Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης την 1/10/1846. Γονείς του ήταν ο Δήμος και η Βασιλική Κεφαλά.
Βαπτίζεται μόλις 3,5 μηνών, στις 15/1/1847 και λαμβάνει το όνομα Αναστάσιος.
Το 1860 (14 ετών) μετακομίζει μόνος του στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζεται σε καπνοπωλείο και παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα και μελετά.
Το 1866 (20 ετών) ταξιδεύει στη Χίο, όπου γνωρίζει τον γέροντά του Παχώμιο από την σκήτη των Αγίων Πατέρων και παράλληλα διδάσκει σε δημοτικό σχολείο.
Στις 7/11/1876 (30 ετών) κείρεται μοναχός και του δίδεται το όνομα Λάζαρος.
Στις 15/1/1877 (31 ετών) χειροτονείται Διάκονος και του δίδεται το όνομα Νεκτάριος. Εκεί γνωρίζει τον ευκατάστατο, αλλά και ευσεβή Ιωάννη Χωρέμη, ο οποίος τον στέλνει με δικά του έξοδα στην Αθήνα να τελειώσει τις βασικές του σπουδές, αλλά παράλληλα τον φέρνει σε επαφή με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο.
Το 1882 (36 ετών), ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σωφρόνιος τον στέλνει να σπουδάσει Θεολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αριστεύει και εξασφαλίζει υποτροφία, ενώ στις 13/11/1885 (39 ετών) παίρνει το πτυχίο του.
Στις 23/3/1886 (40 ετών), ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σωφρόνιος τον χειροτονεί Πρεσβύτερο και τον ίδιο χρόνο, μετά από πέντε μήνες, του απονέμει το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη και ο Άγιος διακονεί ως Ιεροκήρυκας.
Στις 15/1/1889 (43 ετών) χειροτονείται Επίσκοπος Πενταπόλεως. Η δράση που αναπτύσσει εγείρει τον φθόνο και τη ζήλια του περίγυρού του.
Στις 15/2/1891 (45 ετών) μετατίθεται στην Εύβοια και μετά το 1893 μετατίθεται στη Φθιώτιδα και τη Φωκίδα.
Στις 8/3/1894 (48 ετών) αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής.
Στις 15/3/1908 (62 ετών) παραιτείται από τη Ριζάρειο Σχολή και μετακομίζει στη Μονή της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα, την οποία ήδη έχει αρχίσει προ διετίας να ετοιμάζει.
Στις 30/9/1920 (74 ετών) διακομίζεται στο Αρεταίειο Νοσοκομείο με οξεία προστατίτιδα. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, το προχωρημένο της ηλικίας του, αλλά και οι κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν.
Ακόμα και τότε όμως, δεν έπαυσε να έχει σχέδια, τα οποία αγωνιζόταν να πραγματοποιήσει εις δόξαν Θεού. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά, όμως, δεν πρόλαβε. Στις 8/11/1920 και ώρα 22:30’ απεβίωσε στην πτέρυγα “Τζιβανοπούλειο” του Αρεταίειου Νοσοκομείου και μεταφέρθηκε άμεσα στην Αίγινα για να ενταφιαστεί.
Τον Απρίλιο του 1921 (6 μήνες μετά) διαπιστώθηκε ότι το σώμα του παρέμενε αναλλοίωτο και ευωδίαζε, ενώ στην ίδια κατάσταση εξακολουθούσε να βρίσκεται και κατά τα επόμενα έτη, όπως διαπιστώθηκε το 1924 (3 έτη μετά) και το 1927 (7 έτη μετά).
Στις 3/9/1953 (33 έτη μετά) γίνεται η ανακομιδή των Λειψάνων του Αγίου μας.
Με την υπ’ αριθ. 260/20-4-1961 Πατριαρχική Πράξη ανακηρύσσεται Άγιος (41 έτη μετά την κοίμησή του).
Πιο περιληπτικά:
Ο Άγιος Νεκτάριος υπήρξε ένας άνθρωπος λόγιος και πολυγραφότατος, εξ ου και παρέδωσε πλούσιο και πολυποίκιλο έργο, πραγματευόμενο ποικίλα θέματα (θρησκευτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κ.λπ.), το οποίο, ήδη όσο ο Άγιος βρισκόταν εν ζωή, είχε αναγνωριστεί για τη σπουδαιότητά του, το ύφος του και την πνευματικότητά του από τον Τύπο της εποχής, αλλά και από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Υπήρξε λαοφιλής ιεράρχης, ποιμενάρχης και παιδαγωγός, ο οποίος έδρασε κατά τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Άγιος Νεκτάριος είναι θαυματουργός διότι πραγματοποίησε θαύματα, όσο βρισκόταν ακόμα εν ζωή, ενώ θαυματουργεί συνεχώς και μετά την κοίμησή του.
Λίγο πριν εισέλθει στο Νοσοκομείο:
Ο Άγιος Νεκτάριος άρχισε να γίνεται πολύ γνωστός μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στη Ριζάρειο Σχολή. Η επίσημη εγκατάστασή του εκεί έγινε την Κυριακή, 13 Μαρτίου 1894.
Έγραφε τότε η εφημερίδα «Ἑστία»:
«Σήμερον περὶ τὴν 10 1/2 ὥραν παρουσίᾳ τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου καὶ τῆς ὁλομελείας τοῦ διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς ἐγένετο ἡ ἐγκατάστασις τοῦ νέου διευθυντοῦ τῆς σχολῆς Σ. Μητροπολίτου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ».
Στις 14 Μαρτίου, η «Ἐφημερίς» έγραφε:
«Πανηγυρικῶς ἐγένετο χθὲς ἡ ἐγκατάστασις τοῦ νέου διευθυντοῦ τῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς, πρώην Μητροπολίτου Πενταπόλεως Σεβ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ. Κατὰ ταύτην παρῆσαν τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον αὐτῆς, ὁ Σύλλογος τῶν καθηγητῶν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νεκτάριος Κεφαλᾶς, μετὰ τὴν λειτουργίαν, τελεσθεῖσαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς Σχολῆς, ἐδέχθη ἐν τῇ Μεγάλῃ Αἰθούσῃ τὰ συγχαρητήρια τῶν ἀνωτέρω καὶ ἐξεφώνησε σύντομον λόγον, δι᾿ οὗ ηὐχαρίστησε τὸ Συμβούλιον (…) Ἀποτεινόμενος εἰς τοὺς μαθητὰς τῆς Σχολῆς, παραινετικοὺς ἀπηύθυνε λόγους καὶ ὑπέδειξεν ὁποῖα καθήκοντα ἐπιβάλλονται εἰς αὐτοὺς (…) Ὁ δὲ ἐκ τῶν μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου κ. Δ. Χασιώτης ἀντεφώνησε, ἐκφράσας τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἡ Σχολὴ διὰ τοῦ νέου Διευθυντοῦ της θὰ ἐπανακτήσῃ τὴν πρώτην αὐτῆς λαμπρότητα καὶ ὅτι διὰ τῆς ὁμονοίας καὶ τῆς εἰρήνης θὰ εἰσέλθῃ ἡ Σχολὴ εἰς τὴν κανονικὴν τροχιάν της, ἀγλαοὺς ἀποφέρουσα καρπούς».
Στη διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων.
Παράλληλα, συνέχισε, με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση, το συγγραφικό του έργο, μια ασχολία που τον συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς θησαυρούς, γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.
Βασικότατο στοιχείο, βέβαια, της σχολικής παιδαγωγικής πράξης o Άγιος θεωρούσε την ύπαρξη έντονης λατρευτικής ζωής.
Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της Σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στη μελέτη, στη συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία, τη φροντίδα λουλουδιών και δέντρων.
Μετά την επιτυχή επιτέλεση των καθηκόντων του ως διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, ο Άγιος εγκαταβίωσε στο Μοναστήρι του στην Αίγινα.
Η σκέψη για τη δημιουργία της Μονής στην Αίγινα άρχισε όταν κάποια στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με τη Χρυσάνθη Στρογγυλού, τη μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη, μια ευσεβή, τυφλή γυναίκα.
Τότε η Χρυσάνθη, μαζί με μερικές ακόμα γυναίκες, επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν έναν πνευματικό οδηγό, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου. Με παραίνεσή του, άρχισαν να αναζητούν τόπο για τη δημιουργία ενός Μοναστηριού. Τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη Μονή στην Αίγινα, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών.
Μια υπόθεση, στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος, αναγνώριση που τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμησή του και ανακοινώθηκε στις μοναχές με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, στις 15 Μαΐου του 1924.
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη και από τις αρχές του 1919, η πάθηση του προστάτη εμφανίζεται και επιδεινώνεται συνεχώς. Εκεί στην Αίγινα, οι πειρασμοί και οι δυσκολίες δεν τον άφησαν σε ησυχία και η υγεία του συνεχώς επιδεινωνόταν, αλλά ο Άγιος, μέσα από αυτές τις δοκιμασίες έβρισκε τον τρόπο να ενδυναμώνεται πνευματικά.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε το μεγάλο του μαρτύριο. Η συκοφάντρια μητέρα μιας δεκαεξάχρονης μοναχής που βρισκόταν στο Μοναστήρι, η οποία είχε μανία καταδίωξης προς την κόρη της, δεν μπόρεσε να δεχθεί ότι η κόρη της την άφησε για να γίνει μοναχή στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Έλεγε σε όλους, λοιπόν, ότι ο Άγιος Νεκτάριος είχε όλες τις μοναχές ερωμένες και έκανε παιδιά μαζί τους που τα πετούσε στο πηγάδι. Ο εισαγγελέας, αποφάσισε να επέμβει. Παίρνοντας μαζί του δύο αστυφύλακες, πήγε στην Αίγινα και παραβιάζοντας την πόρτα του Μοναστηριού, πήγε κατευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου.
Μετά την έρευνα, αποδείχθηκε ότι οι συκοφαντίες της γυναίκας ήταν αβάσιμες, και έτσι εκείνη καταδικάστηκε αυτεπάγγελτα για δυσφήμιση και εξορίστηκε, ενώ ο ανακριτής που είχε αναλάβει την όλη υπόθεση και φέρθηκε με τον χειρότερο τρόπο στον Άγιο Νεκτάριο, ασθένησε βαριά και παρά τη συγχώρεση και τις προσευχές του Αγίου, τελικά πέθανε μετά από λίγο καιρό.
Έτσι, με αυτές και άλλες πολλές δοκιμασίες, περνούσαν τα χρόνια για τον πολύπαθο Ιεράρχη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τα προβλήματα υγείας που είχε συνεχώς επιδεινώνονταν, το σώμα του βάραινε και τα πόδια του πρήζονταν από φλεβική ανεπάρκεια. Στις 2 Ιανουαρίου 1920 και ενώ άρχιζε να διαισθάνεται ότι η εκδημία του δε θα αργούσε, συνέταξε τη διαθήκη του.
Άφηνε όλη την περιουσία του στο Μοναστήρι, ενώ χρήζει αναφοράς ότι επέμενε στο γεγονός ότι το Μοναστήρι το έχει αφιερώσει τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι, γεγονός που υπονοεί ότι όποιος θα επιχειρούσε να το αδικήσει είναι σαν να καταφέρεται εναντίον του ίδιου του Θεού.
Επιπλέον χαρά του έδωσε και το γεγονός ότι πήγαν στη Μονή ως δόκιμες και κάποιες άλλες κοπέλες από την Αίγινα, οι οποίες και αφιερώθηκαν εκεί.
Το σωματικό του άλγος είχε γίνει πλέον αφόρητο, με συνέπεια ο γιατρός να επιμένει να μεταφερθεί για την εισαγωγή του στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών. Ο Άγιος Νεκτάριος συναίνεσε, αλλά προηγουμένως ήθελε να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στη Μονή της Χρυσολεοντίσσης στην Αίγινα. Πράγματι, μετά τον Δεκαπενταύγουστο, ανέβηκε σε υποζύγιο και συνοδευόμενος από δύο μοναχές έφτασε στη Μονή. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και η προσευχή του ήταν τόσο θερμή, που λογίστηκε ως ικεσία, παράκληση, ευχαριστία και δοξολογία προς τη Θεοτόκο. Στο Μοναστήρι έμεινε ένα δεκαπενθήμερο, όπου προσευχόταν, μελετούσε, συνέγραφε και ησύχαζε.
Καθώς, όμως, η ασθένειά του επιδεινωνόταν συνεχώς, στις 20 Σεπτεμβρίου 1920, ο Άγιος ήρθε στην Αθήνα και εισήχθη στο Αρεταίειο. Στη δοκιμασία του αυτή ήταν κοντά του συνεχώς η μοναχή Ευφημία, ο αγαπημένος του Κωστής Σακκόπουλος, ενώ συχνά τον επισκέπτονταν ο Άγγελος Νησιώτης, ο Παντελεήμων Φωστίνης, ο Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης και μερικοί ακόμη.
Στο διπλανό κρεβάτι όπου νοσηλευόταν ο Άγιος, νοσηλευόταν κι ένας παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει.
Χωρίς να του γίνει η απαιτούμενη χειρουργική επέμβαση για την πάθησή του, τη χρόνια κυστίτιδα και υπερτροφία του προστάτου, επί πενήντα ημέρες ο Άγιος δοκιμαζόταν και ταλαιπωρούνταν.
Ο Άγιος Νεκτάριος κοινωνούσε συχνά των Αχράντων Μυστηρίων, το Μυστήριο του μεγάλου και Μυστικού Δείπνου, ζητώντας με τόσο πάθος την ένωσή του με τον Χριστό. Ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου στο Αρεταίειο λειτουργούσε και εξυπηρετούσε τις λειτουργικές ανάγκες των ασθενών, αλλά και του προσωπικού.
Ήταν βράδυ Κυριακής, 8 Νοεμβρίου 1920, γύρω στις 10.30′, όταν ο Άγιος Νεκτάριος, ο άνθρωπος του Θεού, παρέδωσε προς Αιωνία Ανάπαυση το πνεύμα του στον Δημιουργό, που τόσο πιστά και με περίσσεια θέρμη είχε υπηρετήσει καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του, και χάρισε το σεπτό Σκήνωμά του στους πιστούς, προς Αγιασμό.
Το Αρεταίειο Νοσοκομείο ανήκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1896-1898, με κληροδότημα του καθηγητή της χειρουργικής Θεόδωρου Κωνσταντινίδη – Αρεταίου (1829-1893).
Στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, προς τιμήν του Αγίου Νεκταρίου τηρείται άθικτος ο θάλαμος νοσηλείας του, στην πτέρυγα “Τζιβανοπούλειο”, που έχει μετατραπεί σε μικρό προσκύνημα.
Στον εξωτερικό χώρο στο πίσω μέρος του προαυλίου, υπάρχουν δύο Ιεροί Ναοί. Ο ένας είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, καθώς κτίστηκε με δωρεά του Γεώργιου Κωνσταντινίδη – Αρεταίου (αδελφού του Θεόδωρου Αρεταίου), και ο άλλος Ιερός Ναός, που λειτουργεί ως Παρεκκλήσιο, παραπλησίως του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου, είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νεκτάριο Επίσκοπο Πενταπόλεως, είναι ειδικά αγιογραφημένος με σκηνές από τα θαύματα του Αγίου και κατά το έτος 2023-2024 ανακαινίσθηκε εξωτερικώς εξ ολοκλήρου.
Το δωμάτιο του Αγίου στο Αρεταίειο:
Όταν κανείς εισέρχεται στο εσωτερικό του δωματίου, αισθάνεται δέος και συγκίνηση από την ιερότητα του χώρου. Στην πτέρυγα αυτή, γνωστή ως “Τζιβανοπούλειο”, νοσηλεύονται κυρίως χειρουργημένοι ασθενείς, πάσχοντες από καρκίνο.
Το δωμάτιο, στο οποίο εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος, όπως προανεφέρθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε προσκύνημα στην πτέρυγα “Τζιβανοπούλειο” του Αρεταιείου Νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση από ασθένειες.
Το δωμάτιο βρισκόταν στον θάλαμο νούμερο 2 και ήταν θάλαμος γ’ θέσης, που σημαίνει “θέση απορίας”.
Ακόμη και η εισαγωγή του στο Αρεταίειο ήταν χαρακτηριστική της ταπεινώσεως που διέκρινε τον Ιεράρχη. Μόλις ο γιατρός ήρθε σε επαφή με τον Άγιο, νόμισε, λόγω της πτωχικής του εμφάνισης, ότι ήταν κάποιος απλός μοναχός.
Έμεινε πενήντα ημέρες στο δωμάτιο αυτό, μαζί με τους λοιπούς άπορους, γιατί ο Δεσπότης δεν είχε χρήματα για τη νοσηλεία του. Εκεί λοιπόν, παρέδωσε το πνεύμα του, στις 8 Νοεμβρίου του 1920, αφού προηγουμένως μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Ο θάλαμος που νοσηλευόταν μοσχοβόλησε και επί μήνες ευωδίαζε. Έκτοτε σ’ αυτό το δωμάτιο δεν ξαναέβαλαν ασθενή και το χρησιμοποιούσαν σαν γραφείο. Το ονόμασαν “Άγιος Νεκτάριος”.
Στην πτέρυγα που νοσηλεύτηκε ο Άγιος Νεκτάριος, είχε νοσηλευτεί για περίπου δύο μήνες και ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, το 2007, οπού και αυτός κάθε ημέρα επισκεπτόταν το δωμάτιο του Αγίου Νεκταρίου για να προσευχηθεί.
Ο νυν Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ρωγών π. Φιλόθεος Θεοδωρόπουλος, πρώην Αρχειοφύλακας και Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ήταν υπεύθυνος για τα λειτουργικά και ποιμαντικά θέματα του Αρεταιείου, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο Μακαριστός Χριστόδουλος προσευχόταν για ώρα μπροστά από την κλίνη του Αγίου Νεκταρίου. Τις ημέρες του χειρουργείου του θυμάμαι την προσέλευση του πλήθους στα κάγκελα του Νοσοκομείου, που ζητούσε να πληροφορηθεί για την κατάσταση της υγείας του Αρχιεπισκόπου.». Και συμπληρώνει: «Εκείνοι που συνήθως επιδιώκουν τον διάλογο μαζί μου ή με τον εφημέριο του Νοσοκομείου είναι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία. Κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο ξεκλειδώνεται η ψυχή τους και ζητούν την παρηγοριά και τη στήριξή μας».
Σημαντική ήταν η συμβολή του Θεοφιλέστατου Επισκόπου Ρωγών π. Φιλόθεου, διότι πριν την εποχή της διακονίας του, το κρεβάτι του Αγίου είχε αντικατασταθεί από ένα άλλο, “σύγχρονο”. Παρόλα αυτά, όμως, ο Θεοφιλέστατος με συνεχείς κόπους και ύστερα από μήνες αδιάλειπτης αναζήτησης, κατάφερε να το βρει το 2008, σε μια αποθήκη κλειστή για τουλάχιστον σαράντα έτη, και το μετέφερε στο δωμάτιο, «στον θάλαμο νούμερο 2», σαν να μην πέρασε ούτε μία ημέρα από το 1920· δωμάτιο το οποίο από το 2000 είναι τόπος προσκυνήματος, χωρίς να νοσηλεύονται ασθενείς.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ευλογία, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι καθημερινά πολλοί πιστοί ξαπλώνουν και προσεύχονται στο κρεβάτι του θαυματουργού Αγίου και προσδοκούν για το θαύμα.
Τώρα εκεί, εκτός από το κρεβατάκι όπου εκοιμήθη ο θαυματουργός Άγιος, δεσπόζει το προσκυνητάρι με τα τάματα των πιστών, η εικόνα του Αγίου και ολόγυρα άλλες εικόνες Αγίων, λουλούδια, τάματα γύρω και πλάι από την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου και ένα καντήλι μπροστά στην πάνσεπτη εικόνα του, που καίει διαρκώς.
Πλήθος πιστών, ασθενών, των συγγενών τους, αλλά και το προσωπικό του Νοσοκομείου καθημερινά σπεύδουν, ελπίζουν και προσεύχονται -κυρίως για θεραπεία- στο κρεβάτι του θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου, ενώ «εκατοντάδες άνθρωποι που στο παρελθόν νοσηλεύτηκαν στο Αρεταίειο ανεβαίνουν σιωπηλά τις σκάλες του Νοσοκομείου για να προσευχηθούν μπροστά από το κρεβάτι του Αγίου Νεκταρίου», όπου δέος και συγκίνηση τους διακατέχει από την ιερότητα του χώρου, η επίσκεψη στον οποίον αποτελεί ιδιαίτερη ευλογία.
Πολλές είναι και οι μαρτυρίες του προσωπικού.
«Το δωμάτιο του Αγίου διαφυλάχθηκε σαν τόπος ιερός… Εδώ έρχομαι να προσευχηθώ με το που θα φτάσω στο Νοσοκομείο και ο Άγιος είναι πάντα δίπλα μου, όπως και στους ασθενείς… Δεν μ’ έχει εγκαταλείψει ποτέ!», λέει φανερά συγκινημένη.
Ο λογοτέχνης Ιωάννης Σηφάκης έγραψε σε μια εικόνα:
«Στον θαυματουργό Άγιο Νεκτάριο, που στον θάλαμο τούτο μου ξανάδωσε τη ζωή (χειρουργικά) το 1963. Με ανείπωτη ευλάβεια και αιώνια ευγνωμοσύνη». Η εικόνα αυτή βρίσκεται έξω από το δωμάτιο του Αγίου Νεκταρίου. Εκεί θα δει κανείς να υπάρχουν αρκετά τάματα από ασθενείς που θεραπεύθηκαν και επιστρέφουν στο Νοσοκομείο για να ευχαριστήσουν και «να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους και την πίστη τους στο Θεό», όπως λένε.
Μετά την κοίμηση:
Όταν εκοιμήθη ο Άγιος, η μοναχή Ευφημία ζήτησε βοήθεια από τις νοσοκόμες να τον αλλάξουν και να τον ετοιμάσουν γρήγορα, ει δυνατόν την ίδια βραδιά, ώστε να μεταφερθεί έγκαιρα στον Πειραιά και από εκεί στην Αίγινα.
Το Λείψανό του έμεινε κατόπιν για περίπου έντεκα ώρες στο θάλαμο, χωρίς να ταριχευθεί και στη συνέχεια μεταφέρθηκε για άλλες δύο ώρες στην Εκκλησία του Αρεταιείου στον Ι.Ν. του Αγίου Γεωργίου.
Ο ανιψιός του, Θεμιστοκλής Κεφαλάς, πήγε το πρωί μετά την κοίμησή του στο ληξιαρχείο, δήλωσε την εκδημία του και πήρε τη σχετική άδεια για να μεταφερθεί και να ταφεί στην Αίγινα. Έτσι το Σκήνωμα του Αγίου, αφού μεταφέρθηκε με άμαξα στον Πειραιά, τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος Πειραιώς για ανοιχτό προσκύνημα. Εκατοντάδες πιστοί έμειναν έκθαμβοι από το μύρο που έβγαινε από το Λείψανο και από το γεγονός ότι ήταν μουσκεμένη η γενειάδα του και τα μαλλιά του.
Τα πρώτα Θαύματα στο Αρεταίειο:
Τα θαύματα του Αγίου Νεκταρίου είναι πολλά. Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί για αυτά. Ωστόσο, σύμφωνα με τον βίο του Αγίου Νεκταρίου, το πρώτο θαύμα έγινε μέσα στο Αρεταίειο Νοσοκομείο.
Όταν εξέπνευσε ο Άγιος, ήρθε μία σαβανώτρα από το προσωπικό του Νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα μοσχομύριζε και εκείνη ανεφώνησε: Θεέ και Κύριε!… Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα, δεν το μπόρεσε. Η μοναχή Ευφημία και οι νοσοκόμες ετοίμαζαν το τίμιο και μυροβόλο από εκείνη την ώρα Λείψανο, έβγαλαν τα ρούχα του και τα ακούμπησαν στο διπλανό κρεβάτι, όπου νοσηλευόταν ένας 40χρονος που είχε μείνει παράλυτος έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όταν ακούμπησαν τα ρούχα του Αγίου Νεκταρίου στο σώμα του κατάκοιτου ασθενούς, έγινε το θαύμα. Εκείνος σηκώθηκε και περπάτησε!
«Σηκώθηκα, περπατάω!», ανέκραξε δυνατά, «Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλα;». Το νεκρό σώμα μοσχομύριζε. Η γερόντισσα πήρε και έκρυψε τη φανέλα στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν. Απόρησαν οι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του Νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Αίγινα ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και Δεσπότης», αναφέρεται στον βίο του.
Αυτό ήταν και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, που καταγράφηκε αμέσως μετά τον θάνατό του.
Το πρώτο μύρο:
Μία από τις προαναφερθείσες νοσοκόμες ήταν και η κα Στάσα Καλοκάγαθου, της οποίας ο σύζυγος έπασχε από ανίατη ασθένεια.
Η κα Στάσα, λοιπόν, σκούπισε μ’ ένα βαμβάκι λίγο μύρο από το μέτωπο του Αγίου και επάλειψε με αυτό τον ασθενή άντρα της, ο οποίος θεραπεύτηκε αμέσως και παρευρέθηκε στη Νεκρώσιμη Ακολουθία του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα.
Σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του γιατρού κ. Καραπλή, που τότε ως φοιτητής της Ιατρικής ασκούνταν στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, μετά την εκδημία τού Αγίου, οι γάζες που αφαίρεσαν από το ιερό Σκήνωμα ευωδίαζαν και γι’ αυτό τον λόγο οι νοσοκόμες δεν τις έριξαν στον κλίβανο, ως είθισται, αλλά τις έθαψαν.
Από την ώρα εκείνη το κρεβάτι του Αγίου δεν δόθηκε, επί έξι μήνες, σε κανένα ασθενή.
Το τελευταίο ταξίδι στην Αίγινα:
Ακολούθως, το ιερό Σκήνωμα του Αγίου Νεκταρίου τοποθετήθηκε στο ατμόπλοιο Πτερωτή για την Αίγινα, όπου το συνόδευσαν κληρικοί και πλήθος κόσμου. Το πλοίο της γραμμής έφτασε λίγο πριν τις τέσσερις το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου στην Αίγινα και για την υποδοχή του Αγίου πλήθος κόσμου περίμενε με έκδηλη θλίψη στην παραλία.
Από το λιμάνι μέχρι τη Μονή της Αγίας Τριάδος, οι πιστοί μετέφεραν το Σκήνωμα στα χέρια τους. Όλο το νησί θρηνούσε, μα περισσότερο απ’ όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους. Οι πιστοί της Αίγινας, οι μαθήτριές του και όλοι οι χριστιανοί που τον είχαν πλησιάσει, έκλαψαν για την απώλεια του πράου και σπλαγχνικού μαθητή του Χριστού, που όλη του τη ζωή υπέστη και υπέμεινε διαβολές, διώξεις και άδικες κατηγορίες, παίρνοντας ως τύπο και υπογραμμό του τα Θεία Πάθη του Κυρίου.
Από εκεί μετέφεραν το Σκήνωμά του στο Μοναστήρι του και ακολούθησε λαϊκό προσκύνημα. Τελικώς, την επομένη, 10 Νοεμβρίου, στις τέσσερις το απόγευμα, εψάλη με προεξάρχοντα τον ιεροκήρυκα Παντελεήμονα η Νεκρώσιμη Ακολουθία και στη συνέχεια το σεπτό Λείψανό του ενταφιάστηκε.
Η ταφή του έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.
Όταν μετά από έξι μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου-, το Σκήνωμα του Αγίου εξακολουθούσε να ευωδιάζει, χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το μνήμα ανοίχθηκε και πάλι και το ιερό Σκήνωμά του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του Αγίου. Συνολικά το σώμα του Αγίου Νεκταρίου παρέμεινε θαυματουργικά άφθαρτο περισσότερο από είκοσι χρόνια, αναβλύζοντας ουράνια και λεπτή ευωδία.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, τριάντα τρία χρόνια μετά την κοίμησή του, έγινε η ανακομιδή των Λειψάνων του, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο και διαπιστώθηκε ότι αναδυόταν έντονα η ίδια ευωδία. Δεν έπαυσε έκτοτε να χαροποιεί τους πιστούς που πλησιάζουν τα τίμια αυτά Λείψανα, δίνοντάς τους τη διαβεβαίωση ότι ο Άγιος Νεκτάριος βρήκε τη θέση του κοντά στον Θεό, στις Μονές των Αγίων.
Η επίσημη αναγνώρισή του ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.
Ο Άγιος Νεκτάριος είναι ένας από τους πιο ζωντανούς και ταχείς Αγίους της Ορθοδοξίας και της Χριστιανοσύνης. Εμψυχώνει, ενθαρρύνει και υπενθυμίζει ότι η ζωή μπορεί να είναι ένας δύσκολος δρόμος χωρίς διακρίσεις, αλλά επί της ουσίας, μέσα από τις αντιξοότητες εκπαιδεύει και προετοιμάζει τον άνθρωπο να δεχθεί τη γενναιόδωρη χάρη του Θεού και να οδηγηθεί στη θέωση.
Με πατρική αγάπη
π. Παναγιωτης Βατίκαλος
Εφημεριος στον Ιερο Ναό Αγιου Γεωργίου
και παρεκκλησίου Αγ. Νεκταρίου Αρεταίειου Νοσοκομείου.