ΑΓΙΟΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ – Συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή, όμως, η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή.
Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πως μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού;
Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις και χάνεις τη ψυχή σου; Που ξέρεις ακόμα, και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό ενώπιον του Θεού;
Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές, μάλιστα, δεν κατακρίνουμε μόνο αλλά και εξουθενώνουμε.
Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται, σαν κάτι αηδιαστικό.
Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.
Όσοι, όμως, θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν.
Σαν εκείνον, που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε:
«Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ».
Βλέπεις με ποιο τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει την ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του;
Γιατί λέγοντας ότι: «οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει.
Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.
Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε αν δούμε η αν ακούσουμε η αν υποψιαστούμε κάτι.
Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «αυτό και αυτό έγινε».
Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες.
Αλλά, ενώ κάνουμε διαβολικό έργο, δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τι άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον.
Από ποιόν άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη;
Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νού μας στα ελαττώματα του πλησίον.
Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων.
Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιος μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι;
Και όμως, δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει ούτε τον κατακρίνουν ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους.
Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν ούτε τον σιχαίνονται.
Ας αποκτήσουμε, λοιπόν, και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουθενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος.
Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε, όσα μας συμφέρουν πνευματικά, και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί, όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.