Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου την Κυριακή Αγ. Πατέρων 20 – 5 – 2007
ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Κάθε προσευχή χριστιανοί μου πιάνει τόπο, και να μη λέμε ότι ο Θεός εμάς δε μας ακούει, επειδή είμεθα αμαρτωλοί.
Εκατοντάδες χριστιανοί επικοινωνούν με τους πνευματικούς, είτε έρχονται στο εξομολογητήριο, είτε με επιστολές, είτε με φαξ, είτε πολύ περισσότερο με το τηλέφωνο και ζητούν από τους πνευματικούς να κάνουν προσευχή, για το άλφα ή βήτα ζήτημα και για πολλά και ποικίλα προβλήματα, όχι μόνο πνευματικά, αλλά και για οικογενειακά, ψυχολογικά, ασθενειών, συζυγικά, αποκαταστάσεως και να μην…. με τόσες άλλες διαφορές που έχουν τα αιτήματα.
Κι ο ισχυρισμός πάντοτε είναι ο ίδιος. Εμάς δε μας ακούει ο Θεός, επειδή είμεθα αμαρτωλοί.
Ο Θεός όταν έλεγε: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν- ζητείτε, και ευρήσετε- κρούετε, και
άνοιγήσεται υμίν», το έλεγε για όλους. Το έλεγε και για τους αμαρτωλούς, δεν τους εξαίρεσε από την προτροπή αυτή, ζητώντας οι άνθρωποι να προσεύχονται. «Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε,
να μην εισέλθετε εις πειρασμόν». Πολύ περισσότερο βέβαια θα πρέπει να αγρυπνούμε και να προσευχόμεθα, εν παντί τόπο και με κάθε τρόπο όταν μας κτυπούν οι πειρασμοί πάσης φύσεως.
Άλλωστε οι παραβολές του Τελώνου και Φαρισαίου, με τον Τελώνη να φωνάζει «Ο Θεός, ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ» και να κτυπάει το στήθος του, όπως και η παραβολή του Ασώτου υιού, όπου ο επιστρέψας υιός φωνάζει το «Ήμαρτον εις τον ονρανόν, και ενώπιον σον», μας αποδεικνύει ότι οι προσευχές των αμαρτωλών εισακούονται. Λ
Το πλέον ζωντανό παράδειγμα προσευχής, ζωντανής προσευχής, αποτελεσματικής προσευχής, την έκανε ένας αμαρτωλός, την έκανε ένας ληστής, ένας φονιάς, ένας κακούργος, πάνω στο Σταυρό. «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σον». Πόσες λέξεις είναι, οκτώ, εννιά, δέκα, πόσες είναι; Κι όμως έγινε πρώτος πολίτης της βασιλείας του Θεού!
Όταν λοιπόν χριστιανοί μου, μας ζητάτε εσείς, είτε οι άλλοι που είναι απ’ έξω, τις προσευχές μας, η προτροπή είναι μία: «Να κάμετε και σεις προσευχή». Έτσι συστήνουμε πολλών ειδών προσευχές στους χριστιανούς μας.
Πριν από τρία τέσσερα χρόνια, ήρθε ένα οξύ πρόβλημα καρκίνου σε μια οικογένεια, επιθετικού καρκίνου και τηλεφώνησαν στην Αριζόνα. Και κείνος τους είπε: «να ταξιδέψετε αν είναι δυνατόν και σήμερα, αύριο και να πάτε στον Πανορμίτη που είναι απέναντι απ’ τη Ρόδο και κει στον Αρχάγγελο να κάνετε προσευχή και παράκληση». Δεν είπε «μείνετε ήσυχοι, το πρόβλημα σας το έλυσα, την ασθένεια σας την αποκατέστησα με τις προσευχές μου», όχι, είπε: «οι προσευχές μου είναι φτωχές και αδύνατες, θα τις στείλω βέβαια στον Κύριο, αλλά να κάμετε και σεις προσευχή και θα πάτε εκεί».
Και χειμώνα καιρό, με την κακοκαιρία που βασίλευε, ταξίδεψαν και με χίλιες δυο δυσκολίες, έστω και για μια ώρα βρέθηκαν ύστερα από δυο μέρες στον Πανορμίτη, έκαναν την προσευχή τους και επέστρεψαν, κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Και ύστερα πήγαν στο νοσοκομείο και έκαμαν την εγχείρηση που είχε επιτυχία.
Να σας πω ένα δεύτερο παράδειγμα και θα τελειώσω, γιατί δεν είμαι τόσο καλά.
Μια μάνα είχε τρία παιδάκια. Το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Τριών χρονών, τεσσάρων χρονών, πέντε χρονών. Τα δύο πεθαίνουν από λευχαιμία. Αρρωσταίνει και το τρίτο με λευχαιμία και το πάνε στο νοσοκομείο, το πάει η μάνα, χήρα ήταν, είχε χάσει και τον άντρα της. Δραματική η κατάστασις.
Ένα βράδυ απ’ αυτά, όπου το παιδάκι χαροπάλευε, πέρασε ένας γιατρός όλως εκτάκτως, ο Διευθυντής του τμήματος, γιατί κάποια οικογένεια τον είχε παρακαλέσει, τον είχε πληρώσει, δεν ξέρω τι είχε κάμει, και έτσι ήρθε να δει κάποιο παιδάκι. Εκείνος κάτω από μια ώθηση – του Θεού ασφαλώς, πέρασε και απ’ τ’ άλλα παιδιά και είδε και το παιδάκι αυτής της χήρας γυναικός.
Της λέει: «Πονεμένη μάνα, πάρε το παιδάκι σου και φύγε τώρα, τουλάχιστον να πεθάνει στην αγκαλιά σου και στο σπίτι σου, δεν πρόκειται να ζήσει παραπάνω από μία ώρα. Είναι – είναι μία ώρα η ζωή του, ή δεν είναι. Αυτοί όπως κατάλαβες θα σας δώσουν εξιτήριο τώρα, να μη σε σταματήσει έξω ο φύλακας του νοσοκομείου». Πράγματι λοιπόν, το έδωσαν.
Αυτή τα’ χε χάσει εν τω μεταξύ, ήδη τα’ χε χαμένα, αρπάζει το παιδί της στην αγκαλιά και βγαίνει έξω στους δρόμους. Ήταν τρείς η ώρα τη νύχτα, τρείς – τρεισήμισι. Κανείς στους δρόμους, ερημιά, παντελής. Και τσίριζε και φώναζε. Και σε μια στροφή του δρόμου βλέπει ξαφνικά μπροστά της μια γυναίκα, μια νεαρή σχετικά γυναίκα, τριάντα ετών, πόσο ήταν. Μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά της. Ποια δουλειά; Ήταν πόρνη! Και είχε τελειώσει την νυχτερινή της βάρδια της αμαρτίας. Μόλις έφτασε μπροστά της τρέχοντας με το μωρό στην αγκαλιά, το πέταξε στην αγκαλιά αυτής της γυναίκας.
Έπεσε στα πόδια της και φώναξε : «Σώσε το παιδί μου! σώσε το παιδί μου! σώσε το παιδί μου!». Τα’ χάσε αυτή. Πόρνη ήταν, αμαρτωλή ήταν, γεμάτη βρωμιά και δυσωδία, μόλις είχε τελειώσει και κλείσει την πόρτα της αμαρτίας. Τι να κάνει; Στα πόδια της μια μάνα, στα χέρια της ένα παιδί που έσβηνε. Το είδε ο Θεός. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και φώναξε, είπε: «Θεέ μου, εγώ είμαι αμαρτωλή, είμαι πόρνη, τώρα μόλις τελείωσα. Αν δεν μ’ ακούς εμένα και δεν θα μ’ ακούσεις βέβαια γιατί είμαι αμαρτωλή, άκουσε τουλάχιστον αυτή την πονεμένη μάνα». Αυτά είπε. Και κείνη τη στιγμή έγινε το θαύμα!
Το παιδί άνοιξε τα μάτια του και είπε «μανούλα» και αγκάλιασε με τα χεράκια της την πόρνη. Της το’ δώσε και το θαύμα έγινε. Ο Θεός άκουσε την προσευχή μιας αμαρτωλής. Όχι της μάνας, μιας αμαρτωλής, μιας πόρνης. Όπως την άκουσε και με τόσα παραδείγματα που έχει το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιο, αφού αφιερώνει μια ολόκληρη ημέρα, απ’ τη Μεγάλη Εβδομάδα, στη μετάνοια και στην αγάπη και στην πίστη μιας αμαρτωλής και πόρνης μάλιστα αμαρτωλής.
Το δεύτερο λοιπόν αυτό συγκλονιστικό παράδειγμα όπως και το πρώτο, μας διδάσκουν ότι οι προσευχές μας, εισακούγονται όλες, έστω και αν είμαστε αμαρτωλοί, όταν πρόκειται να κάνομε προσευχές για τον πλησίον μας. Και πολύ περισσότερο βέβαια προσευχές για το παιδί μας, για τον αδελφό μας και κυρίως όταν κάνομε προσευχές για τον εχθρό μας.
Γι’ αυτό λοιπόν όταν λέμε την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», την οποίαν εδώ και εικοσιπέντε χρόνια σας συνιστώ να την κάμετε οπωσδήποτε ημέρα και νύχτα, σε όποιο τόπο και χρόνο, τη λέμε, ζητάμε έλεος γιατί είμεθα αμαρτωλοί. Έλεος! Και το έλεος το χαρίζει ο Θεός μόνον στους αμαρτωλούς. Οι δίκαιοι δεν έχουν ανάγκη να ζητήσουν έλεος, διότι λέει «ό τους δικαίους αγαπών και τους αμαρτωλούς ελεών». Άρα λοιπόν όλοι εμείς που είμεθα αμαρτωλοί, να κάνομε πρώτα τη δική μας προσευχή, να γονατίσομε, να συντριβούμε, να κάνομε ότι μας ζητάει η Αγία μας Εκκλησία, ο Κύριος μας ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός και ύστερα, να πάρομε το τηλέφωνο, ή να πάμε στον πνευματικό και να του ζητήσουμε βοήθεια και συνδρομή και την συμπαράσταση του με προσευχή.
Η αγάπη του Θεού να’ ναι πάντοτε μαζί σας, γιατί σ’ Αυτόν ανήκει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντοτε και εις τους απέραντους αιώνας, Αμήν.