ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Ζούσε σ ένα μοναστήρι τής Ρουμανίας, ένας κεχαριτωμένος ιερεύς, ο πατήρ Μηνάς, ο μετέπειτα Όσιος Μηνάς.
Αυτός, μετά τή Θεία Λειτουργία, γιά νά ξεκουραστή, έβγαινε στό δάσος, διότι τό μοναστήρι ήταν μέσα σέ δάση, κι εκεί έψελνε καί δοξολογούσε τόν Θεό μέ αναστάσιμα τροπάρια καί μέ πολλά άλλα.
Τότε μαζεύονταν τά πουλιά τού δάσους γύρω του: στό κεφαλάκι του, στούς ώμους του, στά χέρια του, αυτός δέ τρυφερά τά χάϊδευε. Τίς περισσότερες φορές, όταν ο πατήρ Μηνάς έψελνε, τά πουλιά βουβαίνονταν καί τόν άκουγαν.
Επειδή οι Λειτουργίες άρχιζαν νύχτα καί τελείωναν μέ τό χάραμα, ώσπου νά κάνη Κατάλυσι καί νά ξεντυθή, ξημέρωνε, έβγαινε ο ήλιος κι έτσι έβγαινε πρωΐ πρωΐ μέσα στό δάσος καί χαιρόταν τή φύσι καί τήν παρουσία τών πουλιών. Κι εκεί όλοι μαζί αινούσαν καί δοξολογούσαν τόν Θεό.
Παρατηρήθηκε, λοιπόν, στά τελευταία χρόνια τής ζωής του, ότι, όταν είχαν πανηγυρική Θεία Λειτουργία καί αργούσε νά τελειώση, καί μάλιστα αργούσε πολύ μετά τήν ανατολή τού ηλίου, τά πουλιά μαζεύονταν πάνω στήν Εκκλησία!
Τήν ώρα τής Μεταβολής τών Τιμίων Δώρων, πού ο ιερεύς έλεγε «τά Σά εκ τών Σών», τότε όλα τά πουλιά πάνω στήν Εκκλησία βουβαίνονταν! Καί στό «εξαιρέτως τής Παναγίας, Αχράντου», στά Ρουμανικά βέβαια, καί ενώ η χορωδία έψαλλε τό «Άξιόν εστι», τότε πάλι τά πουλιά άρχιζαν νά κελαηδούν!
Παρόμοιο γεγονός μού αφηγήθηκε κάποιος πιστός, πού συνέβη καί στόν Ναό τής Παναγίας τής Εκατονταπυλιανής στήν Πάρο, κατά τήν Θεία Λειτουργία τής παραμονής τών Θεοφανείων τού έτους 1998.
Δεκάδες σπουργίτια καί άλλα πουλιά, φτερουγίζοντας μέσα κι έξω από τόν Ναό, από τά ανοικτά παράθυρα τού τρούλλου, κελαηδούσαν καί τιτίβιζαν ζωηρά.
Τήν ώρα, όμως, τού Καθαγιασμού τών Τιμίων Δώρων βουβάθηκαν καί ακινητοποιήθηκαν όλα, γιά νά ξαναρχίσουν μετά τό «Εξαιρέτως τής Παναγίας Αχράντου»
Τήν πραγματικότητα αυτή τής Μεταβολής τού άρτου καί τού οίνου σέ Σώμα καί Αίμα Χριστού μαρτυρούν καί τά ίδια τά λόγια τού Κυρίου στό Μυστικό Δείπνο, τό βράδυ τής Μεγάλης Πέμπτης: «Τούτο εστι τό σώμά μου τούτο εστι τό αίμά μου» Θεία λοιπόν είναι η σύστασις τού Μυστηρίου.
Τό συνέστησε ο Ίδιος ο Χριστός.
Πρωτ. Στεφανου Κ. Αναγνωστοπουλου