Το μήνυμα της Επανάστασης του 1821 βρίσκει τον Αθω να δονείται από ενθουσιασμό. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και τα πνεύματα εξημμένα.
Η διάδοση της συγκλονιστικής είδησης του απαγχονισμού του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (10 Απριλίου 1821), της τραγικής εκείνης μορφής της τόσο συνδεδεμένης με το Αγιον Όρος. Η αναγγελία της Επανάστασης στο Μωριά και η μόνιμη τούρκικη τυραννία, είναι ισχυρά εναύσματα για ν ανάψουν μεγάλη πυρκαγιά.
Στον πυρετό της Επανάστασης οι Μονές παραχωρούν στους επαναστάτες τα κανόνια τους, πυρομαχικά και τρόφιμα, ενώ μετατρέπουν τα χαλκιάδικα σε οπλουργεία.
Η Ιερά Κοινότητα συντονίζει τις ενέργειες όλες, κι αυτή συγκεντρώνει τα χρήματα του αγώνα. Ταυτόχρονα καλεί τον Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκεται από το Μάρτιο του ιδίου έτους στη Μονή Εσφιγμένου να παραλάβει τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
Ήταν πολύ εντυπωσιακός ο ξεσηκωμός εκείνος και δεν επέτρεπε αμφιταλαντεύσεις. Ένα θούριο ποίημα Αγιορείτη υμνογράφου, ψάλλει εναντίον του «αιμοβόρου τυράννου Σουλτάν χασάπη» και προσανατολίζει τις συνειδήσεις των επαναστατών στην ένδοξη Ιστορία τους:
Ναι, ω πατριώται μου, ας ορκισθώμεν
ή να νικήσωμεν ή να χαθώμεν
θάνατος ο ένδοξος ειν ίδιον ημών.
Γενναίοι οπλίται, μαζί πολεμείτε
τους τυράννους φωνείτε: σηκτίριν μπουρτά!
Ας επαναλάβωμεν κάθε φροντίδα
να ελευθερώσωμεν φίλην πατρίδα
ναι να ανακτήσωμεν την γην την πατρικήν
Αλλά και η Ιερά Κοινότητα, χωρίς ποιητική έξαρση, όπως ο παραπάνω στιχουργός, με ανυποχώρητη όμως σταθερότητα, έγραφε προς όλους τους μοναχούς:
«Να στεκώμεθα δια το καλόν του Κοινού μας έως θανάτου κατά χρέος… μάχου υπέρ Πατρίδος και Πίστεως».
Κι οι αντιπρόσωποι των Μονών μεταβαίνουν στα πεδία των μαχών και εμψυχώνουν τους μαχητές τους «εν όπλοις αδελφούς Κελλιώτας και άλλους» «ποτέ μεν με λόγους αδρούς και δραστηρίους, ποτέ δε δι υποσχέσεων μεγάλων εκκλησιαστικών βραβείων, ποτέ δε δια δόσεως …», «δια να πολεμούν όλοι με περισσότερον θάρρος και θερμότερον ενθουσιασμόν, και επομένως να καταβληθή ο εχθρός».
Επιστρατεύει έναν ασκητή «επιστήμονα κατασκαφής χανδακίων», «μαστόρι τογραματζί» που εργαζόταν στον Αλή Πασά και στέλνει στη Βίγλα να επιστατήσει στη διάνοιξη τάφρων.
Άλλος πάλι, ο Διονύσιος Πύρρος ο φαρμακοποιός, επιστρατεύεται για την κατασκευή πυρίτιδας.
Επίσης επιστρατεύονται τοπζίδες, δραγουμάνοι, ράφτες, κανονιέροι.
Προσευχές διαβάζονται στους ναούς και κινούν σε συμπάθεια τη Μητέρα του Θεού: «Αφάνισον, Δέσποινα, τας εν τω μέσω ημών μνησικακίας, και χάρισαι ημίν αγάπην, ειρήνην, ομόνοιαν … (οι τύραννοι) δια την μεγάλην αυτών απανθρωπίαν, εισίν άνθρωποι άσπλαγχνοι και λύκοι αχόρταστοι. Ελευθέρωσον ημάς τα τέκνα σου νυν, Δέσποινα, ελευθέρωσον εκ των χειρών των Αγαρηνών και λύτρωσαι ημάς ταχέως εκ της πικράς και πολυχρονίου αιχμαλωσίας …».
Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο αγνός εκείνος και ανιδιοτελής πατριώτης, μετά την επίσημη ανακήρυξή του σε αρχιστράτηγο του αγώνα, κατά την τελετή που έγινε στο Πρωτάτο, μεταβαίνει στον Πολύγυρο, όπου κηρύσσει την Επανάσταση, στα επαναστατημένα ήδη χωριά της Χαλκιδικής. Ο στρατός αποτελείται από 3.900 πολεμιστές. Από αυτούς οι 1.000 τουλάχιστον είναι Αγιορείτες μοναχοί.
Δύο Μονές, η Εσφιγμένου και η Χιλιανδαρίου γίνονται τα προκεχωρημένα φυλάκια.
Η Εσφιγμένου, έχοντας ηγούμενο τον Ευθύμιο, ιδιαίτερο γραμματέα του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, φιλικό και στενό συνεργάτη του Εμμ. Παπά, δίνεται ολόκληρη, με όλους τους μοναχούς της, στην Επανάσταση.
Εντός του Όρους, «με θέλημα του Άρχοντος (του Εμμ. Παπά) και των Πατέρων του Όρους, εψηφίσθη ο κυρ Νικηφόρος (ο Ιβηρήτης) διοικητής και κριτής…, να κρίνη δηλαδή και να διορθώνη τον καθένα με φόβον Θεού και διάκρισιν πολλήν, ως επίσταται».
Οι Τούρκοι κατά τις επόμενες μέρες θ’ αντιληφθούν και θα πληροφορηθούν ότι πυρίτιδα υπάρχει λιγοστή στο στρατόπεδο των Ελλήνων: «μπαρούτι, το οποίον είναι πολλά σπάνιον και σχεδόν ελλειπές διόλου» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Έτσι οι όροι αντιστρέφονται. Οι αμυνόμενοι αρχίζουν να γίνονται οι επιτιθέμενοι: «…των ασεβών, των ελθόντων μέχρι Κομίτζης και καθ’ εκάστην με μέγα θράσος και αφοβίαν εφορμούντων. Επειδή κατέκαυσαν όλα τα χωρία και μετόχια, ομού με τους καρπούς … και τα μέγιστα απελπισθέντες (οι επαναστάτες) ήρξαντο κατά μέρος δραπετεύειν …» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Οι υπερασπιστές, όσοι δεν πτοούνται – μοναχοί και λαϊκοί – «στέκονται αργοί, με το να μη έχουν φυσήκια» (Ιερά Κοινότης προς Παπά, 26 Ιουν.). Οι εχθροί πυρπολούν και την Ιερισσό, το τελευταίο προπύργιο της ηπειρωτικής Χαλκιδικής, πριν να εφορμήσουν στις Χερσονήσους: «…οι εχθροί μας ανεχώρησαν από Ερισόν, καίοντες διόλου το χωρίον» (πλοίαρχος Αθ. Μαργαρίτης προς Παπά, 13 Ιουλ. 1821). Οι δύο όμως Χερσόνησοι παραμένουν ελεύθερες: «Κατά το παρόν καταπολεμούμεν τους εχθρούς εκ των δύο χερσονήσων, της τε Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους, ερχομένους καθ’ εκάστην καθ’ ημών με ωμότητα και θηριωδίαν …» ( Παπάς προς Λ. Κουντουριώτη, 4 Αυγ.). Στα στρατόπεδα δεν είναι μόνο η έλλειψη των πυρομαχικών πιεστική, αλλά και των τροφίμων. Όμως πιο τραγικό είναι η διχόνοια που εγείρεται μεταξύ των δύο αρχηγών: του Εμ. Παπά και του Ρήγα Μάνθου. Οι δύο άντρες έρχονται σε ρήξη κατά το τέλος Ιουλίου με άγνωστη έκβαση. Αλλά και όλες μαζί οι νίκες των επαναστατών έμελλε να υπερκεραστούν από μια και μόνο ήττα, εκείνη της 15 Σεπτ., στην αμυντική γραμμή της Κασσάνδρας.
Η τούρκικη επέλαση είναι σαρωτική. Στις 27 Οκτωβρίου (παλαιό ημερολόγιο) οι Τούρκοι εισέρχονται στον Πολύγυρο. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται: διαδραματίστηκαν τέτοιες «σκηνές φρικτής ακολασίας και απανθρωπίας, που για δεκάδες χρόνια έμειναν ζωηρά χαραγμένες στη μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων». Τρεις μέρες μετά ( 30 Οκτωβ.) διασπάται το αμυντικό τείχος της Κασσάνδρας και η χερσόνησος εκείνη παραδίνεται στις φλόγες. Οι χριστιανοί έχουν καταφύγει έντρομοι στον Άθω, στον μόνο τόπο που δεν πάτησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι. Οι ώρες είναι πολύ κρίσιμες και οι πολλαπλές μέριμνες της Ιεράς Κοινότητος επαυξάνουν την αγωνία της, να διαφυλάξει την ακεραιότητα του Τόπου και των 7.000 γυναικοπαίδων από τη Χαλκιδική και τα γύρω νησιά που βρίσκονται εδώ από την έναρξη της Επανάστασης.
Η ερήμωση του Όρους και της λοιπής Χαλκιδικής είναι τραγικά και αξιοθρήνητη. Ο αριθμός των μοναχών από «2.980 ονόματα», τον Αύγουστο του 1821, μειώθηκε σε λίγους μήνες, κατά δύο τρίτα. Ο Άθως στενάζει, χωρίς να βρίσκει διαφυγή. Από την ημέρα της συνθηκολόγησης (15 Δεκ. 1821) βρίσκονται εγκατεστημένοι στο Όρος 3.000 τούρκοι οπλίτες.
Όσο περνά ο καιρός, τόσο και οι συνέπειες από την εγκατάσταση των τούρκων στα σκηνώματα αυξάνουν την ερήμωση. Το μόνο πολύτιμο που έμεινε στις Μονές είναι οι μολυβένιες πλάκες στις σκεπές των ναών, τις οποίες κρατούν οι μοναχοί στις θέσεις τους με κάθε θυσία. Χαρατζής (= φοροεισπράκτορας) που στέλνεται από την Πύλη για τη λήψη του ετήσιου φόρου στάθηκε αδύνατο να συγκεντρώσει το μουκατεσά (=καθυστερημένα χρέη) που έφτανε τις 17.945 γρόσια.
Τέλος στις 13 Απριλίου του 1830, την Κυριακή του Θωμά, τα δεινά του Άθω παίρνουν τέλος. Ο τουρκικός στρατός αποχωρεί και σιγά σιγά θ’ αρχίσει ν’ αποκαθίσταται η τάξη. Την 1 Ιουνίου του ιδίου έτους αρχίζει και η λειτουργία της Επιστασίας. Το τίμημα σε ζωές, κτίρια και κειμήλια ήταν αδρότατο. Όμως όλ’ αυτά ωφέλησαν την Ελληνική Επανάσταση. Δεν ήταν μόνο η 9χρονη καθυστέρηση πολλών Τούρκων οπλιτών μακριά από τις εστίες πολέμου στη Ν. Ελλάδα, αλλά και η εξάμηνη καθυστέρηση 10.000 άλλων κατά το 1821 στη Χαλκιδική. Κι όλα αυτά τα καλά οφείλονται στους Αγιορείτες, σύμφωνα και με τη φράση του θηριώδη εκείνου σερασκέρη Μουράτ, προς αυτούς: «αυτή η αποστασία έγινε από σας τους καλογήρους …»
Οι μοναχοί, όσοι έμειναν κατά το διάστημα εκείνο στο Όρος, κυριολεκτικά «εθανατομάχησαν και υπέφεραν εν άκρα υπομονή και γενναιότητι τοσαύτας βασάνους επί δεκαετίαν εν τω ιερώ αυτώ τόπω, και με θυσίαν της ζωής των διετήρησαν τα ιερά σκηνώματα …» όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο πατρ. Κωνστάντιος 1830). Αυτοί οι μοναχοί είναι οι πιο ηρωικοί άντρες σ’; όλη την Ιστορία του Αγίου Όρους. Οι φόροι που πλήρωνε το Όρος ετησίως έφταναν τις 20.000 γρόσια. Το ποσό αυτό κατά την περίοδο που εξετάζουμε, υπερτετραπλασιάστηκε, φτάνοντας τις 89.000. Εκτός από την πάγια εισφορά των 200.000 γρ.
Τα «διπλά βιβλία» των μοναστηριών
Το 1821 στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής, μετά την καταστολή της Επανάστασης, υπεγράφη συνθήκη που αφορούσε στη συνθηκολόγηση και αμνηστία των αγιορειτών. Τα συμφωνηθέντα και υπογραφέντα όμως δεν τηρήθηκαν και, αρχομένου του 1822, ολόκληρο το Αγιονόρος κατελήφθη στρατιωτικώς. Έτσι οι τούρκοι στρατιώτες, που ανήρχοντο σε χιλιάδες, έγιναν μόνιμοι κάτοικοι της μοναχικής πολιτείας έως της 1ης Απριλίου 1830. Μέχρι και σ΄ αυτά τα Καυσοκαλύβια ήταν εγκατεστημένα ένοπλα αποσπάσματα! Τα όσα υπέστησαν τα Μοναστήρια, οι Σκήτες, τα κελλιά και γενικώς όλοι οι μοναχοί του Αγίου Όρους κατ΄ εκείνη την ενναετή περίοδο είναι πέρα πάσης περιγραφής, αφού ο στρατός αυτός απέβη μισθοδοτούμενος και τρεφόμενος αποκλειστικώς απ΄ αυτούς …
…Φυσικά, τότε υπέρ ποτέ οι Τούρκοι επεδίωξαν να μη μείνη ούτε ένα τουφέκι ή οποιοδήποτε άλλο πολεμικό αντικείμενο σε χέρια μοναχών ή λαϊκών στο Όρος. Και δεν έκαναν μόνο τα όσα νόμιζαν τελεσφόρα από πλευράς των, αλλά με απειλές διέταζαν και την Ιερά Κοινότητα να ενεργήση τα δέοντα διοικητικώς για την συγκέντρωσί των οποθενδήποτε και την παράδοσί των. Τι να έκανε η Ιερά Σύναξις; Συμφωνούσε, απεφάσιζε σχετικώς, εξαπέλυε γράμματα και εγκυκλίους προς τα Μοναστήρια και τους ηγουμένους και απαιτούσε την αυστηρή εφαρμογή των διαταγών…
Ας δούμε τώρα την τύχη αυτών των… διαταγών.
Και πρώτα ένα απόσπασμα από την επίσημη απαντητική επιστολή της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας:
«…Περί δε των απηγορευμένων αρμάτων απ΄ αρχής οπού εξεδόθη η προσταγή του ύψους του, εις το να μη μείνη κανένα μέσα εις το Όρος, επασχίσαμεν μεγάλως δια να συναχθώσι και να δοθώσι, δια τα οποία και λόγον επ΄ εκκλησίας εις τρεις και τέσσαρας φοράς εγράψαμεν και με απειλάς και με παρακινήσεις. Τινές όμως, τον Θεόν μη φοβούμενοι…, έκρυψαν μέσα εις τα βουνά και σπήλαια άρματα χωρίς της ειδήσεώς μας, τους οποίους και πολλάκις ερωτήσαντες είπον το δεν έχομεν».
Πως ενεργούσαν όμως, ταυτόχρονα, οι μοναχοί της Λαύρας; Εξαπέλυαν κυνηγητό για να συλλάβουν ή να καταδώσουν αυτούς που δεν παρέδιδαν τον οπλισμό;
Διαβάζουμε στον χειρόγραφο Κώδικα υπ΄ αριθ. 12 που φυλάσσεται στο Αρχείο της Μονής:
Σελ.297: ήλθεν ο Προηγούμενος Νικηφόρος από την Λήμνον με προσκυνητάς και έκαμε την παράδοσιν γρόσια 303 και ένα τουφέκι καλόν δια γρόσια 200 και έγιναν πεντακόσια τρία όλα.
Σελ. 305: ήλθεν ο Νικηφόρος από την Σόφιαν με προσκυνητάς και έκαμε παράδοσιν γρόσια 881 μετρητά και δυο μουλαράκια, δια γρόσια 200 και μία ζυγή πιστόλια δια γρόσια 100.
Σελ. 309: ήλθεν ο Προηγούμενος Συμεών από Μέγα Τούρνοβον με προσκυνητάς και έδωκεν γρόσια 502 ήτοι ομού με ένα τουφέκι.
Σελ. 313: ήλθεν ο Προηγούμενος Αθανάσιος και ο Επίτροπός μας ΠαπαΣμήλιος από Στρώμνιτσα και έκαμαν παράδοσιν όπου έφεραν γρόσια 936 και μια ζυγή πιστόλια και εν ωρολόγιον του κόρφου, και τα εκράτησεν ο Προηγούμενος.
Σελ. 319: …παρά του προσκυνητού του Προηγουμένου Γερασίμου από Φιλιππούπολιν δια του Γέροντος Αντωνίου, συνοδεία αυτού, και ένα τουφέκι δια γρόσια 45, και έγιναν γρόσια άπαντα…
Σελ. 345: …ο Γέρων Ιάκωβος Βούλγαρης, έκανε και ταύτα 500 γρόσια, εν αργυρούν κανδήλιον 25 γρόσια, εν αργυρούν περιζώνιον 75 γρόσια, εν τουφέκιον και δύο πιστόλια 12 γρόσια, έτι εν έτερον πιστόλιον…
Αυτά ήταν τα επίσημα έγγραφα που συνέτασσαν η Ιερά Κοινότητα και τα Μοναστήρια, κάτω από το βλέμμα του κατακτητή, και διαφορετική ήταν η πραγματικότητα, όπως φαίνεται στους Κώδικες των Μοναστηριών (τα δεύτερα βιβλία).
Αγιορείτες πρόδρομοι του Κ.Κανάρη
Δικαιωματικά βέβαια κατείχε ο Κανάρης τα εύσημά του και τη δόξα του για το κάψιμο της τουρκικής ναυαρχίδος, ώφειλε όμως να γνωρίζει ότι στα μπουρλότα και στα πυρπολικά δεν ήταν ο «πρώτος». Τον πρόλαβαν και προηγήθηκαν οι καπεταναίοι των αγιορειτικών νερών, που πήραν τα καΐκια των Μονών, τα μετέτρεψαν σε πυρπολικά και, πλησιάσαντες αθόρυβα, τα κόλλησαν στη βασιλική «Καπετάσια» και σε άλλα βρίκια του στόλου που ναυλοχούσε στον κόλπο της Αμμουλιανής και τα λαμπάδιασαν για καλά μαζί με τα πληρώματά τους, από τα οποία ελάχιστοι σώθηκαν και περιθάλφθηκαν για ευνόητους λόγους πάλι από τις Μονές. «…12 φελουκατζίδες εκ των βασιλικών καραβίων…, 30 ετέρους φελουκατζίδες εκ των βασιλικών καραβίων…, των καραβοκαέντων γεμιτζίδων (ναυτών) δια 22 ημέρας».
Τα πάνδεινα υπέμεινε τότε (1810) το Όρος, αφού ενοχοποιήθηκε από την Υψηλή Πύλη, και για δύο χρόνια σε βάρος του ετρέφοντο 500 εργάτες και 250 επιστατούντες τούρκοι ναυτικοί, που έκαναν προσπάθειες να ανασύρουν από το βυθό τα κανόνια των πλοίων, για να μη περιέλθουν στα χέρια των ελλήνων.
«Ποίοι ακριβώς ήσαν οι πρόδρομοι αυτοί του Κανάρη και του Βότση, το παράδειγμα των οποίων εφώτισε το έργον της επαναστάσεως, μοι είναι άγνωστον. Κατά την επανάστασιν ευρέθησαν οι συνεχισταί, οίτινες επυρπόλησαν δύο εισέτι πλοία εις τον αυτόν κόλπον του Αγίου Όρους, εν εις τα Καρτάλια της Σιθωνίας και εν (την ακτοφυλακίδα φρεγάταν) εις τον λιμενίσκον της Ι.Μ. Ξηροποτάμου παρά την Δάφνην. Επομένως το Τουρκικόν Ναυτικόν εστερήθη πέντε πλοίων κατά τας παραμονάς της επαναστάσεως» (Κωδ. Δ΄ Ι.Κ.., φ. 169α και Αλ. Λαυριώτου, μν. Έργ., σελ. 60-61).
… Ως πολύ άτυχο χαρακτήριζαν οι Γεροντάδες τον πατέρα Χαρίτωνα από το Καρακαλληνό κελλί Άγιος Νικόλαος, ο οποίος, σ’ ένα από τα πολλά δρομολόγια διακινήσεως και διανομής όπλων με τη βάρκα του, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει, κατά την τελευταία στιγμή, το πήδημα μέσα σ’ αυτήν δύο ενόπλων τούρκων, για να τους μεταφέρει, ήθελε δεν ήθελε, στον αρσανά της Λαύρας. Απρόοπτο του ήλθε. Δεν είχε καλοκρύψει το «φορτίο» και βρέθηκε σε δεινότητα θέσεως, όταν είδε πως οι τούρκοι κόλλησαν τα μάτια τους στον οπλισμό, και επομένως κατάλαβαν τι είδους «θελήματα» και μεταφορές έκανε κάθε τόσο…
Δεν ήταν μόνο η σκέψη του τι περίμενε τον ίδιο. Τον έκανε αλλόφρονα η αποκάλυψη πολλών μυστικών του αγώνος. Και ο ευλογημένος, αφού «το έλεγαν» βέβαια τα κότσια του, έδωκε μια σπρωξιά στον ένα, που άρχισε αμέσως να αμολάει μπουρμπουλήθρες από τα βαθιά νερά. Ο άλλος πάλι δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, γιατί του άνοιξε το κεφάλι με το τσεκούρι, που είχε πάντοτε στη βάρκα.
Μετάνοιωσε βέβαια και έκλαψε πολύ για τον πνιγμό και τον φόνο. Ιδιαίτερα αυστηρός δείχτηκε και ο πνευματικός του κατά την εξομολόγηση…
Η απελευθέρωση του 1912
Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1912, από το λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, αποπλέει Μοίρα του Ελληνικού Στόλου με επικεφαλής το θρυλικό Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, και κατευθύνεται προς το Άγιο Όρος.
Η παρουσία των πολεμικών σκαφών στα ανοικτά της χερσονήσου του Άθω, γίνεται αντιληπτή από τους μοναχούς των παραθαλασσίων μοναστηριών και κελλιών και κάτω από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες εκατοντάδων καμπάνων τα πλοία πλησιάζουν τις ακτές του Αγίου Όρους.
Στις 11.30 οι Μονές φέρονται σημαιοστολισμένες ενώ οι μοναχοί αλλαλάζοντας από χαρά κανονιοβολούν και τυφεκιοβολούν. Το Θωρηκτό “Γ. Αβέρωφ” ανταποδίδει με 21 χαιρετιστήριες βολές.
Στη Δάφνη αγκυροβολεί το Αντιτορπιλικό «Θύελλα» και αποβιβάζει άγημα από 40 άνδρες, οι οποίοι ανεβαίνουν και απελευθερώνουν τις Καρυές. Ο επικεφαλής αξιωματικός του αγήματος «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων» επικυρώνει την αποβατική ενέργεια και χαρακτηρίζει τον Καϊμακάμη, τους υπαλλήλους και τη μικρή τουρκική δύναμη «ως αιχμαλώτους πολέμου άνευ πολεμικής τινός ενεργείας». Ταυτόχρονα στη Δάφνη και στις Καρυές υψώνεται η Ελληνική Σημαία.
Το «Γ. Αβέρωφ» με τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» κατευθύνονται στον όρμο του Πρόβλακα, κοντά στα Νέα Ρόδα, όπου αποβιβάζουν 200 άνδρες, οι οποίοι καταλαμβάνουν την διώρυγα του Ξέρξη. Από τη στιγμή αυτή, στις 2 Νοεμβρίου 1912, μετά από 488 χρόνια υποδουλώσεως, ταπεινώσεων και πολλών περιπετειών, το Άγιον Όρος απελευθερώνεται. Στις 18.00 τα πλοία αποπλέουν για Λήμνο, εκτός του “Θύελλα” που σπεύδει προς Ικαρία.
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των Μονών, εκτός της Ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη, δια της οποίας διαπιστωνόταν η κατάλυση των τουρκικών αρχών. Η επίσημη δε πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912.
Στις 4 Νοεμβρίου 1912 η Ιερά Κοινότητα αποστέλλει ευχαριστήριο τηλεγράφημα για την απελευθέρωση του Αγίου Όρους στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος και απάντησε ως εξής:
«Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
Εν Αθήναις τη 25η Νοεμβρίου 1912
Πανοσιολογιώτατοι,
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως αποδεχόμενος τον φιλόστοργον υμών ασπασμόν ευχαριστώ από μέσης καρδίας επί ταις τιμητικαίς εκφράσεσι, δι’ ων με περιβάλλουσι αι υμέτεραι Αγιότητες.
Αντισυγχαίρων δε επί ταίς νίκαις, αίτινες θεία συνάρσει στέψασαι τα ελληνικά όπλα απελύτρωσαν και τους της Αθωνιάδος τόπους, επικαλούμαι τας προς τον Ύψιστον υμετέρας δεήσεις υπέρ της κατά τους κοινούς πόθους περατώσεως του Ιερού αγώνος.
Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος».
Πηγές: Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη
Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα, του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, σελ. 335-339