Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ/ 39 – 41 – 39 καί είπεν ο Ιησούς Εις κρίμα εγώ εις τόν κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μή βλέποντες βλέπωσι καί οι βλέποντες τυφλοί γένωνται.
40 Καί ήκουσαν εκ τών Φαρισαίων ταύτα οι όντες μετ αυτού, καί είπον αυτώ Μή καί ημείς τυφλοί εσμεν; 41 είπεν αυτοίς ο Ιησούς Ει τυφλοί ήτε, ουκ άν είχετε αμαρτίαν νύν δέ λέγετε ότι βλέπομεν η ούν αμαρτία υμών μένει.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι/ 1 – 9
1 Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο μή εισερχόμενος διά τής θύρας εις τήν αυλήν τών προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί καί ληστής 2 ο δέ εισερχόμενος διά τής θύρας ποιμήν εστι τών προβάτων. 3 τούτω ο θυρωρός ανοίγει, καί τά πρόβατα τής φωνής αυτού ακούει, καί τά ίδια πρόβατα καλεί κατ όνομα καί εξάγει αυτά. 4 καί όταν τά ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, καί τά πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι τήν φωνήν αυτού
5 αλλοτρίω δέ ου μή ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ αυτού, ότι ουκ οίδασι τών αλλοτρίων τήν φωνήν. 6 Ταύτην τήν παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς εκείνοι δέ ουκ έγνωσαν τίνα ήν ά ελάλει αυτοίς. 7 Είπεν ούν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι εγώ ειμι η θύρα τών προβάτων. 8 πάντες όσοι ήλθον πρό εμού, κλέπται εισί καί λησταί αλλ ουκ ήκουσαν αυτών τά πρόβατα. 9 εγώ ειμι η θύρα δι εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, καί εισελεύσεται καί εξελεύσεται, καί νομήν ευρήσει.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ/ 39 – 41
39 Καί κατόπιν από τήν πίστιν αυτήν, πού εξεδήλωσεν ο θεραπευθείς τυφλός κατ αντίθεσιν πρός τήν απιστίαν τών Ιουδαίων, είπεν ο Ιησούς· Ήλθον εγώ εις τόν κόσμον αυτόν διά νά γίνη κρίσις καί διά νά ξεχωρισθούν οι καλοπροαίρετοι από τούς διεστραμμένους. Καί έτσι θά επακολουθήση ως αποτέλεσμα τούτο: εκείνοι πού θεωρούνται από τούς εντριβείς τού νόμου γραμματείς ως τυφλοί καί βυθισμένοι εις τό σκότος τής αγνοίας καί τής πλάνης, αυτοί θά ίδουν τό φώς τής αληθείας καί εκείνοι πού παρουσιάζουν τούς εαυτούς των ως γνώστας τών Γραφών καί φρονούν αλαζονικώς ότι βλέπουν, θά καταντήσουν εις πνευματικήν τύφλωσιν.
40 Καί ήκουσαν αυτά εκείνοι από τούς Φαρισαίους, πού ήσαν πλησίον του καί τού είπαν Μήπως καί ημείς, οι ανεγνωρισμένοι τού έθνους διδάσκαλοι, είμεθα πνευματικώς τυφλοί καί πρέπει νά γίνωμεν μαθηταί σου διά νά ανοίξουν τά μάτια μας;
41 Είπε δέ πρός αυτούς ο Ιησούς Εάν ήσασθε τυφλοί καί δέν είχατε γνώσιν τής Γραφής, δέν θά είχατε αμαρτίαν διά τήν απιστίαν, πού δεικνύετε εις εμέ. Διότι η απιστία σας θά προήρχετο εξ αγνοίας καί ουχί εκ πονηράς καί διεστραμμένης διαθέσεως. Τώρα όμως λέγετε, ότι γνωρίζομεν καλά τόν νόμον καί βλέπομεν μή έχοντες ανάγκην νά μάς διδάξη καί νά μάς οδηγήση άλλος. Η αμάρτια σας λοιπόν, αφού είναι αμαρτία εν γνώσει, μένει καί δέν συγχωρείται.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι/ 1 – 9
1 Νομίζετε διά τόν εαυτόν σας, ότι είσθε οι ανεγνωρισμένα οδηγοί καί διδάσκαλοι τού Ισραήλ. Σάς διαβεβαιώ όμως εν πάση αληθεία, ότι είσθε εκμεταλλευταί τού ποιμνίου καί κλέπται τών προβάτων. Εκείνος πού δέν εμβαίνει από τήν πόρταν εις τήν μάνδραν, εις τήν οποίαν φυλάττονται τά πρόβατα, αλλ ανεβαίνει από άλλο μέρος διά νά πηδήση μέσα κρυφίως, εκείνος είναι κλέπτης καί ληστής. (Μέ άλλας λέξεις είναι κλέπτης καί ληστής εκείνος, πού χωρίς νά κληθή καί αναβιβασθή από τόν Θεόν εις τό αξίωμα τού ποιμένος καί οδηγού τών προβάτων τού Θεού, ζητεί νά τό σφετεριστή καί νά τό αρπάση, όπως τό εκάματε σείς οι Φαρισαίοι καί οι Γραμματείς, οι οποίοι μολονότι βλέπετε από τά θαύματά μου, ότι είμαι ο ανεγνωρισμένος από τόν Θεόν ποιμήν, σφετερίζεσθε τά δικαιώματά μου καί τήν εξουσίαν μου).
2 Τουναντίον εκείνος, πού έμβαίνει εις τήν μάνδραν όχι λαθραίως, αλλά φανερά από τήν πόρταν, είναι ποιμήν τών προβάτων.
3 Εις αυτόν ο θυρωρός, πού φυλάττει τήν μάνδραν, ανοίγει τήν πόρταν, αλλά καί τά πρόβατα ακούουν τήν φωνήν του καί γνωρίζουν αυτήν, καί αυτός πάλιν γεμάτος ενδιαφέρον διά τά πρόβατά του φωνάζει τό καθένα μέ τό όνομά του καί τά βγάζει από τήν μάνδραν διά νά τά βοσκήση. 4 Καί όταν από τήν μάνδραν, εις τήν οποίαν μένουν καί άλλα ποίμνια μαζί, βγάλη αυτός έξω τά ιδικά του πρόβατα, πηγαίνει εμπρός από αυτά, καί τά πρόβατα τόν ακολουθούν, διότι γνωρίζουν τήν φωνήν του καί τό σφύριγμά του, μέ τό οποίον από καιρού εις καιρόν τά φωνάζει.
5 Δέν θά ακολουθήσουν όμως ποτέ οποιονδήποτε ξένον, αλλά θά φύγουν μακράν από αυτόν, διότι δέν γνωρίζουν τήν φωνήν τών ξένων. Έτσι καί τά λογικά πρόβατά μου θά μέ αναγνωρίσουν ως ποιμένα των, θά ακούσουν τήν διδασκαλίαν μου, καί θά αισθανθούν τό δι αυτά ενδιαφέρον μου καί τήν πρός αυτά στοργήν μου καί δέν θά παραπλανηθούν από τούς απατεώνας, οι οποίοι θά επιζητήσουν νά τά αποσπάσουν από εμέ. 6 Αυτόν τόν αλληγορικόν λόγον τούς είπεν ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δέν ενόησαν, ποίαν σημασίαν είχον αυτά, πού τούς έλεγε.
7 Αφού λοιπόν δέν εκατάλαβαν τήν έννοιαν τής αλληγορίας ταύτης, τούς είπε πάλιν ο Ιησούς καθαρώτερα καί σαφέστερα τά εξής Αληθώς, αληθώς σάς λέγω, ότι εγώ είμαι η πόρτα, διά τής οποίας τά πρόβατα εμβαίνουν εις τήν μάνδραν διά νά ασφαλισθούν καί από τήν οποίαν βγαίνουν διά νά βοσκήσουν. 8 Όλοι όσοι ήλθον κατά τούς τελευταίους αυτούς χρόνους, προτού νά έλθω εγώ, καί επήραν μόνοι τους τό αξίωμα τού οδηγού τών προβάτων, είναι κλέπται καί λησταί, διότι αποβλέπουν εις τό νά εκμεταλλευθούν καί καταφάγουν τά πρόβατα. Αλλά τά πρόβατα δέν τούς ήκουσαν.
9 Εγώ είμαι η θύρα. Δι εμού καί μόνον εάν έμβη κανείς, θά σωθή. Καί θά εισέλθη ως τό πρόβατον εις τήν μάνδραν πρός ανάπαυσιν καί ασφάλειαν εν καιρώ νυκτός καί θά εξέλθη κατά τήν πρωΐαν εκ τής μάνδρας πρός βοσχήν καί θά εύρή τροφήν. Δι εμού μέ άλλας λέξεις πάσα ψυχή θά ασφαλισθή από κάθε πνευματικόν κίνδυνον, θά τραφή αφθόνως διά τής σωτηριώδους αληθείας καί θά κατακτήση τήν αιώνιον ζωήν.