Την κατάργηση ή ουσιαστική τροποποίηση διατάξεων νόμου που, όπως καταγγέλλουν, στοχοποιούν αποκλειστικά τον κλήρο ζήτησαν εκπρόσωποι της Ένωσης Κληρικών της Εκκλησίας της Κρήτης και του Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος κατά τη συνάντησή τους με τον γ.γ. του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Στο επίκεντρο βρέθηκαν οι παράγραφοι 14 και 15 του άρθρου 347 του νόμου 4957/2022, τις οποίες οι κληρικοί χαρακτηρίζουν «θεσμικά άδικες» και «επικίνδυνες για τη δημοκρατική ελευθερία λόγου».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι κληρικοί έθεσαν εξαρχής το βασικό τους αίτημα: να ισχύει για τους ιερείς ό,τι ισχύει για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, χωρίς εξαιρέσεις που οδηγούν –όπως υποστηρίζουν– σε προκαταβολική ποινική και υπηρεσιακή τιμωρία. Οι συγκεκριμένες διατάξεις προβλέπουν ότι, σε περιπτώσεις καταγγελιών για συκοφαντική δυσφήμιση ή διασπορά ψευδών ειδήσεων, κινείται ποινική δίωξη και επιβάλλεται αργία με περικοπή μισθού χωρίς προηγούμενη απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου, αποκλειστικά για τον κλήρο.
Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μίλησαν ανοιχτά για «νομοθετική φίμωση», τονίζοντας ότι οι ρυθμίσεις αυτές δημιουργούν ένα καθεστώς φόβου και αυτολογοκρισίας, ιδιαίτερα σε κληρικούς που τοποθετούνται δημόσια για κοινωνικά ή εκκλησιαστικά ζητήματα. Όπως σημείωσαν, δεν ζητούν προνομιακή μεταχείριση, αλλά ίση μεταχείριση απέναντι στον νόμο και τις πειθαρχικές διαδικασίες του Δημοσίου.
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Κουτσούμπας εμφανίστηκε θετικός στο αίτημα, υπογραμμίζοντας ότι το ΚΚΕ έχει διαχρονικά ευαισθησία στα εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά ζητήματα του κλήρου. Υπενθύμισε μάλιστα ότι σε παλαιότερη πρόταση νόμου του κόμματος για τις σχέσεις κράτους–εκκλησίας προβλεπόταν η συνέχιση της μισθοδοσίας και η διατήρηση του ασφαλιστικού καθεστώτος των ιερέων.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο γ.γ. του ΚΚΕ χαρακτήρισε το αίτημα «δίκαιο» και δεσμεύτηκε πως το κόμμα θα κάνει ό,τι μπορεί για την απάλειψη των επίμαχων διατάξεων, ώστε να μην υπάρχει ειδικό ποινικό καθεστώς για τον κλήρο σε σχέση με όσα προβλέπει η νομοθεσία και η πρακτική της Βουλής των Ελλήνων για τους υπόλοιπους δημόσιους λειτουργούς.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με την επισήμανση ότι το θέμα δεν αφορά μόνο την Εκκλησία, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της ισονομίας και της θεσμικής προστασίας της ελεύθερης έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία.



















