Ελλάδα – Τουρκία: Η γεωπολιτική σκακιέρα στην Ανατολική Μεσόγειο αναδιατάσσεται με φόντο τη συνάντηση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και την ταυτόχρονη ακύρωση της συνάντησής του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπανικολάου
Η Ελλάδα παρακολουθεί στενά τις κινήσεις της Άγκυρας και επιχειρεί να διαβάσει πίσω από τις γραμμές της επίδειξης ισχύος, την ώρα που τα διεθνή μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να αποκωδικοποιήσουν το επόμενο βήμα του Τούρκου προέδρου και τον αντίκτυπο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στη Washington Post, η επίσκεψη Ερντογάν στον Λευκό Οίκο «δεν παρήγαγε θεαματικά αποτελέσματα», καθώς η κυβέρνηση Τραμπ «παρέμεινε ανυποχώρητη» σε κρίσιμα ζητήματα όπως οι S-400 και η επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35. Η εφημερίδα σημειώνει ότι ο Ερντογάν «επιδιώκει να επανενταχθεί στο δυτικό στρατόπεδο χωρίς να εγκαταλείψει τους στρατηγικούς δεσμούς με τη Ρωσία» – μια ισορροπία που χαρακτηρίζεται «εύθραυστη και επικίνδυνη».
Οι διεθνείς αναλύσεις: «Ο Ερντογάν δοκιμάζει τα όρια της Δύσης»
Το Politico γράφει ότι η Άγκυρα επιχειρεί μια «επανεκκίνηση» στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον, αλλά υπό τους δικούς της όρους. «Ο Τραμπ αναζητεί διαύλους επικοινωνίας, ωστόσο ζητά σαφή ανταλλάγματα – απόσυρση των ρωσικών S-400, μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και σεβασμό των δυτικών κυρώσεων», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Διεθνείς αναλυτές που μίλησαν στο vimaorthodoxias.gr όπως ο ειδικός σε ζητήματα Μέσης Ανατολής Τζόναθαν Σπίγκελ και ο ερευνητής γεωστρατηγικής Αντρέι Πετρόφ εκτιμούν ότι «η Τουρκία θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τον ρόλο της στη Γάζα ως διαπραγματευτικό χαρτί» όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και έναντι της ΕΕ, προσβλέποντας σε οικονομικά και πολιτικά ανταλλάγματα.
Η Le Monde από τη μεριά της επισημαίνει ότι η απουσία ουσιαστικών αποτελεσμάτων από την επίσκεψη Ερντογάν δείχνει ότι «ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις χωρίς ξεκάθαρα βήματα από την τουρκική πλευρά». Η γαλλική εφημερίδα σημειώνει ότι ο Τραμπ «επιχείρησε να δείξει πως μπορεί να χειραγωγήσει έναν δύσκολο σύμμαχο», ενώ ο Ερντογάν «αναζητεί τον ρόλο του ρυθμιστή σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον».
Στο επίκεντρο το casus belli και το πρόγραμμα SAFE
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, παραμένει σταθερή στη θέση ότι χωρίς ανάκληση του casus belli – της απειλής πολέμου που εξακολουθεί να ισχύει από το 1995 – η συμμετοχή της Τουρκίας σε ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το αμυντικό πλαίσιο SAFE της ΕΕ δεν μπορεί να τεθεί καν υπό συζήτηση. Όπως αναφέρουν πηγές στις Βρυξέλλες που επικαλείται η Deutsche Welle, η στάση της Αθήνας «συνάδει με το κοινοτικό κεκτημένο» και βρίσκει κατανόηση στους Ευρωπαίους εταίρους.
Ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «καμία χώρα δεν μπορεί να συμμετέχει σε χρηματοδοτικά σχήματα της Ένωσης όταν διατηρεί απειλή πολέμου εναντίον κράτους-μέλους», δείχνοντας έτσι ότι το μήνυμα της Αθήνας έχει περάσει σε κεντρικό επίπεδο.
Επόμενο ορόσημο: η διασύνδεση Κρήτης–Κύπρου
Απόλυτη δοκιμασία για τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας θεωρείται η εξέλιξη του έργου ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης–Κύπρου, που αποτελεί κομβικό τμήμα της ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. Ο διεθνής Τύπος αναφέρει ότι η Τουρκία «παρακολουθεί στενά το έργο και ενδέχεται να επιχειρήσει να το μπλοκάρει μέσω NAVTEX ή άλλων μεθοδεύσεων», με τη Bloomberg να σημειώνει ότι «η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν ήδη εκπονήσει σχέδιο τεχνικής θωράκισης του έργου με βάση το διεθνές δίκαιο».
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι η διασύνδεση είναι έργο ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και θα προχωρήσει με πλήρη διαφάνεια και ενημέρωση προς όλα τα παράκτια κράτη, όπως ορίζει και ο κανονισμός του ΑΔΜΗΕ. Η Άγκυρα, από την άλλη, διαμηνύει ότι «δεν θα δεχθεί τετελεσμένα» στην Ανατολική Μεσόγειο, δείχνοντας πως το καλώδιο θα αποτελέσει νέο «πεδίο μάχης» διπλωματικών ισορροπιών.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το διπλωματικό παζάρι
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε και η αναφορά του Τραμπ στην ανάγκη επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ένα ζήτημα που αφορά όχι μόνο τον ελληνισμό αλλά και τα θεμελιώδη δικαιώματα θρησκευτικής ελευθερίας στην Τουρκία. Όπως υπενθυμίζει η New York Times, όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι τα τελευταία 35 χρόνια έχουν ζητήσει το ίδιο, χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Ερντογάν έχει κατά καιρούς υποσχεθεί ότι θα προχωρήσει στην επαναλειτουργία της, αλλά – όπως σημειώνει και ο διεθνολόγος Ρίτσαρντ Χόφμαν που μίλησε στο vimaorthodoxias.gr – «η Άγκυρα συνεχίζει να συνδέει το θέμα με ανταλλάγματα στη Θράκη, κάτι που η Αθήνα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να δεχθεί». Η ελληνική διπλωματία θεωρεί ότι η Χάλκη είναι «βαρόμετρο» για την ειλικρίνεια της τουρκικής ηγεσίας και τον σεβασμό των διεθνών της υποχρεώσεων.
Νέο σκηνικό αντιπαράθεσης
Η στάση του Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, με ρητορική που αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και προβάλλει το ψευδοκράτος ως «πραγματικότητα», δείχνει ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπαίνουν σε νέα φάση δοκιμασίας. Οι διεθνείς αναλυτές επισημαίνουν ότι η ένταση μπορεί να επανέλθει «ανά πάσα στιγμή», ειδικά αν η Άγκυρα επιχειρήσει να μπλοκάρει τις ενεργειακές έρευνες ή να παρεμβληθεί στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης.
Η Ελλάδα από την πλευρά της συνεχίζει να επενδύει σε διπλωματικά κανάλια και σε έναν συνδυασμό αποτροπής και θεσμικής ισχύος. Όπως σημειώνουν πηγές του Υπουργείου Εξωτερικών, «η σταθερότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι διαπραγματεύσιμη» και η Αθήνα θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα «με όλα τα μέσα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο».
Ένας απρόβλεπτος χειμώνας μπροστά
Οι επόμενοι μήνες προμηνύονται καθοριστικοί για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Άγκυρα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, στην ενεργειακή συνεργασία και στη ρητορική έντασης, ενώ η Αθήνα ποντάρει στη σταθερότητα, τις ευρωπαϊκές της συμμαχίες και την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα «μελτέμια» στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας δεν πρόκειται να κοπάσουν εύκολα. Και όσο ο Ερντογάν δοκιμάζει τα όρια της Δύσης, τόσο η Ελλάδα θα χρειάζεται να επενδύει στην ψυχραιμία, τη στρατηγική προνοητικότητα και τη διπλωματική της ισχύ.