Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού
ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ: Νεομάρτυρες έχουν να επιδείξουν όλα τα μέρη της τουρκοκρατούμενης πατρίδος μας, όπως και όλες οι ορθόδοξες υπόδουλες χώρες.
Μια από αυτές είναι και η Πελοπόννησος, ο θρυλικός Μοριάς, η οποία ανέδειξε μια πλειάδα ηρωικών αθλητών του Χριστού και ταυτόχρονα ασυμβίβαστων ελληνοπούλων, σε μια από τις πιο κτηνώδεις σκλαβιές που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, των αλλοθρήσκων Οθωμανών.
Ένας από αυτούς είναι και ο όσιος Νεομάρτυς Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος.
Γεννήθηκε στην ξακουστή Δημητσάνα στα τέλη του 18ου αιώνα από ευσεβείς και πλούσιους γονείς τον Αθανάσιο και την Αικατερίνη Ηλιοπούλου.
Ο πατέρας του ήταν φημισμένος αργυροχρυσοχόος. Λόγω της δυστοκίας της μητέρας του κατά τη γέννα του και την επίκληση του αγίου Ελευθερίου, ονομάστηκε Ελευθέριος.
Ο πατέρας του είχε εμπορική επιχείρηση στο Ιάσιο της Παραδουνάβιας Ηγεμονίας της Μολδαβίας και για τούτο την ανατροφή του είχε η ευσεβής μητέρα του, η οποία φρόντισε να τον αναθρέψει χριστιανικά.
Φρόντισε επίσης να τον μορφώσει στα περίφημα σχολεία της Δημητσάνας.
Κατόπιν τον έστειλε για τη συνέχιση των σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη, στην εκεί περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, όπου σπούδαζε και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης.
Μετά το πέρας των σπουδών του αναχώρησε για το Ιάσιο, για να εργασθεί στις επιχειρήσεις του πατέρα του.
Όμως κάποια στιγμή ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να γίνει μοναχός και για τούτο αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, μέσω της Οδησσού.
Όμως λόγω του ρωσσοτουρκικού πολέμου (1787-1792), δεν κατόρθωσε να φτάσει στον προορισμό του.
Έτσι αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι, όπου προσλήφθηκε ως γραμματέας στο γαλλικό προξενείο και αργότερα σε κάποιον ανώτερο Ρώσο αξιωματούχο.
Συναναστρεφόμενος με τους διπλωματικούς κύκλους, παρασύρθηκε στην τριφηλή ζωή και σε ασωτίες.
Αργότερα έμπλεξε με κάποιους Τούρκους διπλωμάτες και προσκολλήθηκε σε κάποιον πρεσβευτή, επακολουθώντας τον στην πόλη Σούμλα και από εκεί στην Αδριανούπολη.
Εκεί, κάποιος εξωμότης τον έπεισε να γίνει μουσουλμάνος, για να ζήσει ελεύθερος και να αποκτήσει πλούτη και δόξα. Ο Ελευθέριος δέχτηκε, αρνήθηκε το Χριστό, υπέστη περιτομή και μετονομάστηκε Ρεσίτης.
Δεν άργησε όμως να συναισθανθεί το μέγιστο σφάλμα του, τον έτυπτε η συνείδησή του και ζητούσε τρόπο και ευκαιρία να φύγει, χωρίς να το κατορθώσει, διότι τον περιφρουρούσαν οι μουσουλμάνοι φίλοι του.
Παράλληλα του παρείχαν ανέσεις, γλέντια και ασωτίες και του υπόσχονταν λαμπρή καριέρα και άνετη ζωή, για να λησμονήσει την πρότερη ζωή του.
Πέρασαν τρεις μήνες, ώσπου κατόρθωσε να αποδράσει από τον κλοιό των Τούρκων και προσπάθησε να φτάσει στη Μητρόπολη και να μιλήσει στον Μητροπολίτη, αλλά, για κάποιο λόγο δεν τα κατέφερε.
Για τούτο έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου αναγνωρίστηκε από κάποιον πασά, ο οποίος τον πήρε στο σπίτι του, κάνοντάς τον θετό γιό του.
Ενώ έδειχνε ότι ζούσε ως μουσουλμάνος στο τουρκικό σπίτι, όταν βρισκόταν μόνος του και ιδίως τις νύχτες, έκλαιε γοερά και παρακαλούσε την Παναγία, να τον βοηθήσει για να αποδράσει, να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό και να μαρτυρήσει, ξεπλένοντας έτσι, με το αίμα του, το μεγάλο κρίμα του.
Κάποιο πρωινό κατόρθωσε να αποδράσει από το σπίτι του πασά και να τρέξει στο Πατριαρχείο, όπου συνάντησε κάποιον συμπατριώτη του πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και του ζήτησε χριστιανικά ενδύματα.
Εκείνος, τον καλοδέχτηκε, τον συμπόνεσε, του έδωσε ψυχωφελείς συμβουλές και τον στήριξε, όμως αρνήθηκε να τον προμηθεύσει ρωμαίικα ρούχα, προφανώς από φόβο.
Ο Ελευθέριος γύριζε από συνοικία σε συνοικία, προσπαθώντας να κρυφτεί στο πλήθος. Κατέληξε στο σπίτι του Ρώσου πρεσβευτή στον Γαλατά, τον οποίο γνώριζε από το Βουκουρέστι, εξηγώντας του την περιπέτειά του.
Οι οικογένειά του Ρώσου διπλωμάτη τον καλοδέχτηκε, με χαρά για την μεταστροφή του και πάλι στην Ορθοδοξία, του έδωσαν χριστιανική ενδυμασία και τον έκρυψαν προσωρινά στην πρεσβεία.
Μετά από τέσσερις ημέρες έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος, φτάνοντας στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου βρισκόταν από το 1810 εξόριστος ο Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε΄, στον οποίο εξομολογήθηκε το μεγάλο αμάρτημά του.
Ο άγιος Πατριάρχης, αφού τον παρηγόρησε τον ανάθεσε σε κάποιον πνευματικό για να τον κατηχήσει και να του διαβάζει ιλαστήριες ευχές για σαράντα η μέρες.
Κατόπιν, αφού έλαβε το Άγιο Μύρο, αναχώρησε για την Σκήτη της Αγίας Άννας, για να βρει έμπειρο «αλείπτη», για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια λειτουργούσε αυτός ο θεσμός, για την πληθώρα των Νεομαρτύρων.
Εκεί συνάντησε τον έμπειρο μοναχό Ακάκιο, ο οποίος έγινε «αλείπτης» του και τον προετοίμαζε για το ομολογητικό του μαρτύριο. Ο Ελευθέριος υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρό πνευματικό αγώνα, προσευχής, νηστείας, αγρυπνίας και ποταμών δακρύων.
Μάλιστα ξύπνησε μέσα του η παλιά επιθυμία του να ασπασθεί τον μοναχισμό. Αφού πέρασε τη δοκιμαστική περίοδο, εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ευθύμιος.
Μετά από καιρό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα πνευματικά, πήρε την ευλογία των αγιορειτών πατέρων και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να υποστεί το μαρτύριο.
Πήγε αρχικά στο Πατριαρχείο, για να συναντήσει τον συμπατριώτη του πνευματικό, στον οποίο κοινοποίησε την απόφασή του να μαρτυρήσει.
Εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει φοβούμενος ότι θα δειλιάσει από τα βασανιστήρια και θα ασπασθεί και πάλι το Ισλάμ. Βλέποντάς τον όμως αμετάπειστο, του έδωσε την ευλογία του και τις νουθεσίες του να φανεί ηρωικός σε όσα θα ακολουθούσαν.
Πήγε, κατόπιν στην συνοικία του Γαλατά, συνοδευόμενος από κάποιον μοναχό Γρηγόριο, όπου εκκλησιάστηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.
Ήταν Κυριακή των Βαΐων, 19 Μαρτίου του 1814.
Μετά τη λειτουργία, έβγαλε τα μοναχικά ενδύματα, φόρεσε τούρκικα και κρατώντας στα χέρια του τα Βάια και το Σταυρό, πήγε στον βεζίρη Ρουσούτ Πασά.
Παρουσιάστηκε μπροστά του, με περισσό θάρρος, έβγαλε το φέσι του, το πέταξε καταγής και το καταπάτησε και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό, ως τον μόνο αληθινό Θεό.
Η καταπάτηση των τουρκικών ενδυμάτων και ιδιαίτερα του σαρικιού (φέσι), ήταν δηλωτικό της απάρνησης του Ισλάμ και θεωρούνταν μεγάλη ασέβεια από τους μουσουλμάνους.
Δήλωσε ευθαρσώς ότι αρνείται το Ισλάμ, χαρακτηρίζοντάς το ως ψεύτικη θρησκεία και αναθεμάτισε τον Μωάμεθ, ως ψευδοπροφήτη και αντίχριστο, δείχνοντας τα Βάια και το Σταυρό.
Ο βεζίρης αρχικά εξεπλάγη και τον εξέλαβε για μεθυσμένο. Αφού βεβαιώθηκε περί του αντιθέτου και πως αυτά που έλεγε τα εννοούσε, διέταξε να τον ξυλοκοπήσουν, να τον κλείσουν αλυσοδεμένο στην φυλακή και να του βάλλουν στα πόδια του το «τομπρούκ», το φοβερό βασανιστικό ξύλο.
Μετά από αρκετή ώρα τον πήγαν και πάλι στον βεζίρη, ο οποίος χρησιμοποίησε τη γνωστή μέθοδο των κολακειών και του ταξίματος χρημάτων και αξιωμάτων, για να επανέλθει στο Ισλάμ.
Αλλά ο Μάρτυς παρέμεινε ακλόνητος, ομολογώντας την πίστη του στο Χριστό.
Ο Τούρκος αξιωματούχος διέταξε και πάλι να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον υποβάλλουν σε πιο επώδυνα βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα άλλαζε γνώμη.
Τα υπόμεινε με ηρωισμό και καρτερία, δίχως να βγάλει την παραμικρή κραυγή πόνου και να διαμαρτυρηθεί.
Όταν ο βεζίρης διαπίστωσε ότι ματαιοπονούσε να τον μεταστρέψει, έβγαλε την απόφαση: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Να διευκρινίσουμε πως το Κοράνιο και ο ισλαμικός νόμος προβλέπουν θανατική ποινή σε όποιον μουσουλμάνο αρνείται τη μουσουλμανική θρησκεία.
Ο Ευθύμιος όταν πληροφορήθηκε την απόφαση έγινε περιχαρής. Κρατώντας το Σταυρό και τα Βάια στα χέρια του, βάδιζε με προθυμία στον τόπο της εκτελέσεως, σαν να πήγαινε σε πανηγύρι, παρά τους ξυλοδαρμούς και τις ύβρεις που υφίστατο από τους ανελέητους δημίους και το οργισμένο πλήθος των φανατισμένων μουσουλμάνων της Πόλης.
Φτάνοντας, δεν έδειξε κανένα σημάδι δειλίας ή φόβου, αντίθετα έλαμπε από χαρά και ουράνια αγαλλίαση. Έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού και κατόπιν γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι στο δήμιο.
Εκείνος με χαιρεκακία τον αποκεφάλισε. Η ψυχή του πέταξε στα ουράνια, για να συναντήσει το Χριστό, ξαλαφρωμένη και δικαιωμένη από το κρίμα της εξωμοσίας. Ήταν 22 Μαρτίου του 1814, Κυριακή των Βαΐων.
Ο συνοδός του μοναχός Γρηγόριος καταβάλλοντας μεγάλους κόπους και δίδοντας πολλά χρήματα στους Τούρκους, αγόρασε το τίμιο λείψανο του Μάρτυρα, το οποίο μετέφερε στο Άγιον Όρος, όπου έγινε η ταφή του.
Τόσο στον τόπο του μαρτυρίου του, όσο και στον τόπο της ταφής του έλαβαν χώρα θαυμαστά φαινόμενα και θεραπείες ασθενών, φανερώνοντας ότι η θυσία του Μάρτυρα έγινε αποδεκτή από το Θεό και η ομολογία του είχε σημαντική παρηγορητική και ενισχυτική επίδραση στους υπόδουλους και κατατρεγμένους Ρωμηούς.
Οι κάτοικοι της γενέτειράς του Δημητσάνας, για να τον τιμήσουν, έχτισαν ναό στο όνομα του μαζί με αυτόν του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄.
Τεμάχιο του ιερού του λειψάνου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους, η κάρα του στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος και ένα μέρος στην Σκήτη Τιμίου Προδρόμου.
Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του και την 1η Μαΐου, μαζί με τους Οσιομάρτυρες Ιγνάτιο το Νέο και Ακάκιο.
Το αγωνιζόμενο Έθνος μας είναι (πρέπει να είναι) χρεώστης στους ηρωικούς Νεομάρτυρες, των οποίων το αίμα έσμιξε με αυτό των Εθνομαρτύρων, ποτίζοντας αρκούντος το δένδρο της ελευθερίας.
Οι μυριάδες Νεομάρτυρες, καθ’ όλη τη διάρκεια της φρικτής δουλείας, με την ομολογία τους στο Χριστό και την εμμονή τους Ορθοδοξία, τη μοναδική σώζουσα πίστη, υπήρξαν τα ισχυρά αναχώματα για τη ματαίωση του εξισλαμισμού, τον οποίο ασκούσε η Οθωμανική εξουσία, για την εξαφάνιση του Γένους μας.
Με την μαρτυρία τους και το μαρτύριό τους διέσωσαν την Ορθοδοξία και ταυτόχρονα τον Ελληνισμό, διότι απώλεια της ορθοδόξου πίστεως, σήμαινε και απώλεια της ελληνικής συνείδησης!