Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ
Ι.Μ. ΜΟΡΦΟΥ: Σύμφωνα μέ τίς γνωστές αγιολογικές πηγές, οι μάρτυρες Αριστοκλής πρεσβύτερος, Δημητριανός διάκονος καί Αθανάσιος αναγνώστης μαρτύρησαν κατά τόν Μεγάλο Διωγμό εναντίον τών χριστιανών, πού υποκίνησε παντοιοτρόπως ο Καίσαρας Μαξιμιανός Γαλέριος καί συνυπέγραψε σχετικό διάταγμα μέ τόν πενθερό του καί Αύγουστο τής ανατολικής αυτοκρατορίας Διοκλητιανό.
Είναι κατά τόν διωγμό αυτό, πού μαρτύρησαν πλείστοι όσοι γνωστοί μάρτυρες στήν Κύπρο.
Στά σωζόμενα συναξάρια τών αγίων τούτων επισημαίνεται ότι ο μάρτυς Αριστοκλής ήταν Κύπριος στό γένος, καταγόμενος από τήν αρχαία μεγαλούπολη Ταμασσό, έδρα τού ομωνύμου κυπριακού βασιλείου καί μία από τίς πρώτες οργανωμένες χριστιανικές τοπικές Εκκλησίες, στήν κεντρική (καθολική) εκκλησία τής οποίας υπηρετούσε ως πρεσβύτερος. Μέ τήν έναρξη τού Μεγάλου Διωγμού, φοβούμενος ο Αριστοκλής τόν επικρεμάμενο κίνδυνο, ανέβηκε σ’ ένα βουνό εκεί κοντά στήν Ταμασσό καί κρύβηκε σέ κάποιο σπήλαιο. Ενώ δέ προσευχόταν στό σπήλαιο, ήλθε σέ κατάσταση θεοπτίας («φωτί περιηστράφθη υπέρ τόν ήλιον») καί άκουσε θεία φωνή, νά τόν παρακινεί νά μεταβεί στήν τότε μητρόπολη (πολιτική πρωτεύουσα) τής Κύπρου, τήν αρχαία πόλη τής Σαλαμίνας, γιά νά ομολογήσει τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά αγωνισθεί στό στάδιο τού μαρτυρίου.
Υπακούοντας στό θεϊκό κέλευσμα καί καθ’ οδόν πρός τή Σαλαμίνα, έφθασε στήν αρχαία πόλη τών Λέδρων (τή σημερινή Λευκωσία), όπου κατέλυσε στόν εκεί ναό τού Αποστόλου Βαρνάβα. Εδώ έχουμε μία πρωιμότατη μαρτυρία γιά τήν ύπαρξη καί λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ήδη από τόν τρίτο αιώνα (αφού η αναφορά αυτή χρονολογείται στό έτος 303). Στόν ναό αυτό συνάντησε τούς κληρικούς Δημητριανό διάκονο καί Αθανάσιο αναγνώστη, πού υπηρετούσαν εκεί, οι οποίοι καί τόν φιλοξένησαν. Διηγήθηκε λοιπόν ο Αριστοκλής σ’ αυτούς τά σχετικά μέ τήν οπτασία του καί τόν σκοπό πού είχε νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό, καί άναψε καί σ’ αυτών τήν καρδιά ο πόθος τού μαρτυρίου. Έτσι, οι τρείς εν Χριστώ αδελφοί ακολούθησαν τήν οδό πρός τό μαρτύριο.
Φθάνοντας στή Σαλαμίνα, στάθηκαν επίτηδες σέ κάποιο υψηλό σημείο κοντά στό διοικητήριο τής πόλης, ώστε νά φαίνονται από μακρυά. Πράγματι, σέ λίγο έγιναν αντιληπτοί από τόν ηγεμόνα (praeses) τής νήσου, πού ήταν τότε ο γνωστός από τά μαρτύρια καί άλλων Κυπρίων μαρτύρων Σαβίνος (AntistiusSabinus[293-305]), ο οποίος τούς κάλεσε νά πάνε κοντά του. Οι τρείς γενναίοι μαθητές τού Χριστού ομολόγησαν τότε από μόνοι τους τή χριστιανική τους ιδιότητα, καί ότι είχαν έλθει εκεί πρός τόν σκοπό αυτό. Τούς φυλάκισε τότε ο ηγεμόνας, γιά νά τούς παραδώσει στή συνέχεια στά βασανιστήρια. Μέσα στή φυλακή είχαν συγκρατούμενους γιά τήν πίστη τού Χριστού, μεταξύ άλλων, καί τούς επισκόπους Φιλωνίδη Κουρίου, τόν μετέπειτα ιερομάρτυρα, καί Αρίστωνα, άγνωστο ποιάς πόλης ποιμένα, πού τελικά επέζησε τού μαρτυρίου καί, όταν απελευθερώθηκε από τά δεσμά, συνέγραψε τό Μαρτύριο τού αγίου Φιλωνίδου καί, πιθανώτατα, καί τών τριών μαρτύρων μας. Εδώ νά τονίσουμε ότι, εφόσον ήσαν κρατούμενοι οι δύο αυτοί επίσκοποι στή φυλακή, όπως προφανώς καί άλλοι επίσκοποι τής νήσου, σημαίνει ότι είχε ήδη εφαρμοσθεί καί τό 2ο έδικτο διωγμού τών ιδίων αυτοκρατόρων (θέρος 303), πού διέταζε τή σύλληψη καί φυλάκιση όλων τών χριστιανών επισκόπων καί κληρικών.
Ο Σαβίνος υπέβαλε τούς τρείς μάρτυρες σέ τιμωρίες, αρχίζοντας από τόν Αριστοκλή. Ο άγιος πρώτα καταξεσχίσθηκε σ’ όλο τό σώμα μέ μαστίγωση καί, επειδή παρέμενε ακλόνητος στήν ομολογία τής πίστης του, μέ προσταγή τού ηγεμόνα υπέστη τόν διά ξίφους αποκεφαλισμό, λαμβάνοντας έτσι τό στέφος τού μαρτυρίου. Τούς αγίους Δημητριανό καί Αθανάσιο, πού επίσης ενέμεναν σταθεροί στήν πίστη, μετά από πολλά βασανιστήρια, διέταξε ο Σαβίνος καί τούς έριξαν στή φωτιά νά κατακαούν. Αλλ’ επειδή διαφυλάχθηκαν μέ τή θεία Χάρη αβλαβείς, πρόσταξε ο ηγεμόνας καί τούς αποκεφάλισαν καί αυτούς διά ξίφους. Πιθανώτατα οι άγιοι μαρτύρησαν τό έτος 303, στίς 23 Ιουνίου, ημέρα, κατά τήν οποία τελείται η μνήμη τους.
Τά σωζόμενα επίτομα συναξάρια τών τριών τούτων μαρτύρων δυστυχώς περατούνται αμέσως μετά τήν αναφορά στό μαρτυρικό τέλος τους καί δέν μάς παρέχουν περαιτέρω πληροφορίες γιά τά τίμια λείψανά τους. Στήν περίπτωση τού συγκρατουμένου καί μετά από λίγο συμμάρτυρός τους, ιερομάρτυρος Φιλωνίδου, επισκόπου Κουρίου, τό ιερό του λείψανο, αφού πρώτα τοποθετήθηκε σέ σάκκο από τούς ειδωλολάτρες, ρίφθηκε στή θάλασσα, αλλά τό εξέβαλε έξω τό κύμα, γιά νά ταφεί στή συνέχεια μέ τήν αρμόζουσα τιμή από τούς χριστιανούς. Μήπως κάτι ανάλογο συνέβη μέ τούς τρείς μάρτυρές μας; Είναι εύλογο δηλαδή νά ενταφιάστηκαν κάπου στήν περιοχή τής Σαλαμίνος τά ιερά τους λείψανα. Σαφής μαρτυρία γιά τούς τάφους τους δέν υπάρχει ή δέν είναι γνωστή. Πάντως, στόν Βίο τού αγίου Επιφανίου τού Μεγάλου υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι ο άγιος μετέβαινε τίς νύκτες στά κοιμητήρια εκεί στήν έδρα του, τή Σαλαμίνα, σέ χώρο, όπου ήταν αποκείμενα λείψανα μαρτύρων, γιά νά προσευχηθεί γιά καθένα χωριστά από τούς εμπερίστατους ανθρώπους. Δέν γνωρίζουμε άν σ’ αυτά συγκαταλέγονταν καί τά λείψανα τών μαρτύρων Αριστοκλέους, Δημητριανού καί Αθανασίου. Σήμερα δέν είναι γνωστά στήν Κύπρο οποιαδήποτε τεμάχια τών ιερών τους λειψάνων.
Ταίς αυτών αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον καί σώσον ημάς. Αμήν.
***
* Τά στοιχεία στό παρόν προέρχονται από τή μεταπτυχιακή εργασία τού γράφοντος, Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ, Οι άγιοι μάρτυρες καί ομολογητές τής Εκκλησίας Κύπρου κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες (1ος-5ος αι.), (εκδ.) «Ostracon Publishing», Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 149-156.