Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 – 16 – 1 Ομοία γαρ εστιν η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωΐ μισθώσασθαι εργάτας εις τον αμπελώνα αυτού·
2 και συμφωνήσας μετά των εργατών εκ δηναρίου την ημέραν απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού. 3 και εξελθών περί τρίτην ώραν είδεν άλλους εστώτας εν τη αγορά αργούς, 4 και εκείνοις είπεν· υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ο εάν η δίκαιον δώσω υμίν. οι δε απήλθον. 5 πάλιν εξελθών περί έκτην και ενάτην ώραν εποίησεν ωσαύτως.
6 περί δε την ενδεκάτην εξελθών εύρεν άλλους εστώτας αργούς, και λέγει αυτοίς· τι ώδε εστήκατε όλην την ημέραν αργοί; 7 λέγουσιν αυτώ· ότι ουδείς ημάς εμισθώσατο. λέγει αυτοίς· υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα, και ο εάν η δίκαιον λήψεσθε. 8 οψίας δε γενομένης λέγει ο κύριος του αμπελώνος τω επιτρόπω αυτού· κάλεσον τους εργάτας και απόδος αυτοίς τον μισθόν αρξάμενος από των εσχάτων έως των πρώτων.
9 και ελθόντες οι περί την ενδεκάτην ώραν έλαβον ανά δηνάριον. 10 ελθόντες δε οι πρώτοι ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται, και έλαβον και αυτοί ανά δηνάριον. 11 λαβόντες δε εγόγγυζον κατά του οικοδεσπότου 12 λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν, και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα.
13 ο δε αποκριθείς είπεν ενί αυτών· εταίρε, ουκ αδικώ σε· ουχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι; 14 άρον το σον και ύπαγε· θέλω δε τούτω τω εσχάτω δούναι ως και σοι.
15 η ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς, ει ο οφθαλμός σου πονηρός εστιν ότι εγώ αγαθός ειμι; 16 Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι· πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ´ 1 – 16
1 Θα γίνουν δε πολλοί έσχατοι πρώτοι, διότι αι αμοιβαί που θα δοθούν εις την βασιλείαν των ουρανών, και ο τρόπος με τον οποίον θα δοθούν, ομοιάζουν προς τας πληρωμάς, που έκαμεν άνθρωπος οικοκύρης, ο οποίος εβγήκε γρήγορα το πρωΐ διά να μισθώση εργάτας διά το αμπέλι του. 2 Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας από ένα δηνάριον ως ημερομίσθιον, τους έστειλεν εις το αμπέλι του.
3 Και όταν εβγήκεν εις την αγοράν κατά τας εννέα το πρωί, είδεν άλλους εργάτας να στέκωνται εκεί χωρίς εργασίαν· 4 και είπεν εις εκείνους· Πηγαίνετε και σείς εις το αμπέλι μου, και ο,τι είναι δίκαιον, θα σας δώσω.Και εκείνοι επήγαν.
5 Πάλιν δε εβγήκε κατά τας δώδεκα και κατά τας τρεις το απόγευμα και έκαμε το ίδιο. 6 Όταν δε εβγήκε και κατά τας πέντε το απόγευμα, εύρεν άλλους, που εστέκοντο χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την ημέραν χωρίς εργασίαν; 7 Λέγουν εις αυτόν· Μένομεν άνεργοι, διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε.Λέγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σείς εις το αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον διά τον κόπον σας, θα το λάβετε.
8 Όταν δε εβράδυασε, λέγει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού εις τον επιστάτην του· Κάλεσε τους εργάτας και δος τους το ωρισμένον ημερομίσθιον, αρχίζων από τους τελευταίους και προχορών έως τους πρώτους. 9 Και αφού ήλθαν εκείνοι, που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε το απόγευμα, επήραν ο καθένας τους από ένα δηνάριον.
10 Όταν δε ήλθαν οι πρώτοι, που έπιασαν δουλειά πολύ πρωΐ ενόμισαν, ότι θα πάρουν περισσότερα.Και επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον. 11 Αλλ’ όταν το επήραν, παρεπονούντο και εμουρμούριζαν κατά του νοικοκύρη 12 και έλεγαν, ότι αυτοί οι πιο τελευταίοι μίαν ώραν εργάσθησαν εις το αμπέλι και τους έκαμες ίσους με ημάς, που εβαστάσαμεν τον βαρύν κόπον της ημέρας και όλην την ζέστην.
13 Αυτός δε απεκρίθη και είπεν εις ένα από αυτούς· Σύντροφε, δεν σε αδικώ.Δεν συνεφώνησες μαζί μου ένα δηνάριον; 14 Πάρε το ιδικόν σου και πήγαινε.Θέλω δε εγώ εις αυτόν τον (πιο) τελευταίον να δώσω όσον και εις σε.
15 Η δεν έχω δικαίωμα να κάμω εκείνο που θέλω εις αυτά, που είναι ιδικά μου; Η το μάτι σου είναι κακό και ζηλεύει, επειδή εγώ είμαι καλός και αγαθός, και γίνεται αφορμή η ιδική μου καλωσύνη να δείξης συ τον φθόνον σου;
16 Έτσι θα γίνουν πρώτοι αυτοί, που εκλήθησαν τελευταίοι και αργότερα από τους άλλους, αλλ’ έδειξαν μεγάλον ζήλον εις το έργον του Κυρίου.Και αυτοί που εκλήθησαν ενωρίτερον και πρώτοι από τους άλλους, αλλ’ εχαλαρώθησαν και ημέλησαν, θα γίνουν τελευταίοι. Διότι πολλοί είναι προσκαλεσμένοι από τον Χριστόν, ολίγοι όμως είναι εκλεκτοί, δεν εξαρτάται δε η αμοιβή, που δίδει ο Κύριος, από τον περισσότερον χρόνον, που θα εργασθή ο καθένας μας, αλλ’ από την μεγαλυτέραν προθυμίαν που θα δείξη, πάντοτε δε η αμοιβή αυτή θα μας δοθή κατά το έλεος και την φιλανθρωπίαν του Κυρίου.