Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ/ 36 – 53 – 36 Ταύτα δέ αυτών λαλούντων αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών καί λέγει αυτοίς Ειρήνη υμίν. 37 πτοηθέντες δέ καί έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν.
38 καί είπεν αυτοίς Τί τεταραγμένοι εστέ, καί διατί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταίς καρδίαις υμών; 39 ίδετε τάς χείράς μου καί τούς πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι ψηλαφήσατέ με καί ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα καί οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 καί τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τάς χείρας καί τούς πόδας. 41 έτι δέ απιστούντων αυτών από τής χαράς καί θαυμαζόντων είπεν αυτοίς Έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε; 42 οι δέ επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος καί από μελισσίου κηρίου,
43 καί λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν. 44 είπε δέ αυτοίς Ούτοι οι λόγοι ούς ελάλησα πρός υμάς έτι ών σύν υμίν, ότι δεί πληρωθήναι πάντα τά γεγραμμένα εν τώ νόμω Μωϋσέως καί προφήταις καί ψαλμοίς περί εμού. 45 τότε διήνοιξεν αυτών τόν νούν τού συνιέναι τάς γραφάς, 46 καί είπεν αυτοίς ότι Ούτω γέγραπται καί ούτως έδει παθείν τόν Χριστόν καί αναστήναι εκ νεκρών τή τρίτη ημέρα, 47 καί κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν καί άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τά έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ.
48 υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων. 49 καί ιδού εγώ αποστέλλω τήν επαγγελίαν τού πατρός μου εφ υμάς υμείς δέ καθίσατε εν τή πόλει Ιερουσαλήμ έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους. 50 Εξήγαγε δέ αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, καί επάρας τάς χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. 51 καί εγένετο εν τώ ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ αυτών καί ανεφέρετο εις τόν ουρανόν. 52 καί αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, 53 καί ήσαν διά παντός εν τώ ιερώ αινούντες καί ευλογούντες τόν Θεόν. Αμήν.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ/ 36 – 53
36 Ενώ δέ αυτοί διηγούντο αυτά, αίφνης αυτός ο Ιησούς εστάθη εν μέσω αυτών καί λέγει εις αυτούς Είθε νά είναι εις σάς ειρήνη ειρήνη μετά τού Θεού καί μεταξύ σας ειρήνη καί εις τό εσωτερικόν σας. 37 Η αιφνίδια όμως εμφάνισις τού Κυρίου τούς κατετάραξε. Καί καταληφθέντες από φόβον ενόμιζαν, ότι έβλεπαν ψυχήν αποθαμένου, πού ήλθεν από τόν Άδην, χωρίς νά έχη καί σώμα. 38 Καί είπεν ο Κύριος εις αυτούς Διατί είσθε ταραγμένοι; Καί διατί διαλογισμοί αμφιβολίας περί τού άν πράγματι είμαι ο αναστάς Διδάσκαλός σας, γεννώνται εις τάς διανοίας σας; 39 Ίδετε τάς χείρας μου καί τούς πόδας μου, ότι φέρουν τά σημάδια τών καρφιών καί βεβαιωθήτε, ότι είμαι ο σταυρωθείς Διδάσκαλός σας. Ψηλαφήσατέ με διά τών χειρών σας καί βεβαιωθήτε, ότι δέν είμαι άσαρκον πνεύμα. Διότι η ψυχή καί τό φάντασμα τού πεθαμένου δέν έχει σώμα καί οστά, καθώς βλέπετε καί πείθεσθε, ότι έχω εγώ.
40 Καί αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τάς χείρας καί τούς πόδας. 41 Επειδή δέ αυτοί ηπίστουν ακόμη λόγω τής χαράς των νομίζοντες, ότι έβλεπον όνειρον, καί επειδή εθαύμαζον διά τά πρωτοφανή ταύτα καί ανέλπιστα, τούς είπεν ο Κύριος Έχετε εδώ τίποτε φαγώσιμον διά νά φάγω καί διά νά πεισθήτε έτσι ακόμη περισσότερον, ότι δέν είμαι πνεύμα; 42 Αυτοί δέ τού έδωκαν ένα τεμάχιον από ψάρι ψημένον καί ολίγην κηρήθραν. 43 Καί αφού τά επήρεν, έφαγεν εμπρός των, όχι διότι είχε ανάγκην συντηρήσεως τό σώμα του, αλλ έπραξε τούτο διά νά βεβαιώση αυτούς, ότι όντως ανέστη.
44 Είπε δέ πρός αυτούς Αυτά τά γεγονότα, πού βλέπετε καί σάς προκαλούν τόν θαυμασμόν, είναι η πραγματοποίησις τών λόγων, πού σάς είπα προφητικώς, όταν ακόμη ήμην μαζί σας ζών, προτού νά σταυρωθώ. Σάς έλεγα δηλαδή, ότι σύμφωνα πρός τό προκαθωρισμένον σχέδιον τού Θεού πρέπει νά πληρωθούν καί νά πραγματοποιηθούν όλα, όσα έχουν γραφή περί εμού εις τόν νόμον τού Μωϋσέως καί εις τούς προφήτας καί εις τούς ψαλμούς. 45 Τότε τούς μετέδωκε θείον φωτισμόν καί τούς ήνοιξε τόν νούν διά νά εννοούν τάς Γραφάς. 46 Καί αφού ανέπτυξεν εις αυτούς τάς κυριωτέρας προφητείας, τούς είπεν, ότι έτσι έχει γραφή προφητικώς εις τάς Γραφάς, καί έτσι έπρεπε σύμφωνα μέ τάς προφητείας αυτάς νά πάθη ο Χριστός καί νά αναστηθή τήν τρίτην από τού θανάτου του ημέραν,
47 καί σύμφωνα μέ όσα εδιδάχθητε καί εμάθετε διά τό όνομά μου ως τού μόνου Σωτήρος καί λυτρωτού τών ανθρώπων νά κηρυχθή μετάνοια καί άφεσις αμαρτίων εις όλα τά Έθνη, νά αρχίση δέ τό κήρυγμα τούτο από τήν Ιερουσαλήμ. 48 Σείς δέ είσθε μάρτυρες όλων αυτών, δηλαδή τού κηρύγματός μου, τού βίου μου, τού πάθους μου καί τής αναστάσεώς μου. Καί μέ τήν μαρτυρίαν, τήν οποίαν θά κάνετε περί εμού, θά συντελεσθή τό μέγα τούτο έργον τού κηρύγματος μετανοίας καί αφέσεως αμαρτίων εις όλα τά έθνη.
49 Σάς υπόσχομαι δέ καί εγώ νά σάς βοηθήσω αποτελεσματικώς εις τό έργον αυτό. Ιδού εγώ, πού από τώρα είμαι καί ως άνθρωπος ο βασιλεύς τού κόσμου καί η κεφαλή τής Εκκλησίας, αποστέλλω εκ τού ουρανού επάνω σας τήν επαγγελίαν, τήν οποίαν ο Πατήρ υπεσχέθη, δηλαδή τό Πνεύμα τό Άγιον, περί τού οποίου οι προφήται προανήγγειλαν, ότι θά δοθή εις πάσαν σάρκα. Σείς δέ καθίσατε εις τήν πόλιν Ιερουσαλήμ καί μή απομακρυνθήτε εξ αυτής, έως ότου φορέσετε ως πνευματικόν ένδυμα δύναμιν καί ενίσχυσιν, πού θά σάς έλθη εξ ουρανού διά τής επιφοιτήσεως τού Αγίου Πνεύματος. 50 Όταν δέ ετελείωσε τάς διδασκαλίας ταύτας, τούς έβγαλε έξω από τά Ιεροσόλυμα, έως πού επλησίασαν πρός τήν Βηθανίαν. Καί αφού ύψωσε τάς χείρας του τούς ηυλόγησε.
51 Καί συνέβη, ενώ αυτός τούς ηυλόγει, εχωρίσθη καί απεμακρύνθη από αυτούς καί εφέρετο πρός τά επάνω, πρός τόν ουρανόν. 52 Καί αυτοί, αφού τόν προσεκύνησαν, επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μέ χαράν μεγάλην διά τήν ένδοξον ανύψωσιν τού διδασκάλου καί διά τήν επαγγελίαν τού Αγίου Πνεύματος, περί τής οποίας τούς εβεβαίωσε. 53 Καί ήσαν πάντοτε, κατά τάς ώρας τής προσευχής καί λατρείας, εις τό ιερόν, υμνούντες καί δοξολογούντες τόν Θεόν. Αμήν.