π. Δημήτριος Μπόκος: Η παλιά ξυλόπορτα υποχώρησε τρίζοντας στο δυνατό του σπρώξιμο. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, η κακοτράχαλη ανηφόρα τού είχε φέρει λαχάνιασμα. Μικρά κρύσταλλα και σταγόνες κρέμονταν από τα άταχτα φρύδια και τα μουστάκια του.
Κατέβασε με κόπο το βαρύ δισάκι από τους κυρτωμένους ώμους του, το απόθεσε στο σανίδι, που στηριγμένο σε δυο πέτρες σχημάτιζε πρόχειρο καναπέ.
Τα σοδέματά του όλα ήταν εκεί, στο σακούλι αυτό.
Με αυτά θα πορευόταν ολοχρονίς. Αλεύρι, παξιμάδι, ζυμαρικά, όσπρια, λίγο λάδι, ένα φιαλίδιο κρασί… Όλα ευλογία απ’ τους πατέρες της μονής της μετανοίας του.
Όλοι γνώριζαν τον αναχωρητή και τον καλοδέχονταν, όταν τους επισκεπτόταν απ’ το ερημικό του ασκηταριό, μια φορά τον χρόνο, για να προμηθευτεί κι αυτός τα απαραίτητα.
Ο δοχειάρης φόρτωνε το φτωχό γεροντάκι με ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο δισάκι του. Ήταν το βιός της χρονιάς.
Το καλύβι του ερημίτη ήταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, δεν είχε την πολυτέλεια να πηγαινοέρχεται συχνά. Τα πόδια και οι ώμοι του δεν ήταν για μεγάλα βάρη. Μα δεν τον ένοιαζε. Χρόνια στην άσκηση, είχε μάθει να τη βγάζει με ελάχιστα.
Από εκεί ερχόταν και τώρα φορτωμένος. Απ’ το πρωί βρισκόταν στους δρόμους, μα, για να πάει και νά ’ρθει, τον πήρε το βράδυ.
Δεν ήταν μόνο ο κακός καιρός που δυσκόλεψε τα βήματά του. Άλλαξε φέτος τη συνηθισμένη του πορεία. Στα μισά του δρόμου έκανε παράκαμψη για να επισκεφθεί τον παλιό του γνώριμο, αν και πολύ μεγαλύτερό του συνασκητή που ασθενούσε.
Εδώ και μήνες τώρα τον επισκεπτόταν μια φορά την εβδομάδα και απ’ τα λιγοστά που είχε τον φρόντιζε. Άλλη κοντινότερη ανθρώπινη βοήθεια δεν υπήρχε στην ερημιά εκείνη του Θεού.
Έμεινε σήμερα κοντά του περισσότερο, κάπου δυο ώρες. Ο γέροντας είχε βαρύνει πολύ. Ίσως τον έβλεπε για τελευταία φορά.
Άναψε τη μικρή του σόμπα να διώξει την παγωνιά, στρώθηκε να τον περιποιηθεί όσο μπορούσε. Παρά την ανημπόρια του ο άρρωστος είχε μπρος στις εικόνες το καντηλάκι του αναμμένο. Από τη φλόγα του άναψε ο αναχωρητής ένα κερί, έβαλε ευωδιαστό θυμίαμα στο λιβανιστήρι, ανασήκωσε λίγο τον άρρωστο στο σκληρό του σανίδι και με ευλαβική προσοχή τον μετάλαβε.
Είχε μεριμνήσει να φέρει μαζί του Θεία Κοινωνία απ’ τη μονή σε ειδικό κουτάκι γι’ αυτόν ειδικά τον σκοπό.
Το συνήθιζαν αυτό οι παλιοί ερημίτες.
Φρόντιζαν να έχουν Θεία Κοινωνία φυλαγμένη στο κελί τους για να κοινωνούν όταν ασθενούσαν, ή όταν δεν μπορούσαν να λειτουργηθούν κανονικά. Εν συνεχεία του έφτιαξε ένα ζεστό να πιεί και κάτι πρόχειρο ελαφρύ να βάλει στο στόμα του. Μετά βίας ο άρρωστος κατάπιε λίγες μόνο κουταλιές.
Πριν φύγει, ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον με αγάπη. Έσκυψε ο αναχωρητής, του φίλησε με σεβασμό το χέρι.
– Ευλόγησέ με, γέροντα! του είπε. Θα ξανάρθω αύριο να σε δω. Να πάω στη χριστουγεννιάτικη Λειτουργία και μετά τα ξαναλέμε εδώ.
– Ναι, αδελφέ μου, να πας στο καλό! Στην ευχή του Χριστού που γεννιέται απόψε! Θα ξαναϊδωθούμε αύριο, αν ζω ακόμα.
Τον κοίταξε στενάχωρα ο αναχωρητής. Τα μάτια του έλαμπαν. Το πρόσωπό του ήταν ιλαρό, ακτινοβολούσε ειρήνη. Στα χείλη του αχνόφεγγε ένα χαμόγελο.
– Είμαι καλά, παιδί μου, τώρα, μην ανησυχείς! επανέλαβε σιγανά. Τα έχω όλα. Το κάλεσμά του περιμένω μόνο. Μακάρι να μου κάνει τη χάρη αύριο, στη Γέννησή του, ο Κύριός μας.
Η ειρηνική μορφή του αγιασμένου γέροντα συνόδευε τον αναχωρητή σ’ όλο τον δρόμο.
Άλλαξε το τριμμένο ράσο του που είχε μουσκέψει στο παγωμένο ψιλόβροχο. Έβαλε δυο ξυλάκια στη σόμπα, ίσα για να ξεγελάσει την πολλή παγωνιά. Αποκαμωμένος απ’ την πολύωρη κόπωση ακούμπησε στο κούτσουρο που είχε για σκαμνί, να πάρει ανάσα.
Το καλογερικό του πρόγραμμα από δω και μπρος ήταν απλό. Εσπερινός, Απόδειπνο, ακολουθία της Μετάληψης. Λίγες ώρες ξεκούραση, που την είχε απόλυτη ανάγκη μετά την ολοήμερη κοπιαστική οδοιπορία.
Στις δυόμισι τη νύχτα εγερτήριο για Μεσονυκτικό και κομποσχοίνι, τον δίωρο κανόνα του στη νοερά προσευχή. Μετά πεζοπορία ξανά μες τη νύχτα. Για να λειτουργηθεί, μέρα του Χριστού που ξημέρωνε.
Η μονή ήταν πολύ μακριά για κάτι τέτοιο. Μοναδική λύση απέμενε ένα φτωχό μικρό χωριουδάκι. Απομακρυσμένο απ’ τον κόσμο κι αυτό, ξεχασμένο και κρυμμένο σαν αυτόν απ’ τους πολλούς. Του ταίριαζε.
Οι απλοί χωρικοί ήταν πιο κοντά στη δική του ψυχοσύνθεση.
Ο παπάς τους, γέρος κι αυτός, ολιγογράμματος, μα άνθρωπος του Θεού, ευλογημένος. Εκεί κατέφευγε Κυριακές και μεγάλες γιορτές, να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Ήθελε δυο ώρες σχεδόν να πάει και άλλες δυο να γυρίσει, μα δεν γινόταν αλλιώς.
Αναπαυμένος στην ψυχή, αν και κατάκοπος, έβαλε μπρος για τον Εσπερινό της μεγάλης γιορτής που ξημέρωνε.
Αντί να βάλει «Ευλογητός…», είπε «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», μια και ήταν απλός μοναχός και όχι ιερομόναχος.
Παρέλειψε Ειρηνικά, Εκτενή και Πληρωτικά, όλα τα του ιερέως δηλαδή, μα έψαλε με προσοχή και κατάνυξη τα γιορτινά τροπάρια της Γέννησης, υπέροχα μελωδήματα μεγάλων υμνογράφων, Ανατολίου, Γερμανού, Κασσιανής, Ιωάννου μοναχού του Δαμασκηνού.
Η καρδιά του ζεστάθηκε σιγά-σιγά.
Μεγάλη έξαρση τον συνεπήρε, όταν έφτασε στον αγαπημένο του ύμνο «Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον…». Η φτώχεια του κελιού του θύμιζε λίγο την πτωχεία του νεογέννητου Χριστού.
Με χαρούμενη διάθεση έψαλε πολλές φορές το δεύτερο μισό του τροπαρίου «…και μάγους σοι προσήνεγκεν εν πίστει προσκυνούντας σε», επισυνάπτοντας, κατά την τάξη, τους κανονισμένους στίχους απ’ το Ψαλτήρι.
Μα φαίνεται πώς οι περιπέτειές του δεν είχαν τελειώσει ακόμα για σήμερα. Πάνω που πήρε να απαγγέλλει τον γ΄ στίχο «Και ιδού αλλόφυλοι…», ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τον έκοψε.
Ποιος μπορούσε να ’ναι βραδιάτικα μες στην απόλυτη ερημιά;
– Ποιος είναι; φώναξε δυνατά ξαφνιασμένος.
– «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…», ακούστηκε απέξω μια φωνή.
Ησύχασε. Καλόγερος θα ’ταν, αφού γνώριζε τον μοναχικό χαιρετισμό. Μα πώς βρέθηκε τέτοια ώρα εκεί; Άνοιξε απορημένος. Μπρος στο καλύβι του στέκονταν όχι ένας, μα τρεις ρασοφόροι. Ο μικρότερος συγκρατούσε με σχοινί ένα υποζύγιο.
Εντελώς αυθόρμητα, υπό την επήρεια του ύμνου που μόλις έψελνε, συνειρμικά, φάνταξαν για μια στιγμή στα μάτια του ως «εξ ανατολών ελθόντες μάγοι». Μα γέλασε αμέσως μέσα του με την ευφάνταστη διάθεσή του.
Οι απρόσμενοι επισκέπτες είπαν πως ήταν μοναχοί που χάθηκαν στη νύχτα. Τους πέρασε στο καλύβι του, τους έβαλε να καθίσουν στο σανίδι-καναπέ, έσκυψε να βγάλει τα βρεγμένα τους παπούτσια.
Ζέστανε πάνω στη μικρή σόμπα λίγο νερό, έπλυνε και έτριψε τα παγωμένα τους πόδια, τα σκούπισε με στεγνό πανί. Έβγαλε ένα ξεροκόμματο και λίγες ελιές, τους έβαλε να φάνε.
Έτρωγαν αμίλητοι και ταυτόχρονα το βλέμμα τους εξέταζε το φτωχικό κελί.
– Αυτό μόνο έχεις; ρώτησε ο πιο μεγάλος, που φαινόταν να είναι ο αρχηγός. Δεν μπορεί να μην προμηθεύτηκες κάτι καλό για αύριο.
– Μα απόψε νηστεύουμε, αδελφοί! απάντησε παραξενεμένος ο αναχωρητής.
– Ε, ας γιορτάσουμε λίγο νωρίτερα εμείς. Τί πειράζει;
Έμεινε να τους κοιτάζει αμήχανα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ήταν δυνατόν μοναχοί να χαλάνε την τάξη της νηστείας τέτοια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, που νηστεύουν ακόμα και οι άσχετοι;
– Σίγουρα κάτι καλύτερο θα έχεις εδώ, είπε γελώντας ο δεύτερος και έδειξε το ακουμπισμένο δισάκι παράμερα.
Όντως ο δοχειάρης της μονής είχε φιλέψει τον αναχωρητή για την αυριανή κατάλυση ιχθύος, μέρα της Γέννησης του Χριστού. Μα ο αναχωρητής δεν καταλάβαινε ακόμα τί συμβαίνει με τους παράξενους επισκέπτες του.
– Έλα, λοιπόν, ας μην αργούμε! πήρε απότομα τον λόγο ο νεότερος και μια αγριάδα άστραψε στο βλέμμα του.
Ταυτόχρονα άφησε το ράσο του επίτηδες λίγο ανοιχτό στη μέση. Ένα μαχαίρι στη θήκη του φάνηκε κρεμασμένο απ’ τη ζώνη του. Ο αναχωρητής τα έχασε. Το μυαλό του ξεκαθάρισε. Βρισκόταν μπροστά σε κακοποιούς μεταμφιεσμένους σε μοναχούς.
– Ώστε έτσι; είπε μόνο, όταν πέρασε η πρώτη του έκπληξη.
Δεν φοβόταν για τη ζωή του. Είχε ξεπεράσει τον φόβο των κοινών θνητών μπρος στον θάνατο. Ούτε ανησυχούσε μήπως του πάρουν τα λιγοστά του πράγματα.
Είχε επιλέξει εκούσια να είναι φτωχός, απογυμνωμένος απ’ τα υλικά, για να επιδιώκει τα πνευματικά.
Ήταν από τους «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες». Για όλα είχε εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Κύριο.
Με ήρεμες κινήσεις έβγαλε το ψάρι που του προμήθευσαν απ’ τη μονή για την αυριανή μέρα και το άφησε στα χέρια του μεγαλύτερου.
– Στο πρόσωπό του είναι ο Κύριός μου! είπε μέσα του. Ήρθε, φαίνεται, για να με δοκιμάσει απόψε στο φτωχικό μου σπήλαιο. Τιμή μου είναι. Να μην τον φιλοξενήσω;
Προσφέροντας την κούπα με το νερό στον δεύτερο, σκέφτηκε:
– Κι αυτός; Αδελφός του Κυρίου μου είναι. Άρα και δικός μου. Ο Κύριός μου έγινε σαν εμάς, για να μας κάνει όλους αδέλφια του. Δεν ντρέπεται να ονομάζει αυτόν εδώ αδελφό του. Γιατί να ντραπώ εγώ;
Έβγαλε απ’ το δισάκι του και το μπουκαλάκι με το κρασί. Το απόθεσε μπρος στον μικρότερο.
– Κι αυτός είναι γιος του Κυρίου μου. Γι’ αυτό κατέβηκε στη γη, να μας ξαναγεννήσει σε νέα ζωή αληθινή. Να μας θυμίσει ότι είμαστε δικά του παιδιά. Να μην υπηρετήσω τα παιδιά του Κυρίου μου;
Οι τρεις «μοναχοί» σηκώθηκαν κάποτε.
– Φέρε το υποζύγιο! πρόσταξε κοφτά τον νεότερο ο αρχηγός.
Άπλωσε τα χέρια του να σηκώσει το γεμάτο δισάκι του αναχωρητή, μα εκείνος τον πρόλαβε.
– Όχι, αδελφέ! του είπε ήρεμα. Μην το παίρνεις έτσι. Μη βαρύνεις την ψυχή σου με τέτοιο πράγμα. Άσε να σου το δώσω εγώ. Έτσι μπράβο! Σου το προσφέρω με τα χέρια μου. Σας το κάνω δώρο. Και όχι μόνο αυτό. Ό,τι βλέπετε είναι δικό σας. Ελάτε, πάρτε ό,τι θέλετε. Όλα χριστουγεννιάτικο δώρο μου για σας. Δεν χρειάζεται να κολάσεις την ψυχή σου. Σας τα δίνω από μόνος μου, κανένας δεν θα σας κατηγορήσει για τίποτε.
Και με ανάλαφρη διάθεση, χωρίς στενοχώρια, άρχισε να παίρνει μόνος του τα λιγοστά του πράγματα και να τ’ ακουμπάει στα χέρια τους.
Θυμήθηκε τον παλιό αββά Αρσένιο που μέρα-νύχτα μουρμούριζε:
«Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες;»
Για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί; Δεν είχε απαρνηθεί τα πάντα στον κόσμο, για να δώσει την καρδιά του εξ ολοκλήρου στον Κύριό του; Δεν ήταν ντροπή να την ξαναδέσει τώρα με τα μηδαμινά, τιποτένια, ασήμαντα υπάρχοντά του;
Όχι, δεν λυπόταν να τα χάσει, να τα αποχωρισθεί. Δεν είχε πλέον πάθος γι’ αυτά. Είχε αποταχθεί τα του κόσμου.
«Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει», ψιθύρισε.
Πόθος του ήταν ο Χριστός, γι’ αυτόν βγήκε στην έρημο, όχι για να ξανακολλήσει σ’ αυτά που άφησε. Η ελπίδα του τώρα ήταν στραμμένη στον ουρανό. Εδώ, καλύτερα φτωχός και ξένος, σαν τον Χριστό. Θα τον νοιαζόταν ο Θεός και στο εξής, όπως τον φρόντιζε ως τώρα.
Οι ληστές ξαφνιάστηκαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τέτοιες ενέργειες. Δεν είχαν μάθει να σκέφτονται ποτέ με τον τρόπο του αναχωρητή. Φόρτωσαν γρήγορα στο υποζύγιο ό,τι βρήκαν και έφυγαν σαν κυνηγημένοι, αφήνοντας πίσω τους τέσσερις τοίχους γυμνούς.
Ο φτωχός αναχωρητής ξαναγύρισε στο πρόγραμμά του.
Η γεροντική του φωνή έπιασε ξανά τον στίχο που κόπηκε στη μέση. «Και ιδού αλλόφυλοι…», «και μάγους σοι προσήνεγκεν…». Γέλασε για δεύτερη φορά μέσα του.
– Κι εγώ που προς στιγμήν φαντάστηκα πως ήρθαν οι τρεις μάγοι…, μουρμούρισε κρυφογελώντας. Οι αλλόφυλοι ήταν τελικά…
Συνέχισε ειρηνικός τον κανόνα του. Με γέλιο ξεκίνησε, με γέλιο τέλειωσε η περιπέτειά του. Δόξα σοι, ο Θεός!
Αρκετά πριν φέξει, φόρεσε ξανά τα νοτισμένα του υποδήματα, ξαναβγήκε στον δρόμο. Είχε να περπατήσει δυο ώρες για το μικρό χωριό. Ο καιρός είχε αλλάξει τη νύχτα. Το παγωμένο ψιλόβροχο γύρισε σε χιόνι. Το είχε κιόλας στρώσει και η ασπράδα του έδιωχνε λίγο τη σκοτεινιά.
Με το ραβδί στο ένα χέρι και το κομποσχοίνι στο άλλο βάδιζε προσεκτικά στα επικίνδυνα γλιστερά μονοπάτια.
Στα μισά σχεδόν του δρόμου ακούστηκαν μακρινά ουρλιαχτά.
Ο χειμώνας ανάγκαζε τα πεινασμένα αγρίμια, τσακάλια και λύκους, να κατεβαίνουν απ’ τα ψηλά βουνά χαμηλότερα.
Δεν άργησαν να οσμιστούν την ανθρώπινη παρουσία. Απειλητικές σκιές τον τριγύρισαν σε απόσταση αναπνοής. Ο αναχωρητής αλαφιάστηκε, αλλά για μια στιγμή μονάχα. Χωρίς ν’ αλλάξει βηματισμό, άρχισε να απαγγέλλει σταθερά και ήσυχα: «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη…», όλους τους Χαιρετισμούς της Παναγίας απ’ το άλφα.
Τους έλεγε ψιθυριστά, κοιτώντας μόνο μπροστά τον δρόμο του.
Οι σκιές έτρεχαν δίπλα του κι από τις δυο πλευρές, μα, πράγμα παράξενο, προχωρούσαν μαζί του σαν τιμητική συνοδεία. Κανένα γρύλλισμα, καμμιά κίνηση επιθετική προς το μέρος του. Ήταν τόσο κοντά του, που άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε μια μαλλιαρή ράχη.
Όταν έφτασε στο ωμέγα των Χαιρετισμών με τη θριαμβευτική κατάληξη «Ω πανύμνητε Μήτερ…», τα αγρίμια έκαναν μεταβολή και ήσυχα σαν αρνάκια χάθηκαν στα φωτερά σκοτάδια της άγιας νύχτας.
Έφτασε στο χωριό με λίγη καθυστέρηση. Η μικρή εκκλησία ήταν ήδη γεμάτη. Άναψε το κεράκι του, ασπάστηκε την εικόνα της Γέννησης και προχώρησε προς το Ιερό. Συνήθιζε να κάθεται και να κοινωνάει εκεί σαν τους ιερείς.
Οι αυτοσχέδιοι ψάλτες πάσχιζαν μάταια να συλλαβίσουν τα ιαμβικά ομηρικά τεχνουργήματα, με τα οποία ο ιερός Δαμασκηνός υμνούσε τον Υιό του Θεού, που χάριν των ανθρώπων γεννιόταν στη γη.
«Υία Θεού μερόπων ένεκα τικτόμενον εν χθονί».
Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στη θέση του και ο παπάς ήρθε κοντά του συνοφρυωμένος.
– Έξω! του λέει απότομα. Βγες από το Ιερό. Δεν θα σε κοινωνήσω εδώ μέσα. Είσαι ανάξιος. Θα κοινωνήσεις τελευταίος απ’ όλους.
Άλλο πάλι και τούτο! Τί τον έπιασε ξαφνικά;
Ήταν εντελώς ανεξήγητη και αφύσικη η συμπεριφορά του αυτή. Ο παπάς ήταν ένα γλυκύτατο γεροντάκι. Είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση στον αναχωρητή και τον καλωσόριζε πάντα με πλατύ ανυπόκριτο χαμόγελο.
Τί μεσολάβησε ξαφνικά και άλλαξε στάση απέναντί του; Ο αναχωρητής παραξενεύτηκε πολύ. Μα δεν αντέδρασε. Δεν ταράχτηκε. Είχε γεράσει στους πνευματικούς αγώνες, δεν ήταν πρωτόπειρος.
«Ο Κύριός μου», σκέφτηκε, «κατέβηκε πιο χαμηλά, έγινε πιο ταπεινός, πιο ασήμαντος και από μένα. Και στους ονειδισμούς “εσιώπα”».
Ποιος ήταν αυτός που θα ύψωνε ανάστημα και θα διεκδικούσε δικαίωση;
– Να ναι ευλογημένο! είπε σιγανά στον ιερέα και χωρίς δεύτερη κουβέντα βγήκε απ’ το Άγιο Βήμα.
Έψαξε με το μάτι για στασίδι, μα ήταν όλα πιασμένα. Και τί παράξενο! Οι χωρικοί που τις άλλες φορές σκοτώνονταν να τον εξυπηρετούν σε όλα, απόψε, εντελώς ανεξήγητα, τον κοίταζαν απαθείς και αδιάφοροι, ακόμα και εχθρικοί. Κανένας δεν κουνήθηκε να του προσφέρει θέση. Σαν να υπονοούσαν: «Τί δουλειά έχεις ανάμεσά μας εσύ;».
Κατάλαβε πως ο Θεός παραχωρούσε να γίνεται έτσι.
Προχώρησε με κατεβασμένα μάτια μέχρι πίσω, ακούμπησε, τελευταίος και ελάχιστος, στην τελευταία κολόνα κοντά στην έξοδο. Είχε μπροστά του και μπορούσε να βλέπει όλο σχεδόν το εκκλησίασμα.
– Καλά κάνουν οι άνθρωποι, σκεφτόταν. Ο Θεός τους φώτισε και είδαν ποιος είμαι πραγματικά. Αφού δεν είμαι άνθρωπος, τί θέλω μέσα στους ανθρώπους; Αυτοί είναι όλοι για πάνω, εγώ για κάτω.
«Οι πάντες» εδώ πέρα «σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι».
Βάλε τους, Χριστέ μου, στον Παράδεισο όλους και μετά, στο τέλος, αν θέλεις, άσε με να στριμωχτώ κι εγώ, έσχατος πάντων, στην τελευταία του ακρούλα.
Στο «Μετά φόβου…» όλο το χωριό μετάλαβε. Ο αναχωρητής περίμενε τη σειρά του υπομονητικά, πίσω από όλους. Πλησίασε σκυφτός, ταπεινωμένος, χωρίς να υψώσει ούτε στιγμή το βλέμμα του, αισθανόμενος με συντριβή την αναξιότητά του.
– «Ουκ ειμί άξιος», Κύριε, «ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής» μου. Αλλά καταδέχτηκες σήμερα «εν σπηλαίω και φάτνη αλόγων ανακλιθήναι». Καταδέξου «και εν τη φάτνη της αλόγου μου ψυχής και εν τω εσπιλωμένω μου σώματι εισελθείν».
Με το που έλαβε την αγία Μετάληψη κι ακούμπησε το πορφυρό μάκτρο στα χείλη του, ο ουρανός αστραποβόλησε μέσα του. Η ψυχή του πλημμύρισε ανεξήγητη γλυκύτητα και χαρά. Ένιωσε να πετάει αντάμα με το «πλήθος στρατιάς ουρανίου», που την άγια νύχτα της Βηθλεέμ γέμισε τους αιθέρες με το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ». Του φάνηκε πως μόλις τότε άνοιξαν τα μάτια του και τα ’βλεπε αλλιώτικα όλα.
Τα πρόσωπα γύρω του γελαστά τώρα και χαρούμενα όλα. Τα βλέμματά τους έλαμπαν. Τον κύκλωσαν όλοι με αγάπη όπως παλιά, ζητούσαν να φιλήσουν το χέρι του.
Απ’ την Ωραία Πύλη ο παπάς, κάνοντας τη γιορτινή απόλυση, «ο εν σπηλαίω γεννηθείς και εν φάτνη ανακλιθείς… Χριστός ο αληθινός Θεός ημών…», έδειχνε να μην κρατιέται με τίποτε. Τελειώνοντας, έτρεξε αμέσως κοντά του. Τον αγκάλιασε παράφορα και τον ασπάστηκε. Του έβαλε βαθειά μετάνοια, ήθελε να του φιλήσει τα πόδια.
– Συχώρεσέ με, αδελφέ μου! έλεγε γεμάτος ντροπή. Μα τί έπαθα και σου φέρθηκα έτσι ο ανόητος;
Με το ζόρι τον συγκράτησε ο αναχωρητής. Προσπάθησε να εξηγήσει πως δεν έφταιγε κανένας σε τίποτε.
Κατά παραχώρηση Θεού έγινε ό,τι έγινε. Ο Κύριος τούς χρησιμοποίησε για να τον δοκιμάσει. Θεού θέλημα ήταν να γεμίσει η μέρα του κόπο και πειρασμούς.
Να ταπεινωθεί, να παλέψει, να λάμψει, να φανερωθεί ο άνθρωπος του Θεού. Μα ό,τι κι αν είπε, δεν καταλάβαινε κανένας, ούτε ο παπάς ούτε ο κόσμος, πώς έγινε και του φέρθηκαν έτσι. Τώρα τον ένιωθαν πάλι όπως και πριν, σαν άγγελο ανάμεσά τους. Θέλησαν να τον κρατήσουν στο τραπέζι τους, να τον περιποιηθούν μέρα που ήταν.
Μα ο αναχωρητής βιαζόταν. Ο νους του ήταν στον άρρωστο γέροντα. Δεν μπορούσε να τον αφήσει μόνο του. Η μέρα έφεγγε, είχε ξημερώσει για τα καλά. Πήρε κάτι απ’ τα φιλέματα των αγαθών χωρικών και τους χαιρέτισε κατασυγκινημένος, αλλά χαρούμενος. Είχε ώρες ξανά δρόμο μπροστά του. Μα δεν ένιωθε κούραση καθόλου. Τα πόδια του έτρεχαν ανάλαφρα, σαν να ’χε στις πλάτες του φτερά. Σαν να τον σήκωναν στον αέρα οι άγγελοι. Ούτε που το κατάλαβε καθόλου πως περπάτησε ώρες.
Του φαινόταν πως μόλις τώρα ξεκίνησε.
Βρήκε τον γέροντα ξαπλωμένο όπως τον άφησε, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Φοβήθηκε πως είχε ήδη κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο. Έσκυψε με αγωνία να βεβαιωθεί αν ανασαίνει ακόμα. Και τότε ο γέροντας σάλεψε. Άνοιξε τα μάτια του.
– Εδώ είμαι ακόμα, αδελφέ μου, μην ανησυχείς! είπε χαμογελώντας. Πήρα μικρή παράταση. Οι αμαρτίες μου δεν ξοφλήθηκαν ακόμα. Θα γιορτάσουμε και τα Φώτα μαζί και μετά αναχωρώ.
Ο αναχωρητής με περισσή αγάπη και λαχτάρα τον ασπάστηκε.
Ήταν αργά πια, απόγευμα, όταν τα βήματά του σταμάτησαν μπρος στο καλύβι του. Καιρός ήταν! Να πάρει μια ανάσα κι αυτός, γέρος άνθρωπος στους δρόμους ολημερίς!
Έσπρωξε την παλιά ξυλόπορτα, μα πριν ακόμα σταματήσει το δυνατό της τρίξιμο, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Καθισμένοι στο πρόχειρο σανίδι-καναπέ του κελιού του, τον περίμεναν οι τρεις «μοναχοί» της περασμένης νύχτας.
Ξαφνιάστηκε για τα καλά τώρα. Τί ήθελαν πάλι ετούτοι εδώ; Ό,τι είχε και δεν είχε τους το ’δωσε. Γιατί ξαναγύρισαν;
Πριν όμως προλάβει να πει κουβέντα, οι τρεις κακοποιοί βρέθηκαν μπροστά του γονατιστοί. Τώρα ήταν που τα ’χασε πραγματικά.
– Συχώρεσέ μας, πάτερ! του είπαν πιάνοντας τα πόδια του. Πρώτη φορά είδαμε άνθρωπο σαν εσένα. Δεν περιμέναμε να μας φερθείς όπως μας φέρθηκες. Είσαι αληθινός άνθρωπος του Θεού. Σου ξαναφέραμε όσα σου πήραμε. Και έχουμε κι άλλα εδώ πολλά ακόμα απ’ τα δικά μας. Μόνο να μας συχωρέσεις!
Του ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
Πόσα θαύματα ακόμα θα του δείξει ο Θεός την άγια τούτη μέρα!
– Σηκωθείτε, αδελφοί! τους είπε κατασυγκινημένος. Σύνδουλός σας είμαι, δεν κάνει να με προσκυνάτε. Τον Κύριό μας μόνο προσκυνάμε.
Με το ζόρι τους σήκωσε. Θέλησε να βάλει νερό να πλύνει, όπως το συνήθιζε, τα πόδια τους ξανά. Μα εκείνοι αρνήθηκαν.
– Η σειρά μας τώρα, άγιε πατέρα! επέμειναν ανυποχώρητοι. Άσε μας να σε ξεκουράσουμε κι εμείς, αν και δεν αξίζουμε ούτε ν’ αγγίξουμε τα πόδια σου!
Τα μάτια του υγράθηκαν ξανά. Δέχτηκε ταπεινά για να μην τους περιφρονήσει. Και όση ώρα εκείνοι σκυμμένοι έπλεναν τα πόδια του, αυτός φανταζόταν τον εαυτό του πιο κάτω από αυτούς, κόβοντας και καυτηριάζοντας το κεφάλι κάθε οίησης, που πήγαινε τυχόν ν’ αναδευτεί σαν τη λερναία ύδρα μέσα του.
Μα τα θαύματα της άγιας μέρας δεν τέλειωσαν ακόμα.
– Φώτισες την ψυχή μας με την άγια ζωή σου, πάτερ, είπαν οι κακοποιοί. Έγινες φως αληθινό για μας. Θέλουμε να γίνουμε σαν εσένα και μεις. Κράτα μας κοντά σου! Αρκετά δουλέψαμε στη ματαιότητα.
Αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Αγκάλιασε κλαίγοντας τους πρώην ληστές, που έγιναν αρνάκια με τη χάρη του Θεού. Τους ασπάστηκε με αγάπη σαν αδελφούς του. Να τους κρατήσει κοντά του δεν μπορούσε βέβαια, ερημίτης αυτός, μα θα τους πήγαινε στη μονή. Στα χέρια του σεβαστού της γέροντα θα τους εμπιστευόταν.
Από τη μακρινή Βηθλεέμ ήρθε η δόξα του Θεού και στάθηκε, νεφέλη ολόφωτη, πάνω στο φτωχικό κελί του ερημίτη. Νυμφώνα το έκανε θεϊκό. Στα καθαρά μάτια της αγνής Παναγίας «ως τερπνόν παλάτιον το σπήλαιον» τότε «εδείκνυτο». «Εις ουρανίους θαλάμους» ένιωθε να έχει μεταλλαχτεί τώρα το καλύβι του και ο ταπεινός αναχωρητής. Ήταν όντως επίγειος άγγελος («Ο Αναχωρητής»)…