Του πατρός Γεωργίου Μεταλληνού
Μιλώντας γιά Ελλάδα, εννοούμε τό Ελληνικό Κράτος (1839 κ.ε.), διότι ήδη κατά τή διάρκεια τής δουλείας (Τουρκοκρατίας, Ενετοκρατίας) οι ανοργάνωτοι ακόμη Ουνίτες ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στόν ιστορικό ελληνικό χώρο, κινούμενοι τόσο στά όρια τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο καί στίς ενετοκρατούμενες περιοχές. Όπως καί παραπάνω υπογραμμίσθηκε, οι απόφοιτοί του Κολλεγίου τού Άγ. Αθανασίου ανέπτυξαν έντονη ουνιτική (ενωτική) δραστηριότητα μεταξύ τών ομογλώσσων καί ομοεθνών τους. Οι Ιησουΐτες, πού ενίσχυαν τήν ουνιτική αυτή κίνηση, εμφανίσθηκαν από τό 1583 καί στήν Κωνσταντινούπολη καί μέ τά μέσα πού διέθεταν (χρήμα, εκδόσεις, πολιτική κάλυψη) έγιναν ο «κακός δαίμονας» τής Ρωμαίικης Εθναρχίας, πού είχε τήν ευθύνη γιά ολόκληρο τό ρωμαίικο μιλλέτι, τούς Ρωμηούς-Ορθοδόξους-τών Βαλκανίων καί τής Μικρασίας.
Οι κατά καιρούς ενέργειες τών εκκλησιαστικών Ηγετών καί μάλιστα Πατριαρχών, κατά τής δράσεως τής Ουνίας, είναι άμεση επιβεβαίωση τής φθοροποιού παρουσίας της στήν «κάθ΄ημάς Ανατολήν». Ακριβώς η δράση τού Παπισμού στήν… Ανατολή μέσω τής Ουνίας ήταν η αφορμή συγκλήσεως τής Πανορθοδόξου Συνόδου τού 1722 στήν Κωνσταντινούπολη, στήν οποία έλαβαν μέρος οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ’, Αντιοχείας Αθανάσιος Γ’ καί Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Η Σύνοδος σέ σχετική Εγκύκλιό της πρός τό ορθόδοξο πλήρωμα κατεδίκασε τήν Ουνία καί επεσήμανε τούς κινδύνους πού περιέκλειε η δράση της στήν Ανατολή.
Σέ ανάλογη ενέργεια προέβη καί ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ τό 1838, φανερώνοντας έτσι τόν συνεχιζόμενο ουνιτικό κίνδυνο. Η πατριαρχική Εγκύκλιος τούς αποκαλεί «προβατόσχημους λύκους, δολίους καί απατεώνας», στηλιτεύοντας τή σκοτεινή δράση τούς κυρίως στή Συρία, Αίγυπτο καί Παλαιστίνη. Μετά τόν κριμαϊκό πόλεμο άρχισε η κρίση τών Ουνιτών στή Βουλγαρία, επαρχία τής Ρωμαίικης Εθναρχίας, μία κίνηση πού παράλληλα μέ άλλους παράγοντες (πανσλαβισμός) οδήγησε στόν Βουλγαρικό σχίσμα τού 1870 καί τής Βουλγαρική Εξαρχία (1872). Αλλά καί τό 1887 τό Οικουμενικό Πατριαρχείο στηλίτευσε τήν παράνομη δράση τών Ουνιτών σέ Εγκύκλιό του.
Από τό 1897 αρχίζει η δράση στήν Ανατολή τών Γάλλων Ασσομπσιονιστών μοναχών, απεσταλμένων τού Πάπα Λέοντος ΙΓ’. Ηγετικά τους στελέχη ήσαν οι γνωστοί καί από τήν επιστήμη L. Petit καί J. Pargoire, πού εκηλίδωσαν τήν επιστημονική φήμη τους μέ τόν προπαγανδιστικό τους ρόλο. Οι Ασσομπσιονιστές ανέλαβαν τήν υποστήριξη τών Ουνιτών τής Βουλγαρίας καί προπαγάνδιζαν τήν Ουνία στήν Κωνσταντινούπολη καί τή Θράκη. Μέ εντολή τού πάπα Βενέδικτου ΙΓ’ Λατίνοι Κληρικοί λειτουργούσαν μέ ορθόδοξα άμφια σέ ναούς τών παπικών σχολείων τής Κωνσταντινουπόλεως γιά προπαγανδιστικούς, φυσικά, λόγους. Έτσι, αναγκάστηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ νά εκδώσει (24.3.1907) νέα εγκύκλιο κατά τών Ουνιτών καί τής Παπικής προπαγάνδας.
Μέ τήν καθοδήγηση καί υποστήριξη τών Ασσομπσιονιστών, πού κυκλοφορούσαν μέ ορθόδοξη περιβολή, εμφανίσθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Ουνίτες στά 1907, οργανωμένοι σέ συγκεκριμένη κοινότητα. Μαθητής τού προπαγανδιστού Υακίνθου Μαραγκού, δομινικανού μοναχού, ήταν ο κληρικός Ησαΐας Παπαδόπουλος, ο οποίος έδρασε προσηλυτιστικά στήν Πόλη καί αργότερα κλήθηκε στή Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Γρατιανουπόλεως. Ήδη τό 1877 είχε γίνει παπικός. Βοηθός τού Ήσ. Παπαδοπούλου ήταν ο Γεώργιος Χαλαβαζής, γεννημένος στή Σύρο από παπικούς γονείς. Σπούδασε στό ουνιτικό Κολλέγιο τής Ρώμης καί τό 1907 χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος από παπικό επίσκοπο.
Στάλθηκε όμως στήν Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε ουνιτική δράση, η οποία τόσο εκτιμήθηκε από τόν πάπα Βενέδικτο, ώστε τό 1920 τόν προήγαγε σέ τιτουλάριο επίσκοπο Θεοδωρουπόλεως. Η δράση του, όπως καί τών άλλων συνεργών του, στράφηκε ιδιαίτερα στήν ελληνική νεολαίο μέσω τής παιδείας. Εκατοντάδες ελληνόπουλα τρέφονταν μέ τό δηλητήριο τής παπικής Ουνίας. Ίδρυσαν, μάλιστα, καί γυναικείο μοναχικό τάγμα «αδελφών Ελληνίδων», μέ τό όνομα «Θεοτόκος Παμμακάριστος», πού κυκλοφορούσαν μέ τό ορθόδοξο ράσο καί γιά νά μή κινούν υποψίες καί γιά νά δρούν ευκολότερα.
Στήν κυρίως Ελλάδα (Ελληνικό Κράτος) η Ιερά Σύνοδος υπό τόν Μητροπολίτης (Αρχιεπίσκοπο) Αθηνών Θεοκλητό Ά’ εξέδωσε Εγκύκλιο τό 1903, επισημαίνοντας τόν κίνδυνο από τήν εμφάνιση πρακτόρων τής Ουνίας στόν ελλαδικό χώρο. Ως τό 1922 δέν μπόρεσε νά οργανωθεί η ουνιτική προπαγάνδα στήν Ελλάδα. Τόν Αύγουστο τού 1922 όμως, μετά τή μικρασιατική καταστροφή, ο Γεώργιος Χαλαβαζής μετέφερε τό κέντρο τής δράσεώς του από τήν Κωνσταντινούπολη στήν Αθήνα, εγκαθιστώντας τό σχολείο τους στό Ηράκλειο τών Αθηνών καί τό τάγμα τών καλογραιών τους στή Νάξο.
Στήν Αθήνα συνέχισαν τήν «φιλανθρωπική» τους δραστηριότητα, αναπτύσσοντας μεγάλη κινητικότητα στόν κοινωνικό χώρο γιά τήν προβολή τους, καί μάλιστα μεταξύ τών προσφύγων, σέ σημείο πού ο Γ. Χαλαβαζής νά παρασημοφορηθεί από τήν Ελληνική Πολιτεία! Αυτό όχι μόνο εδραίωσε τήν παρουσία τών Ουνιτών στήν Ελλάδα, αλλά ετόνωσε καί τό αυτοσυναίσθημά τους, ώστε νά υπογραμμίζουν, ότι τό έργο τούς αναπτυσσόταν «μέ τήν ευμενή συγκατάθεση τών Αρχών». Ανάλογα έγραφαν στίς Εταιρείες τους καί οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι τόν 19ο αιώνα, κινούμενοι καί τότε μέ τήν προστασία τών Ελληνικών Αρχών…Κυρίως «κυρίες καί δεσποινίδες τής αριστοκρατίας (sic)» προπαγάνδιζαν τήν εκπαιδευτική δραστηριότητα τών Ουνιτών. Η αποδοχή τους, δηλαδή, ελάμβανε χώρα στόν εκδυτικισμένο χώρο τής ελληνικής κοινωνίας.
Η Ελλαδική Εκκλησία δέν αδράνησε, ούτε άφησε τό ορθόδοξο πλήρωμα απληροφόρητο. Πρώτη επίσημη αντίδραση τής έγινε μέ έγγραφό της Ι. Συνόδου πρός τό Υπουργείο Εκκλησιαστικών καί Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τό 1924, επί αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Ά’ (Παπαδοπούλου). Η καταγγελία τής Ιεράς Συνόδου συνοδευόταν μέ διαμαρτυρία γιά τήν αδιαφορία τού Κράτους καί τό αίτημα νά κλεισθούν ο ουνιτικός ναός καί τά άλλα ουνιτικά ιδρύματα, διότι διευκόλυναν τή λατινική προπαγάνδα στή Χώρα μας. Ήταν δέ ήδη γνωστή η ανθελληνική στάση τής Ρώμης καί τού Πάπα στή μικρασιατική καταστροφή, όπως καί προηγουμένως στόν Ά’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Στίς 7 Απριλίου 1925 εκδόθηκε Εγκύκλιος τού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου κατά τών Ουνιτών, πού προκάλεσε έντονη τήν αντίδραση τού Γεωργίου Χαλαβαζή. Ακολούθησε δέ αλληλογραφία μεταξύ τών δύο ανδρών (1926 ε.), στήν οποία ο Αθηνών Χρυσόστομος, καθηγητής Πανεπιστημίου καί Ιστορικός, αναλύει μέ δύναμη καί παρρησία τό ουνιτικό πρόβλημα στήν Ελλάδα καί τόν κίνδυνο, πνευματικό καί πολιτικό, τού Ελληνικού Λαού. Αφήνει όμως, δυστυχώς, ανέγγιχτο τό πρόβλημα τής ουσίας τού Παπισμού, τής εκκλησιαστικότητάς του.
Τό πρόβλημα τών Ουνιτών εισήλθε καί στήν Ελληνική Βουλή (1929), χωρίς όμως νά δοθεί λύση. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες τού Ελληνικού Κλήρου οδήγησαν σέ δύο δικαστικές αποφάσεις. Πρόκειται γιά βουλεύματα τού Εφετείου Αθηνών (1930) καί τού Αρείου Πάγου (1931), πού επέβαλλαν στούς Ουνίτες τήν απαγόρευση νά φορούν τό εξωτερικόν ένδυμα τών ορθοδόξων κληρικών τής Χώρας, γιά νά αποφεύγεται η επιδιωκομένη από τούς Ουνίτες σύγχυσή τους μέ τόν ορθόδοξο Κλήρο. Ουδέποτε όμως οι Ουνίτες σεβάστηκαν μέ συνέπεια αυτή τήν απόφαση. Αντίθετα ο Ουνιτισμός απλώθηκε καί στούς Έλληνες καί λοιπούς Ορθοδόξους του εξωτερικού (Ευρώπης, Αμερικής) επηρεάζοντας καί από τό χώρο τής διασποράς τήν ενδοελληνική πραγματικότητα υπέρ τού Παπισμού καί τών σχεδίων του.
Πηγή: π. Γ. Μεταλληνός, Ουνία. Πρόσωπο καί προσωπείο. Η Ουνία χθές καί σήμερα, έκδ. Αρμός, Αθήνα 19993, σσ. 28-31.