κάνω κι αυτή λιγοστή και ανάξια λόγου…». Φαίνεται επέμεινε εκείνος και αναγκάστηκε να απαντήσει: «να…αφού επιμένεις…θα σου πω αυτό που νομίζω: πιο πολύ ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το ξύδι…με το σιργούλιο (καλόπιασμα, κέντρισμα του φιλότιμου) παιδί μου, παρά με την αγριάδα… λίγο η αγριάδα. Η αγριάδα έχει καμιά φορά και τσιταράδα (αγκαθάδα-εμπάθεια)».
Έχω ένα γιό πολυαγαπημένο στη Βέροια, τον π. Ιερεμία. Δεν προσέχει στην πολυκατοικία που μένει. Βλέπω και είναι γεμάτη κόσμο την ημέρα (γραφεία, ιατρεία) και την νύχτα ολομόναχος στην πάνω μεριά. Του λέω να κλειδώνει την νύχτα την κεντρική πόρτα, γιατί δεν χρειάζεται να είναι σε κίνδυνο. Κάποτε το κάνει, κάποτε όχι…Μία μέρα μου τηλεφώνησε και μου είπε : «καλά μου τα λες! Δεν θα το ξανακάνω. Απόψε ζορίστηκα…»
Ο Ιωήλ ο Δεσπότης της Έδεσσας, είναι πιο ταπεινός σαν Δεσπότης απ’ ο,τι οι παπάδες και οι κοσμικοί. Πατέρας είναι. Όποιος δεν έχει Δεσπότη πατέρα υποφέρει πολύ. Χρειάζεται ο Ιεράρχης για να μην κάνει ο καθένας το δικό του καπετανάτο. Αρκεί να λέει όσα λένε οι Άγιοι Πατέρες και να ’ναι και ο ίδιος πατέρας. Όχι τύραννος.
Τα παιδιά του Εδέσσης, τα αγαπώ σαν παιδιά μου. Το Χριστοδουλάκι μου, τον Στεφανάκο μου, το Μαξιμάκι μου! Εύχομαι συνεχώς και για τον Πέτρο και τον Θανάση. Δεν τους ξέρω αλλά τους άκουσα από τον π. Αντώνιο. Τους παρακολουθώ σαν μάνα. Κι όταν χρειάζεται τους παίρνω τηλέφωνο.
Μου τηλεφωνεί ο Δεσπότης Νεόφυτος από την Κύπρο. Δεν τον έχω δεί ακόμη από κοντά (αργότερα τον είδε μαζί με άλλους τρεις Μητροπολίτες από Κύπρο). Είναι θηρίο! Έχει δυνατή πίστη και καθαρότητα. Πολύ θάρρος έχει. Δεν φοβάται πράμα. Του ’πε ο Μέγας Παίσιος (ο Όσιος Παίσιος ο Αγιορείτης) ότι θα ’ρθει εποχή που θα κοπούν κουρέλια πολλά ράσα και κοστούμια! Θα μπλεχτούν έπειτα μεταξύ τους, θα γενούνε τόπι, που θα το παίζει τόμπολο ο σατανάς! Εσύ, του παρήγγειλε, τότε να γενείς Μακκαβαίος! Αυτός έβαλε την παραγγελία αυτή κολαίνα στο λαιμό του! Στέκει και μιλεί με θάρρος! Μπουλντόζα είναι ο λόγος του, που θέλει να ισοπεδώσει παλικαρίστικα, όλα τα κάστρα του κακού! (με γέλιο ευχαρίστησης).
Στη Σύνοδο της Κρήτης, λυπήθηκε πολύ ο Χριστός! Στεναχωρήσανε εκεί και ένα πολύ δικό μου άνθρωπο… Πέρασε μία βραδιά δύσκολη…Του συμπαραστεκόμουν και τον παρακολουθούσα από εδώ με προσευχή όλη τη νύχτα…
Μετά από εκείνη τη Σύνοδο, με πήγανε προς το Ηράκλειο ο Αντώνης και η Ριρίκα. Ήθελαν να με δούν οι Ιεράρχες από την Κύπρο. Δεν μου είπαν στην αρχή που με πήγαιναν. Δεν θα πήγαινα με τίποτα. Όταν μου το είπανε στο δρόμο, αντέδρασα πολύ. Τι θένε, είπα, από μία γριά ξεκουτιασμένη, κυρτωμένη, μαγαρισμένη ολόκληροι Μητροπολίτες; Όταν, όμως, τους γνώρισα, χάρηκα πολύ. Υπέροχοι άνθρωποι! Τους είπα ο,τι είδα: «ευτυχώς που δεν υπογράψατε». Ένας απ’ αυτούς, ο Αθανάσιος, με ρώτησε: «τι λες; Έχει ο Πάπας Ιερωσύνη;». «οη δε γατέχω ήντα!» του απάντησα. Ο τελευταίος ορθόδοξος χριστιανός με το Βάπτισμα και το Άγιο Μύρο, είναι ανώτερος απ’ αυτόν! Αυτός ο καημένος είναι υπηρέτης του σκότους! Δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, προς Θεού! Με το αξίωμα του τα έχω… Είναι αντίχριστο το σύστημα που υπηρετεί. Και καταλήγει και ο ίδιος δολιοφθορέας της ανθρωπότητας… Στη συνάντηση εκείνη, θαύμασα περισσότερο τον Δέσποτα Επιφάνιο!
Στις 28-8-2010 μου είπε: «Σήμερα σείστηκαν τα επουράνια! Ένας μεγάλος Ιεράρχης ανέβηκε στον ουρανό (ήταν ο Φλωρίνης Αυγουστίνος). Δίπλα στον Πατροκοσμά! Τον βλέπουν οι κακομοίρηδες, κάποιοι άλλοι Αρχιερείς από την άλλη πάντα (κόλαση) και λιώνουν»!
Κάποτε την βρήκα μεσημέρι να κάνει κομβοσχοίνι στο τραπέζι και να είναι μεταρσιωμένη. Δεν ρώτησα τίποτα. Μου εξήγησε εκείνη: «Έχω ένα από τα πιο αγαπημένα μου παιδιά στον Πειραιά. Το Παναγιωτάκι μου! (έμαθα ότι είναι Γραμματέας στα γραφεία της εκεί Μητροπόλεως). Το έχω έννοια. Είναι πολύ άρρωστη η αδερφή του η Μαρία. Εύχομαι να αντέξουν και οι δύο στο δοκιμαστήριο. Να μη χάσουν το μισθό από το χρηματιστήριο…(έδειξε τον ουρανό)».
Κάποτε, το 2007 η 2008, δεν θυμάμαι καλά, είχε αρκετούς μήνες τυλιγμένο το πόδι της στο καλάμι και κούτσαινε περπατώντας. Κάποια στιγμή την ρώτησα: «Μα τι έπαθες; Να σε πάμε στο γιατρό;». Εκείνη με σιγουριά απάντησε: «Δεν χρειάζεται παιδί μου. Έκανα συμφωνία να πάρω τους πόνους από το Μιχαλιώ μου. Εξομολογείται στον π. Αντώνιο. Είναι άριστο παιδί. Το υπεραγαπώ. Έχει σίδερα στο πόδι σ’ αυτό το σημείο. Έχει περάσει πολλά. Θα πάρω τους πόνους και δεν θ’ αφήσω να πονέσει το παιδί»..! Όντως ο Μιχάλης, όπως πληροφορήθηκα, εννέα μήνες, δεν πήρε ούτε παυσίπονο. Έτριβαν τα μάτια τους οι γιατροί.
Όταν ήταν κατάκοιτη, χωρίς ακοή και αντίληψη εγκεφαλική, διαφαινόταν από τα μάτια και τις αντιδράσεις της, μία άλλη δυνατότερη λειτουργία μέσα της. Τίποτα δεν άφηνε απαρατήρητο. Ήμουν εκεί και μετέφεραν δύο Ιερείς στον π. Αντώνιο τα πικρόχολα σχόλια κάποιων άλλων ιερωμένων με εξουσία. Ο π. Αντώνιος θύμωσε και έλεγε: «Μα τι τους κάνουμε; Δεν έχουν άλλα θέματα να ασχοληθούν;». Τότε η γιαγιά, τον κοίταξε αυστηρά με εκείνο το ανεπανάληπτο βλέμμα. Του είπε ένα αγιογραφικό χωρίο που απορήσαμε πως το θυμήθηκε: «για σταμάτα. Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος…τα ξεχνάς; Για κοίταξε εδώ…», του έδειξε μία χάρτινη εικόνα του Αγίου Νεκταρίου που είχαν κολλήσει στον τοίχο δίπλα της. Και είπε: «τούτος ο Μέγας, Μέγας, Μέγας…ξέρεις τι πέρασε από τους γραμματικούς;» (ίσως από τους Γραμματείς και Φαρισαίους της εποχής του).
Κάποτε μία άγνωστη νεαρή γυναίκα, της έφερε το ίνδαλμά της σε φωτογραφία, όπως είπε. Ένα κληρικό με πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα του οπαδισμού μέσω των social media. Δεν τον ξέρω αλλά έχω ακούσει γι’ αυτόν. Η Γερόντισσα, της είπε με τρυφερότητα και αγάπη: «Καλός είναι παιδί μου. Προσέχετε όμως, να μην αλλάζετε το ανεβόλεμα (ανηφοριά) με το βόλεμα. Ο Χριστός ανέβηκε στο Γολγοθά. Εμείς πρέπει με δικό μας Σταυρό να ακολουθούμε πίσω απ’ Αυτόν! Όσο ανεβαίνουμε το δύσκολο αυτό δρόμο, τόσο βλέπουμε τα κάλλη του Θεού! Να αγαπάτε αλλά να μην εμπιστεύεσθε αυτούς που θέλουνε να σασε βγάλουνε τση ενοχές και σασε γεμίζουνε οχιές (πάθη προφανώς). Η χαρά έρχεται από τα δάκρυα της μετανοίας και την εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού…».
Η νυχτερινή προσευχή πάει βολίδα στον ουρανό. Μετά τα μεσάνυχτα ανοίγουν τα επουράνια. Εκείνη την ώρα της πιο κατάλληλης προσευχής, μιλώ στο Θεό για τον Δεσπότη μας τον Μακάριο. Είναι ο επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας. Πολύ τον αγαπώ. Έχει καλή καρδιά. Έπειτα προσεύχομαι για όλα τα Πατριαρχεία και τους Ιεράρχες. Δύσκολο το έργο τους. Να τους φωτίζει ο Θεός να κάνουν λιγότερα λάθη. Όταν ακούσω ένα όνομα Ιεράρχη από το ραδιόφωνο στη Λειτουργία, δεν το ξεχνώ. Εύχομαι τη νύχτα. Να…λέω: «Μελίτωνος, Δωροθέου κ.λπ.».
Κάποτε πήγα απόγευμα, τώρα τελευταία. Μου είπαν η Ριρίκα και η Αντωνία , ότι πήγε μία γυναίκα από το Ηράκλειο. Την ήλεγξε. Δεν το έκανε παλαιότερα, αλλά τελευταία το έκανε όταν χρειαζόταν. Της είπε, όπως μου διηγήθηκαν: «χρώματα, χρώματα, χρώματα αλλάζεις…όλα στο λάκκο…(μάταιη η εναλλαγή πολυτελούς και πολύχρωμου ρουχισμού).», έπειτα της είπε: «ο Μανώλης ο τρίχας έχει τρέλα». Έσκυψε και εξήγησε ψιθυριστά στη Ριρίκα: «μαλλιάς είναι και παπάς. Τρέλα με τα λεφτά, τα μεγαλεία και κάμποσα ακόμη». Η γυναίκα έφυγε μπαρουτιασμένη. Έψεξε προφανώς κάποιο συγγενή η φίλο της Ιερέα. Όταν έφυγε, είπε η γιαγιά: «Δρόμο δρόμο ερχόταν και έλεγε Ιησού, Ιησού! (προφανώς έλεγε την ευχή). Και εδά που της είπα, ο,τι μου ’πε Αυτός να τση πω εμάνισε! Εδά θα με στολίζει καλά…» (γελούσε με την καρδιά της).
Μου έλεγε ότι ο π. Αντώνιος είναι το πιο αγαπημένο της πρόσωπο, το παιδί της. Έλεγε, γελώντας, ότι το δωμάτιό του είναι «φύρδην μίγδην». Ένας σωρός από βιβλία στο κρεβάτι και αυτός αποκοιμάται πολλές φορές πάνω τους.
Μου περιέγραφε πως παρακολουθούσε ένα από τα πιο αγαπημένα της παιδιά. Πήγαινε νοερά στο σπίτι του, τον έβλεπε πως κοιμόταν στον καναπέ του σαλονιού, πως προσευχόταν γονατιστός σε ένα χαλί και ακουμπισμένος σε μία συρταριέρα. Πως έκανε μετάνοιες, πως όταν αντιλαμβανόταν τη γυναίκα του να επιστρέφει στο σπίτι από το παιδί τους που έμενε κοντά, σηκωνόταν γρήγορα και έκρυβε το χαλί στην ντουλάπα…
«Οι γονείς σου ξεβοτανίζουν τώρα το χωράφι! Έτσι δεν είναι;» μου είπε κάποτε . «Ναί έτσι είναι!». «Το ίδιο ισχύει και στο πνευματικό χωράφι! Ξεριζώνεις τα βλαβερά και φυτεύεις τα καλά! Σήμερα, βέβαια, από ελάχιστους γίνεται αυτό! Φοβούνται, διστάζουν να μιλήσουν για τα πάθη, για τις αμαρτίες. Οι Άγιοι ξερίζωναν και μετά φύτευαν. Αν φυτέψεις μέσα στα ζιζάνια, θα πνιγεί το φυτό, δεν θα ευδοκιμήσει… Θα έρθει μεγάλη δυσκολία στην ανθρωπότητα! Αιτία η αμαρτία! Αν δεν επιτρέψει αυτόν τον πόλεμο ο Θεός, το είδος μας δεν θα έχει λόγο υπάρξεως στη γη, εκεί που κατήντησε…»
Δ) ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΣΕ ΕΜΕΝΑ
Ήμουν έγκυος το πρώτο παιδί μου. Όσο πλησίαζε η ώρα της γέννας, με κατέλαβε φόβος. Δύσκολο ψυχολογικό πρόβλημα. Θεωρούσα ότι την ώρα του τοκετού θα έρθει το τέλος μου…Η Γερόντισσά μου έλεγε με μία αδιαμφισβήτητη σιγουριά: «μη φοβάσαι παιδί μου. Σου εγγυώμαι ότι όχι απλά θα ζήσεις, αλλά θα γεννήσεις χωρίς να αισθανθείς το παραμικρό»! Ακριβώς, όπως τα είπε έγιναν. Αν με ρωτούσε κάποιος έπειτα, τι σημαίνει γέννα, δεν θα γνώριζα τι να απαντήσω. Αργότερα μου εξήγησε, ότι αυτό που έπαθα οφειλόταν σε εμβρυακό προσωπικό μου τραύμα! Η μάνα μου, μου εξήγησε η Γερόντισσα, είδε ένα τρομακτικό όνειρο όταν με κυοφορούσε. Αναπτύχθηκε μεγάλη φοβία στην ψυχή της ότι θα πεθάνει στη γέννα. Αυτό το αίσθημα πέρασε στο έμβρυο δηλαδή σ’ εμένα! Το εκδήλωσα κι εγώ στο πρώτο μου παιδί. Όταν ρώτησα την μάνα μου, έμεινε άφωνη. Θυμήθηκε και επικύρωσε το γεγονός!
Στο δεύτερο παιδί μου, έπαθα μετά την γέννα μία μικρή επιλόχεια κατάθλιψη. Νόμιζα πάλι ότι θα πεθάνω σύντομα. Μετά τον σαραντισμό πήγα στην Γερόντισσα. Δεν της ανέφερα το παραμικρό. Κάθισα και απόλαυσα την χαρά και την ζωτικότητα της συντροφιάς της. Όταν έφευγα, με αποχαιρέτησε εγκάρδια και μου είπε: «στο καλό παιδί μου. Και κοίταξε, δεν πεθαίνεις! Δεν πας πουθενά! Εδώ θα είσαι! Ακούς;». Αυτό υπήρξε και η θεραπεία μου.
Πάντα γνώριζε τι μου συμβαίνει και τι σκέπτομαι. Επενέβαινε διακριτικά αλλά και άμεσα. Διόρθωνε η βελτίωνε τις υποθέσεις μου. Τα περιστατικά πολλά που δεν γίνεται να αναφερθούν όλα. Κάποτε μία αδικία μεγάλη από στενό συγγενικό πρόσωπο ταλαιπώρησε τον σύζυγό μου κι εμένα. Δεν είπα τίποτα. Προσπάθησα να το ξεπεράσω. Κάποτε που πήγα στην Γερόντισσα, μου είπε: «η αδικία αυτή θα ξεπερασθεί έτσι κι έτσι..». Έμεινα άφωνη. Όπως το είπε, έτσι κι έγινε.
Συνήθιζα να δίνω κρυφά σε ένα αναγκεμένο πρόσωπο φαγητό. Έδωσα μία Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρή Δευτέρα δεν έδωσα τίποτα. Σκέφτηκα: «Τι θα δώσω τώρα. Ψωμί κι ελιές;». Έπειτα πήγα στην κατάκοιτη πλέον Γερόντισσα. Εκείνη με κοίταξε στοργικά και μου είπε: «Έπρεπε να δώσεις φαγητό. Άλλη φορά θα δίνεις έστω ένα χουφτιδάκι» και μου έδειξε με το χέρι της. «Είναι ηλικιωμένο το πρόσωπο».
Είχα ένα οδυνηρό πρόβλημα υγείας. Κατά καιρούς εμφανιζόταν έντονα και υπέφερα πολύ. Φαινόταν θεραπευτικά αξεπέραστο. Μία μέρα πήγα στην κατάκοιτη Γερόντισσα. Φεύγοντας με αγκάλιασε και με φιλούσε. Έπειτα, έκανε μία κίνηση με το χέρι της και σαν κάτι να αφαίρεσε από το σημείο που υπέφερα. Στη συνέχεια έκανε μία έντονη κίνηση, σαν να το έριξε κάτω με ορμή και είπε: «Να βγάλω και να πετάξω ετούτονε το κομπαλάκι να μη σε πειράζει»! Αυτό ήταν! Η θεραπεία μου δεδομένη διά χειρός της Γερόντισσας!
Ένα στενό οικογενειακό μου πρόσωπο υπέφερε από ένα αυτοάνοσο πρόβλημα. Τα φάρμακα δεν βοηθούσαν. Πήγε μία μέρα στη Γερόντισσα. Δεν πήγε για το θέμα της δυσκολίας που αντιμετώπιζε. Επιθυμούσε γενικά να ζητήσει την ευχή της. Κάθισε δίπλα στο κρεβάτι της. Αυθόρμητα η γιαγιά, βγάζει το χέρι από την κουβέρτα και σταυρώνει το επώδυνο σημείο του οικείου μου προσώπου. Αυτό ήταν! «Ιάθη παραχρήμα» για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της Γραφής! Μάλλον, διαπίστωσε την πλήρη ίαση όταν επέστρεψε στην οικία του!
Μετά την Οσιακή της κοίμηση, την παρακάλεσα με θερμή προσευχή και δάκρυα. «Θα επικοινωνούμε η τελείωσε η μεταξύ μας σχέση;» της έλεγα. Το ίδιο βράδυ ήρθε ολοζώντανη, αστραφτερή, πανέμορφη στον ύπνο μου. Γενικά δεν δίνω καμία σημασία στα όνειρα ως πεδίο δράσης του σατανά. Όμως, αυτό που είδα, ήταν αλλιώτικο. Ήταν ζωντανό, ξεκάθαρο, γλυκό, ήρεμο, κατανυκτικό, ειρηνικό. Την είδα να μπαίνει στο σπίτι μου με την Μοναχική της φορεσιά. Κρατούσε στα χέρια τον ξύλινο Σταυρό που συνήθως χρησιμοποιούσε. Μου χαμογελούσε και με σταύρωνε στο σημείο που παλαιότερα με θεράπευσε από το χρόνιο πρόβλημα που είχα…Ένοιωθα σαν βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του! Ξύπνησα και είχα άρωμα και αίσθηση παραδείσου!
Άλλοτε, πάλι, την είδα ακόμα πιο νέα. Ένοωσα ακριβώς τα ίδια συναισθήματα. Κρατούσε ένα σιδερένιο καρότσι γεμάτο τυλιγμένα δώρα! Τόσα πολλά που έπεφταν και τα μάζευαν. Περνούσε μέσα από πολύ κόσμο και χαρούμενη μοίραζε. Οι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, έπαιρναν από τα χέρια της και πανηγύριζαν! Το επόμενο πρωί κάποιος μου έστειλε στο κινητό, μία φωτογραφία από τον τάφο της. Δίπλα ακριβώς, υπήρχε το καρότσι που είδα το προηγούμενο βράδυ ότι κρατούσε! Ήταν ακριβώς το ίδιο! Με τα ίδια σημάδια! Κάνανε εργολαβικές εργασίες και βρέθηκε το καρότσι δίπλα στον τάφο της! Η Γερόντισσα, το χρησιμοποίησε σαν νοερό μεταφορικό μέσο, για να μεταδίδει την αφθονία των θεικών δωρεών στους ανθρώπους! Εκείνων που τώρα διαχειρίζεται. Και μου το έδειξε, πριν δω την συγκεκριμένη φωτογραφία!
Εξακολουθεί και μετά θάνατον να δηλώνει «παρούσα»! Ήμουν στον τάφο της, όταν τηλεφώνησαν δύο Αρχιμανδρίτες στον παρόντα εκεί π. Αντώνιο, ένας από την Εκκλησία της Ελλάδος και ένας από την Κρήτη. Του είπαν, θαυμαστές επεμβάσεις της Γερόντισσας σε οξύτατα θέματα υγείας που αντιμετώπιζαν!
Και μία νεαρή μανούλα πολύτεκνη. Είχε φέρει μία θεία της την φωτογραφία της στη Γερόντισσα, ενώ ακόμα ζούσε. Την κοίταξε η Γερόντισσα, συνοφρυώθηκε από τον πόνο και είπε: «Σαν την άμμο της θάλασσας το κακό στην κεφαλή»! Είχε όντως, διάσπαρτους μεταστατικούς όγκους στο κεφάλι. Η θεία της, μετά την κοίμηση της Γερόντισσας, πήγαινε με άλλους συγγενείς στον τάφο της και την παρακαλούσε. Ένα βράδυ την είδε χαμογελαστή ολοζώντανη μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Της μετέφερε και τον πατέρα της να τον δεί. Είχε φύγει προ πολλού με ανακοπή. Νέος άνθρωπος. Την ενθάρρυνε. Η ανιψιά έκανε μαγνητική. Ούτε καρκινικό κύτταρο δεν βρέθηκε στο κεφάλι της!
Τώρα η Γερόντισσα, μας προσκαλεί κι εμάς στην οδό της αγιότητας! Έχει άλλα μέτρα και μεγαλύτερες δυνατότητες εκεί που ζει! Στην αιωνιότητα του Θεού! Τρέχει χωρίς κανένα φραγμό πλέον! Η μεγάλη φιλανθρωπία της, έγινε συνεχής θαυματουργία! Το μεγάλο θαύμα της θα είναι, να μας εντάξει στην οδό της αγιότητας. Κανένας μας δεν αποκλείεται. «Άγιοι εισί πάντες όσοι πίστιν ορθήν μετά βίου έχουσιν. Καν σημεία μη εργάζωνται, καν δαίμονας μη εκβάλλωσιν, άγιοι εισί» (Ε.Π.Ε. 23,366) κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Άρα εργαζόμενοι μέσα στην Εκκλησία τις εντολές του Χριστού και επιμελώς μετανοούντες, αγιαζόμαστε. Εισερχόμαστε στην συχνότητα των Αγίων! Τους νοιώθουμε και μας νοιώθουν! Τους ζητάμε και μας φροντίζουν! Μέχρι να ενταχθούμε, έστω στοιχειωδώς καθαιρόμενοι στους κόλπους τους δικούς τους.
Τα δικά της υπερφυσικά χαρίσματα, αποτελούν κινητήριο μοχλό, να υιοθετήσουμε και εμείς στοιχειωδώς, τα δικά της εμπνευσμένα και αξιοθαύμαστα αγωνίσματα! Να στοχεύσουμε στις αρετές της, που απεκάλυψαν ζωντανά στην ένθεη βιοτή της, την ζωή του Χριστού! Μας παρακινούν, να βλέπουμε τους πρώτους του πνευματικού σταδίου και όχι τους τελευταίους…Η έκπληξη των θαυμάτων της πρέπει να γίνει, για μας, τους εξεστηκότες περιλειπομένους, μαθητεία Χριστού και αγωγή των ενεργημάτων μας. Αν αποκοπούν τα χαρίσματα απ’ αυτήν την προοπτική, καταντούν ένα σκέτο θρησκευτικό «φολκλόρ», που δεν ωφελούν σε τίποτα, αλλά μάλλον, αποπροσανατολίζουν κιόλας ,όπως των πλανεμένων τα διαφημίσματα…
Βασίμως, ευελπιστώ, ότι θα συναντήσω και πάλι την Γερόντισσά μας να με περιμένει με λευχειμωνούσα θεούφαντη στολή στο κατώφλι του μέλλοντος αιώνος. Κι εμένα και πολλούς. Ας είμαστε ανάξιοι. Εμείς, εκεί, πάντα, με ελπίδα θα αποτεινόμεθα και ο διάβολος κατησχυμμένος θα τρίβει τα μάτια του. Γιατί, και η ευτέλειά μου και όσοι την αγάπησαν , έχουμε «σπέρμα εν Σιών και οικείους εν Ιερουσαλήμ» (Ησ. 31,9). Σαν την οσίαθλη Γαλακτία ! Την Γερόντισσα όλων μας! Την οποία καθικετεύουμε «μη διαλείπει πρεσβεύειν υπέρ υμών». Αμήν!
Γράφει η ΜΑΡΙΑ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ/orthodoxia.gr