ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΝΑ: Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά και πολιτιστικά μνημεία της Ορθοδοξίας, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας έντονης εκκλησιαστικής και διπλωματικής αντιπαράθεσης.
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπανικολάου
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, που ακολούθησε την επίσκεψη αντιπροσωπείας του στη Μονή, όχι μόνο δεν καταδίκασε το πραξικόπημα που φέρεται να έγινε εις βάρος του Ηγουμένου, Αρχιεπισκόπου Δαμιανού, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχει πρόθεση ελέγχου του ιστορικού μοναστηριού.
Η κίνηση αυτή προκαλεί σοβαρούς προβληματισμούς. Παραδοσιακά, η σχέση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων με τη Μονή περιοριζόταν στη χειροτονία του εκάστοτε ηγουμένου, διαδικασία που σε περίπτωση άρνησης μπορούσε να πραγματοποιηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η παράλειψη, ωστόσο, κάθε σαφούς αναφοράς σε σεβασμό της κανονικής τάξης και στο πρόσωπο του Δαμιανού, αλλά και η απουσία φωτογραφικού υλικού από τη συνάντηση με τον ίδιο, θεωρούνται ενδεικτικές της στάσης που κρατά η ηγεσία των Ιεροσολύμων.
Η κρίση δεν περιορίζεται στα εκκλησιαστικά. Η Αθήνα προσπαθεί εδώ και μήνες να ολοκληρώσει συμφωνία με την Αίγυπτο, ώστε να κατοχυρωθεί η κυριότητα της Μονής ως νομικού προσώπου στους χώρους λατρείας. Αν και θεωρείται αμφιλεγόμενη η στάση της με την αποτυχημένη εμπλοκή του υπουργείου παιδείας σε ζήτημα υπουργείου εξωτερικών .
Όμως, η αναταραχή που πυροδοτεί η παρέμβαση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενδέχεται να αφήσει την τύχη της Μονής έρμαιο στις εκάστοτε πολιτικές διαθέσεις του Καΐρου και στις αμφιλεγόμενες αποφάσεις τοπικών δικαστηρίων.
Η αιγυπτιακή κυβέρνηση, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, δεν θα ήθελε ένα τόσο προβεβλημένο μοναστήρι να περάσει σε απόλυτο έλεγχο ενός εκκλησιαστικού θεσμού που δρα εντός του Ισραήλ. Παράλληλα, ορισμένοι μοναχοί της Μονής – οι αποκαλούμενοι «αντάρτες» – φαίνεται να έχουν ενεργό ρόλο στην αποδυνάμωση του Ηγουμένου, αποστέλλοντας επιστολές στις αιγυπτιακές αρχές με τις οποίες δηλώνουν ότι ο Δαμιανός δεν είναι πλέον ηγούμενος και ζητούν έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών.
Ορισμένες καταγγελίες για τον τρόπο διοίκησης του Δαμιανού, όπως η εμπλοκή εξωεκκλησιαστικών προσώπων, έχουν επιβαρύνει το κλίμα. Ωστόσο, η εκμετάλλευση υπαρκτών ή ανύπαρκτων προβλημάτων από «εξωτερικούς» παράγοντες εντείνει την κρίση και θέτει σε κίνδυνο τον χαρακτήρα της Μονής ως παγκόσμιου κέντρου πίστης και μνημείου πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Το Φανάρι, μέχρι στιγμής, τηρεί στάση αναμονής. Όμως, όσο πλησιάζει η Γενική Συνέλευση της Μονής τον Σεπτέμβριο – όπου θα εξεταστούν οι «προκαθορισμένες» αποφάσεις – η πίεση για ξεκάθαρη τοποθέτηση αυξάνεται.
Η τελική έκβαση θα εξαρτηθεί από την ισορροπία μεταξύ κανονικής τάξης, διεθνούς διπλωματίας και των παρασκηνιακών συμμαχιών που ήδη διαμορφώνονται. Σε κάθε περίπτωση, η Μονή Σινά, που για αιώνες στάθηκε άθικτη σε πολέμους και πολιτικές αναταραχές, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με έναν διαφορετικό, εσωτερικό κίνδυνο: να γίνει πεδίο αντιπαράθεσης εκκλησιαστικών κέντρων εξουσίας, με άγνωστη κατάληξη για το μέλλον της.
Η επίμαχη ανακοίνωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων:
Κατόπιν Πατρικής μερίμνης του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου Γ΄ και κατόπιν ανταποκρίσεως εις σχετικήν παράκλησιν, απεστάλη τριμελής Επιτροπή εκ της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, η οποία από της αφίξεώς της επεδόθη εις επαφάς και συζητήσεις εν τώ Σινά.
Η αποσταλείσα υπό του Μακαριωτάτου Επιτροπή, έπειτα από την συνάντησίν της με τον Άρχιεπίσκοπον του Σινά κ. Δαμιανόν, μετέβη (ως ώφειλε εις τήρησιν της εκκλησιαστικής τάξεως και εφαρμογήν των ιερών κανόνων), οι οποίοι υπαγορεύουν της εκ μέρους του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων ποιμαντικήν μέριμναν εις τον χώρον της πνευματικής δικαιοδοσίας του), εις την Ιεράν Μονήν, όπου και είχεν εκτενή συνομιλίαν μετά των σεβαστών Πατέρων, οι οποίοι εγκαταβιούν και διακονούν ευλαβώς επί μακράν σειράν ετών.
Εν πνεύματι αλληλοσεβασμού, πνευματικής διακρίσεως και βαθυτάτης επιγνώσεως της βαρύτητος των ζητημάτων, και με την χάριν της Αγίας Αικατερίνης, Προστάτιδος και Εφόρου της Μονής, έλαβον χώραν διεξοδικαί συζητήσεις περί της πορείας των τρεχουσών και επικειμένων υποθέσεων, μετ’ εκτιμήσεως της διακριτικής και πνευματικής παρουσίας της Επιτροπής και της κρισίμου αναλύσεως, την οποίαν αύτη προσέφερεν προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως.
Με αφορμήν το θερμόν Πατρικόν ενδιαφέρον και την πρόνοιαν του Μακαριωτάτου, ως αύτη εξεφράσθη διά των Αγιοταφιτών απεσταλμένων και οι οποίοι εγένετο δεκτοί μετά προθυμίας και ευγνωμοσύνης εκ μέρους των Πατέρων, ετονίσθη η σημασία της συντονισμένης συνεργασίας μετά των αρμοδίων Πολιτικών Αρχών προς διατήρησιν πάντων των εκ παραδόσεως ανεγνωρισμένων καθεστώτων και ιδιαιτέρων ρυθμίσεων, αι οποίαι συνοδεύουσιν την Ιεράν Μονήν καθ’ όλον τον διαχρονικόν βίον αυτής· εν ταυτώ δέ, κατέστη πρόδηλος η εκ μέρους πάντων διάθεσις, εν τη σοφία του χρόνου, να επανεξετάζωνται, εφ’ όσον απαιτηθή, αι αναγκαίαι ενέργειαι προς διατήρησιν η και διεκδίκησιν των νομίμων δικαιωμάτων, εν πνεύματι ηρέμου συνδιαλλαγής.
Οι Πατέρες δε εξέφρασαν ωσαύτως την διάθεσιν σταθεράς μερίμνης και αγάπης αυτών προς τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Σινά, η προσωπικότης και η διακονία του οποίου αποτελούν αναπόσπαστον μέρος της ζωής της Αδελφότητος.
Η κοινή βούλησις, ως εδηλώθη, είναι να πορευθούν εν πνεύματι ενότητος και συνειδητής ευθύνης προς την ωρισμένην ημερομηνίαν της Γενικής Συνελεύσεως, κατά την οποίαν και θα εξετασθούν τα προκαθωρισμένα θέματα, ώστε να ληφθή απόφασις επ’ ωφελεία της Μονής, συμφώνως προς την κανονικήν τάξιν και το Τυπικόν αυτής, και εν αρμονία προς τους κανόνας, οι οποίοι διέπουν αυτήν.