ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ: Πόσο εύκολο είναι να θεωρήσουμε κάθε άνθρωπο αδελφό μας; Η χριστιανική παράδοση το επισημαίνει, αναφερόμενη στο ποιον βλέπει ο Χριστός ως αδελφό Του: «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25, 40).
Αδελφός είναι ο πεινών, ο διψών, ο ξένος, ο γυμνός, ο ασθενής, ο εν φυλακή, δηλαδή ο καθένας που έχει ανάγκη είτε από το περίσσευμα είτε από το υστέρημά μας. Ο Χριστός δεν αφήνει περιθώριο παρανόησης. Ο οποιοσδήποτε υστερεί σε σχέση με μας, αυτός που δεν μπορεί να είναι αυτάρκης, αλλά και ο οποιοσδήποτε βρίσκεται εν αδυναμία, είτε υλική είτε πνευματική, είτε εν μοναξιά (ο «ασθενής» και ο «ξένος») είναι αδελφός μας. Διασταλτικά, ο κάθε άνθρωπος.
Και μας καλεί ο Χριστός να δούμε τον αδελφό μας, όπως Εκείνον, που είναι ο Δημιουργός μας και την ίδια στιγμή ο Αναγεννητής της ύπαρξής μας. Ο κάθε άνθρωπος είναι η ευκαιρία μας για την βασιλεία του Θεού, για να δώσουμε στον Χριστό από το περίσσευμα ή το υστέρημά μας και την ίδια στιγμή να χτίσουμε μαζί Του μια νέα συγγένεια. Από τη στιγμή που ο Χριστός προσέλαβε τη σάρκα μας, είμαστε ήδη συγγενείς μαζί Του, δηλαδή κεκλημένοι κοινωνώντας Τον να μετέχουμε και στη θεϊκή φύση. Αρκεί να κάνουμε το βήμα της αγάπης προς Αυτόν, να Τον συναντήσουμε στα πρόσωπα των άλλων, των αδελφών Του και αδελφών μας.
Πόσο εύκολο είναι εφικτό; Είναι θέμα λόγου, κηρύγματος, θεωρητικής αποδοχή αυτής της μοναδικής αλήθειας;
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, επισημαίνει ορισμένα εμπόδια, τα οποία εκ πρώτης όψεως φαίνονται ασήμαντα, αλλά δείχνουν τις δυσκολίες της αγάπης.
Το πρώτο εμπόδιο είναι η τροφή. Η τροφή της ελεημοσύνης είναι αυτονόητο καθήκον του χριστιανού και δύσκολα κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει την ευθύνη να δώσουμε άρτο σε όσους δεν έχουν. Τι γίνεται όμως με την τροφή που είναι σημείο τήρησης των εντολών του Θεού, σημείο αυτοδικαίωσης, σημείο ξεχωρίσματος του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο;
Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια όσοι είχαν ασκητική διάσταση έναντι της τροφής, όσοι περιφρονούσαν την τροφή των ειδωλολατρών, αισθάνονταν ότι ο τρόπος που βλέπουμε το φαγητό κάνει τον άνθρωπο αποδεκτό ή όχι από τον Θεό, κάτι που είναι ξεκάθαρο ότι δεν ισχύει. «Βρώμα ου παρίστησι τω Θεώ» (Α’ Κορ. 8,8). Οι αυστηροί απέρριπταν οποιαδήποτε ειδωλολατρική τροφή, ιδίως αυτή που προέρχονταν από τις θυσίες (ειδωλόθυτα).
Σκανδαλίζονταν όταν κάποιοι χριστιανοί, πιο ανοιχτοί στο μυαλό και τη νοοτροπία, καταλάβαιναν ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει να κάνει με την υλική επιβίωση και τον τρόπο της. Έτσι όμως προκαλούνταν διαμάχες και σχίσματα ανάμεσα στους Κορινθίους. Τυπολάτρες και πιο συντηρητικοί από την μία, ανοιχτοί και φιλελεύθεροι από την άλλη. Ο Παύλος δίνει την λύση της διακριτικής αγάπης. Της παραίτησης από το δικαίωμα της κατανάλωσης τροφών που σκανδαλίζουν, ώστε να μην δίνεται αφορμή λύπης και διαμάχης.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η απουσία προσωπικού παραδείγματος. Αυτός που γνωρίζει την αλήθεια και τη ζει, δε φτάνει μόνο να το αποδεικνύει θεωρητικά ή ιδεολογικά ή με επιχειρήματα. Χρειάζεται να συνδυάζει τη γνώση με την διακριτική αγάπη και πάλι. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με παραίτηση από δικαιώματα. Από την αίσθηση ότι μπορούμε, επειδή ξέρουμε και ζούμε, να είμαστε απρόσεκτοι και υπερβολικοί έναντι των άλλων.
Να μην μένουμε στη γνώση μας, αλλά να βλέπουμε πώς αυτή η γνώση επηρεάζει τις ζωές των άλλων, τις συνειδήσεις τους, τη δική τους πνευματική πρόοδο. Αυτός που αγαπά διακρίνεται από λεπτότητα. Από ευγένεια και σεβασμό έναντι του άλλου, ιδίως όταν ομολογεί την αλήθεια. Δεν αποκρύπτει κάτι. Γνωρίζει όμως να περιμένει, μέχρις ότου μπορεί να συνειδητοποιήσει την αλήθεια και ο ελάχιστος αδελφός.
Το προσωπικό παράδειγμα έχει να κάνει με την υπέρβαση ενός ήθους οίησης, το οποίο ωθεί τους γινώσκοντες να κάνουν επίδειξη πνευματικής δύναμης εις βάρος των μη γινωσκόντων, ιδιαιτέρως αυτών που είναι ασθενείς. Και γίνεται η γνώση αφορμή και ευκαιρία για σκανδαλισμό, για ταραχή, ώστε να φτάσουν στην αυτοδικαίωση όσοι γνωρίζουν, αδιαφορώντας για την βραδύτητα ή την αδυναμία των ελαχίστων αδελφών να παρακολουθήσουν και να συμπορευτούν ή να ανεχτούν.
Το τρίτο εμπόδιο είναι ακριβώς η απουσία ανοχής. Είναι η ορμητικότητα αλλαγής του τρόπου θέασης της ζωής από τους άλλους, χωρίς επίγνωση των δικών τους αδυναμιών. Και η απουσία της ανοχής συνεπάγεται την απουσία της συγχώρεσης.
Συγχωρώ σημαίνει ότι ξέρω να περιμένω να φτάσει και ο άλλος εδώ που είμαι. Αλλά κι αν δεν θα μπορέσει να φτάσει και ίσως αυτό φαίνεται, θα κάνω εγώ τα βήματα που απαιτούνται ώστε να του απλώσω το χέρι. Κι αν ακόμη εκείνος δεν είναι έτοιμος να το δεχτεί, θα προσεύχομαι. Θα υπομένω την κακότητα ή την κριτική ή την ολιγότητά του, ακριβώς διότι αγαπώ. Είναι ο ελάχιστος αδελφός μου.
Το καλύτερο θα ήταν η συναντίληψη. Όμως αν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, υπάρχει η ανοχή. Η αίσθηση όχι ότι εγώ είμαι ανώτερος από αυτόν, αλλά ότι είμαστε διαφορετικοί. Και ότι κληθήκαμε να διακονήσουμε και να συνυπάρξουμε σε έναν κόσμο που έχει τη σφραγίδα του Χριστού επάνω του, ασχέτως αν την αποδέχεται στην πράξη ή την απορρίπτει.
Κληθήκαμε μάλιστα από τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος ευδόκησε να γεννηθούμε και να ζούμε ο καθένας στην εποχή του. Διότι αν πιστεύουμε στην πρόνοια του Θεού, αυτή έχει να κάνει όχι μόνο με το τι ζητούμε στη ζωή μας, αλλά και με τον χρόνο στον οποίο υπάρχουμε. Δεν κληθήκαμε να ζούμε σε ένα ωραίο παρελθόν ή σε ένα μέλλον όπου τα πάντα θα είναι όπως τα θέλουμε εμείς. Το παρόν στο οποίο ζούμε ζητά την ανοχή μας για τους άλλους, τη συγχώρεση, την συνύπαρξη.
Απέναντι σε όλα αυτά ο κόσμος αντιτάσσει μία ζωή χωρίς Χριστό. Ανθρωπιστικές αξίες από την μία και έλλειψη πίστης και ελπίδας για την αιωνιότητα από την άλλη. Η τροφή είναι το πρόσχημα. Ότι ευθύνη των όσων πιστεύουμε είναι να την προσφέρουμε σε όλους τους άλλους, χωρίς όμως ο κόσμος να νοιάζεται για υπακοή στο θέλημα του Θεού.
Η τροφή όμως, όταν τη βλέπουμε αυτόνομα, χωρίς τη θέληση για σχέση με τον Χριστό, σε όσους είναι ασκητικοί μπορεί να γίνει αρχή κατάκρισης, σκανδαλισμού, αυτοδικαίωσης, σε όσους όμως δεν πιστεύουν, αυτοσκοπός. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση απουσιάζει η ελευθερία. Αυτήν που δίνει η αγάπη και η κοινωνία με τον Χριστό.
Γιατί σ’ αυτούς που πιστεύουν οι μεν γίνονται δέσμιοι στη νηστεία τους, οι δε αποδεικνύουν δια της τροφής ότι είναι ανώτεροι από εκείνους που σκανδαλίζονται. Από την άλλη, όσοι θεωρούν πως η τροφή είναι η αποστολή της Εκκλησίας ποτέ δε θα τη βρίσκουν αρκετή και πάντοτε θα θεωρούν ότι η Εκκλησία έχει εξαντλήσει την αποστολή της σ’ αυτήν, ενώ κάποιοι θα επαναπαύονται στο ότι η Εκκλησία τους τρέφει, χωρίς όμως να χρειάζεται από την δική τους πλευρά να ζήσουν την εμπιστοσύνη στον Θεό ως σημείο ευγνωμοσύνης για την αγάπη που λαμβάνουν.
Ο κόσμος αντιτάσσει ακόμη μία ζωή χωρίς προσωπικό παράδειγμα διακριτικής αγάπης. Κλειδί η εξουσία. Η άσκηση των δικαιωμάτων μου. Υπάρχω για να κυριαρχώ. Για να εκπληρώνω το θέλημά μου, ακόμη και εις βάρος των άλλων.
Και όταν αυτοί δεν είναι όπως τους θέλω, τους κατακρίνω, τους περιθωριοποιώ, τους απορρίπτω. Αλλά και δεν ανέχομαι εύκολα τον διαφορετικό. Ίσως γιατί κι εκείνος δεν με ανέχεται. Κάποιος όμως καλείται να κάνει την αρχή. Κι αυτός είναι όποιος πιστεύει στον Χριστό. Μόνο έτσι ο πολιτισμός μας μπορεί να ανανοηματοδοτηθεί. Και να αντέξει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας δε θα έχουμε άποψη. Είναι όμως άλλο η εξουσία, άλλο οι ελάχιστοι αδελφοί.
Ο Απόστολος Παύλος ζητά από όλους μας να έχουμε υπόψιν τον αδελφό μας: «αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν, εις Χριστόν αμαρτάνετε» (Α’ Κορ. 8, 12).Αμαρτάνοντας με αυτόν τον τρόπο στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε στον Χριστό.
Μας ζητά να θυμόμαστε τον λόγο και το παράδειγμα του Χριστού και να νικάμε τα προσκόμματα στο να δούμε τον άλλο, ακόμη κι αν διαφωνεί μαζί μας, εντός ή εκτός Εκκλησίας, ως ελάχιστο αδελφό. Διακριτική αγάπη, παράδειγμα, ανοχή και συγχώρεση κάνουν τις σχέσεις μας να οδηγούνται εις Χριστόν. Για να έχει νόημα κάθε πνευματική μας προσπάθεια.