Ο Ιωάννης ήταν γιος του ιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια, ζει ασκητική ζωή στην έρημο της Ιουδαίας, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην προσευχή, τη μελέτη και την πνευματική και ηθική τελειοποίηση.
Το ρούχο του ήταν από τρίχες καμήλας, στη μέση του είχε δερμάτινη ζώνη και την τροφή του αποτελούσαν ακρίδες και άγριο μέλι. Με μορφή ηλιοκαμένη, σοβαρός, αξιοπρεπής και δυναμικός, ο Ιωάννης φανέρωνε αμέσως φυσιογνωμία έκτακτη και υπέροχη. Είχε όλα τα προσόντα μεγάλου και επιβλητικού κήρυκα του θείου λόγου.
Έτσι, με μεγάλη χάρη κήρυττε «τα πλήθη». Κατακεραύνωνε και χτυπούσε σκληρά τη φαρισαϊκή αλαζονική έπαρση, που κάτω από το εξωτερικό ένδυμα της ψευτοαγιότητας έκρυβε τις πιο αηδιαστικές πληγές ψυχικής σκληρότητας και ακαθαρσίας. Γενικά, η διδασκαλία του συνοψίζεται στη χαρακτηριστική φράση του: «Μετανοείτε• ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών», προετοιμάζοντας, έτσι, το δρόμο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για το σωτήριο έργο Του.
Όταν ο Χριστός άρχισε τη δημόσια δράση του, ο κόσμος άφηνε σιγά-σιγά τον Ιωάννη και ακολουθούσε Αυτόν. Η αντιστροφή αυτή, βέβαια, θα προκαλούσε μεγάλη πίκρα και θα γεννούσε αγκάθια ζήλειας και φθόνου σ’ έναν, εκτός χριστιανικού πνεύματος, διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Αντίθετα, στον Ιωάννη προκάλεσε μεγάλη χαρά και ευφροσύνη.
Η γιορτή αυτή του Ιωάννου του Προδρόμου, για τον όποιο ο Κύριος είπε ότι κανείς άνθρωπος δε στάθηκε μεγαλύτερος του, καθιερώθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα.
Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της τιμίας Χειρός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς πήγε στην πόλη Σεβαστή, όπου τάφηκε ο Πρόδρομος, παρέλαβε από τον τάφο του το δεξί του χέρι, το μετέφερε στην Αντιόχεια, όπου χάριτι Θεού επιτελούσε πολλά θαύματα.
Από την Αντιόχεια, το Ιερό χέρι, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 957, από τον διάκονο Ιώβ. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού την ασπάστηκε με πολύ σεβασμό, την τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα.