Είπε ο αββάς Ζήνων:
«Εκείνος πού θέλει ν᾿ ακούσει γρήγορα ο Θεός τήν προσευχή του, μόλις σταθεί όρθιος καί υψώσει τά χέρια του γιά νά προσευχηθεί πρός τό Θεό, πρίν απ᾿ όλα καί προτού ακόμα ευχηθεί γιά τή δική του ψυχή, άς προσευχηθεί από τά κατάβαθα τής ψυχής του γιά τούς εχθρούς του. Καί μ᾿ αυτή του τήν πράξη, γιά ότι κι άν παρακαλέσει τό Θεό, θά εισακουστεί».
Ενώ καθόταν κάποτε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός μπροστά από τήν εκκλησία, τόν περιτριγύρισαν οι αδελφοί καί τού εμπιστεύονταν τούς λογισμούς τους. Τόν είδε κάποιος απ᾿ τούς Γέροντες καί επειδή πολεμήθηκε από φθόνο, τού είπε:
«Τό κανάτι σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο δηλητήριο».
Καί ο αββάς Ιωάννης τού είπε:
«Έτσι είναι, αββά. Καί αυτό τό είπες, γιατί βλέπεις μόνο τά έξω. Καί τί δέν θά είχες ακόμη νά πείς, άν έβλεπες καί τά μέσα;»
Είπε ο αββάς Ποιμήν γιά τόν αββά Ισίδωρο ότι, όταν μιλούσε στούς αδελφούς στήν εκκλησία, αυτόν τόν λόγο μόνο έλεγε:
«Αδελφοί, συγχωρήστε καί θά συγχωρηθούν καί οι δικές σας αμαρτίες».
Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Οποιαδήποτε ταλαιπωρία κι άν πέσει επάνω σου, θά τή νικήσεις μέ τή σιωπή».
Ακόμα είπε:
«Η πονηρία δέν εξουδετερώνει καθόλου τήν πονηρία, αλλά, εάν κάποιος σού κάνει κακό, εσύ ευεργέτησέ τον, γιά νά εξαφανίσεις τήν κακία μέ τά καλά έργα».
Άκουσε ο αββάς Ποιμήν γιά κάποιον πού έτρωγε κάθε έξι ημέρες, διότι οργιζόταν.
Καί είπε ο Γέροντας: «Έμαθε νά σηκώνει τό βάρος τής νηστείας τών έξι ημερών καί δέν έμαθε νά διώχνει τήν οργή του».
Κάποιος αδελφός, πού αδικήθηκε από άλλον αδελφό, ήλθε στόν αββά Σισώη καί τού είπε:
«Αδικήθηκα από κάποιον αδελφό καί θέλω νά πάρω πίσω τό δίκιο μου».
Ο Γέροντας όμως τόν παρακαλούσε λέγοντας:
«Μή, τέκνον, καλύτερα άφησέ το στό Θεό τό θέμα τού δίκιου σου».
Κι εκείνος επέμεινε: «Δέν θά σταματήσω τήν υπόθεση, ώσπου νά πάρω τό δίκιο μου πίσω».
Τότε ο Γέροντας τού είπε: «Άς σηκωθούμε γιά προσευχή, αδελφέ».
Καί, αφού σηκώθηκε, είπε ο Γέροντας:
«Θεέ δέν σ᾿ έχουμε πλέον ανάγκη νά φροντίζεις γιά μάς, γιατί εμείς οι ίδιοι παίρνουμε πίσω τό δίκιο μας».
Μόλις λοιπόν τό άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στά πόδια τού Γέροντα λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, αββά, δέν θά ζητήσω πλέον τό δίκιο μου από τόν αδελφό».
Πήγαν κάποτε στό ασκητήριο ενός Γέροντα ληστές καί τού είπαν:
«Έχουμε έλθει νά σού πάρουμε όσα έχεις στό κελί σου».
Κι εκείνος είπε: «Πάρτε όσα νομίζετε, παιδιά μου».
Πήραν λοιπόν όσα βρήκαν στό κελί, ξέχασαν όμως ένα σακούλι πού ήταν εκεί κρεμασμένο.
Τό πήρε λοιπόν ο Γέροντας κι έτρεχε από πίσω τους φωνάζοντάς τους καί λέγοντας:
«Παιδιά, πάρτε αυτό πού ξεχάσατε στό κελί σας».
Κι εκείνοι, επειδή θαύμασαν τήν αγαθότητα τού Γέροντα, έβαλαν στή θέση τούς όλα τά πράγματα τού κελιού καί μετανιωμένοι έλεγαν μεταξύ τους:
«Πραγματικά αυτός είναι άνθρωπος τού Θεού».
Είπε ένας από τούς Πατέρες:
«Εάν κάποιος σέ κακολογήσει, εσύ πές του καλά λόγια.
Εάν τά δεχθεί, θά είναι καλό καί γιά τούς δυό. Εάν πάλι δέν τά δεχθεί, αυτός θά λάβει από τόν Θεό γιά τά υβριστικά του λόγια κι εσύ γιά τά καλά σου λόγια».
Είπε Γέροντας:
«Εάν κάποιος θυμηθεί αυτόν πού τόν έθλιψε ή τόν περιφρόνησε ή τόν κακολόγησε ή τόν έβλαψε, οφείλει νά τόν φέρνει στή μνήμη του σάν γιατρό σταλμένο απ᾿ τόν Χριστό. Καί έχει χρέος νά τόν θεωρεί ευεργέτη του.
Διότι τό ότι στενοχωρείσαι, είναι χαρακτηριστικό άρρωστης ψυχής, άν δέν ήσουν άρρωστος, δέν θά σέ πείραζε. Οφείλεις νά χαίρεσαι μέ τόν αδελφό, διότι αυτός σου φανέρωσε τήν αρρώστια σου, καί νά εύχεσαι γι᾿ αυτόν ωσάν νά πρόκειται γιά ένα θεραπευτικό φάρμακο πού σού τό ᾿στειλε ο ίδιος ο Χριστός. Άν όμως νιώθεις μίσος γι᾿ αυτόν, είναι σάν νά λές μέσα σου κατά τού Χριστού:
Δέν θέλω νά δεχτώ τά φάρμακά σου, θέλω νά σαπίσω μέσα στά τραύματά μου».
Είπε άλλη φορά:
«Αυτός πού θέλει νά γιατρευτεί απ᾿ τά φοβερά τραύματα τής ψυχής, προκειμένου ν᾿ απαλλαγεί απ᾿ τήν αρρώστια, οφείλει νά υπομένει όσα θά τού κάνει ο γιατρός. Γιατί ούτε κι αυτός πού πάσχει σωματικά δέχεται ευχαρίστως νά τόν κόβουν ή νά τόν καυτηριάζουν ή νά πάρει καθαρτικό, αλλά καί μόνο πού τά θυμάται αηδιάζει. Όμως πείθει τόν εαυτό του πώς χωρίς αυτό τού είναι αδύνατον ν᾿ απαλλαγεί απ᾿ τήν αρρώστια.
Καί υπομένει όσα τού κάνει ο γιατρός, γιατί γνωρίζει πώς δοκιμάζοντας προσωρινά κάτι όχι ευχάριστο, θά απαλλαγεί απ᾿ τήν μακροχρόνια ασθένεια.
Όργανο τού Χριστού πού καυτηριάζει είναι αυτός πού σέ προσβάλλει ή σέ κακολογεί καί σέ απαλλάσσει απ᾿ τήν κενοδοξία.
Καθαρτικό πού σού στέλνει ο Χριστός είναι αυτός πού σού προκαλεί υλική ζημία, γιατί σέ απαλλάσσει απ᾿ τήν πλεονεξία.
Καί αυτός πού αποφεύγει έναν πειρασμό απ᾿ τόν οποίο θά έχει ωφέλεια, αποφεύγει ζωή αιώνια.
Καί ποιός άλλος χάρισε στόν Άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σάν αυτή πού απέκτησε απ᾿ αυτούς πού τόν λιθοβόλησαν;»
Άλλη φορά είπε:
«Εγώ δέν κατακρίνω αυτούς πού μέ κατηγορούν, αλλά τούς αποκαλώ ευεργέτες μου. Κι ούτε πάλι κάνω πέρα τόν γιατρό τών ψυχών τήν ώρα πού προσφέρει τό φάρμακο τής ατιμίας στήν κενόδοξη ψυχή μου».
Είπε ένας Γέροντας:
«Βλέπουμε τόν σταυρό τού Χριστού, διαβάζουμε γιά τά πάθη του, κι όμως εμείς δέν σηκώνουμε καμία προσβολή».
Aπό το “Μέγα Γεροντικό”