Εν Αθήναις την 8η Δεκεμβρίου 1904.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, χαίρετε! Ετέραν επιστολήν σας της από 10 Νοεμβρίου γεγραμμένης, ήτοι της προ μηνός ακριβώς, δεν έλαβον και αγνοώ πως έχετε.
Εγώ από του χρόνου της λήψεως της επιστολής σας και επιστολήν σας έγραψα και φύλλα του «Γνώθι σαυτόν» σας έστειλα και ωδήν τινά προς την Κυρίαν Θεοτόκον. Πιστεύω ότι τα ελάβατε• σήμερον σας πέμπω εγκλείστως ετέραν ωδήν, ήτις πιστεύω να σας τέρψη πνευματικώς. Σήμερον διά της παρούσης μου σας γράφω εν σκιαγραφία την ομιλίαν την οποίαν εξεφώνησα εις τον ιερόν ναόν της Μητροπόλεως την εορτήν του αγίου Νικολάου• έλαβον το θέμα εκ της περικοπής του αναγνωσθέντος Αποστόλου «πεποίθαμεν γαρ, ότι καλήν συνείδησιν έχομεν, εν πάσι καλώς θέλοντες αναστρέφεσθαι» και ωμίλησα περί αγαθής συνειδήσεως.
Είπον λοιπόν, ότι η αγαθή συνείδησις είναι των αγαθών το μέγιστον, διότι βραβεύεται ημίν την ειρήνην της ψυχής, την γαλήνην της καρδίας, την αταραξίαν της συνειδήσεως, την ηρεμίαν τω πνεύματι. Αύτη εκχέει εν τη καρδία την χαράν, αύτη παρρησίαν δίδωσι προς τον Θεόν, αύτη τας αιτήσεις ημών ευπρόσδεκτους καθιστά, αύτη κρούοντος ανοίγει ημίν τας πύλας του ουρανού, αύτη φορεύς γίνεται των θείων δωρεών, αύτη τους καρπούς του αγίου Πνεύματος δαψιλεύει, αύτη τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος δωρείται, αύτη τους πόθους του άκρου αγαθού πληροί, αύτη εις ευδαιμονίαν και μακαριότητα άγει, αύτη προμνηστεύεται ταίς ψυχαίς την των ουρανών βασιλείαν τη ταύτη εχούση ψυχή.
Ταύτα διδασκόμεθα εξ αυτών των αγίων Γραφών, εξ αυτού του στόματος του Σωτήρος και αυτών των Αυτού αγίων Αποστόλων. Ο Σωτήρ εντέλλεται λέγων «αιτείτε και δοθήσεται, ζητείτε και ευρήσητε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν, πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. 7,7).
Ναί, χριστιανοί αδελφοί, ανοίγει, διότι υιοθετήθημεν διά του Θεού και εγενόμεθα τέκνα Θεού, όστις ως Πατήρ αγαθός εστίν έτοιμος, να δώση ημίν τα προς σωτηρίαν αιτήματα και ζωήν την αιώνιον, διότι ο Μονογενής Αυτού Υιός εξηγόρασεν υμάς εκ της κατάρας του Νόμου, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν, διό και ο Παύλος γράφων προς Γαλάτας λέγει• «ότι δε εστέ υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το πνεύμα του Υιού Αυτού εις τας καρδίας υμών κράζων Αββά ο Πατήρ, ώστε ουκ έτι δούλοι, αλλ’ υιοί, ει δε υιοί και κληρονόμοι Θεού διά Ιησού Χριστού» (κεφ. δ, 4).
Τα αυτά γράφει και ο επιστήθιος φίλος, παρθένος, ηγαπημένος Ευαγγελιστής Ιωάννης εν τη Α’ Καθολική αυτού επιστολή λέγων «εάν η καρδία ημών μη καταγινώσκη ημών παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν, και ο εάν αιτώμεν λαμβάνομεν απ’ Αυτού, ότι τας εντολάς Αυτού τηρώμεν και τα αρεστά ενώπιον Αυτού ποιούμεν» (γ’ 21-22). Εκ των λόγων του επιστήθιου Ευαγγελιστού μανθάνομεν, ότι οι έχοντες αγαθήν συνείδησιν, έχουσι παρρησίαν προς τον Θεόν, διότι τας εντολάς Αυτού τηρούσι και τα αρεστά ενώπιον Αυτού ποιούσιν.
Οι έχοντες αγαθήν συνείδησιν• ούτοι έχουσι καρδίαν μη καταγινώσκουσαν αυτούς αμαρτίαν και παράβασιν θείων εντολών• ούτοι έχουσι καρδίαν καθαράν και πνεύμα ευθές, και περί τούτων διαλέγεται ενταύθα ο Ευαγγελιστής.
Όθεν διδασκόμεθα, ότι ο καθαράν έχων καρδίαν, ο μη καταγινωσκόμενος υπό της καρδίας του, ο ποιων το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον ενώπιον του Θεού, ο ακριβής τηρητής των εντολών του Κυρίου, ούτος έχει παρρησίαν προς τον Θεόν και παν ο,τι ζητεί λαμβάνει παρά Θεού. Ώστε ο αγαθήν έχων καρδίαν, ως υιός του Θεού αγαπητός, ως έχων ένοικον το πνεύμα του Υιού Αυτού εις την καρδίαν αυτού, έχει παρρησίαν προς τον Θεόν και αιτών λαμβάνει, και ζητών ευρίσκει, και κρούων γίνεται δεκτός. Τις του τοιούτου ανθρώπου μακαριώτερος;
Τίνος αγαθού δύναται να μείνη εστερημένος ο τοιούτος; Ουχί πάντα τα αγαθά, πάντα τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος συνέδραμον εν τη μακαρία αυτού ψυχή; Τίνος πλέον επιδέεται; Ουδενός! Αληθώς ουδενός. Ναί, χριστιανοί αδελφοί ουδενός• επειδή είναι ο έχων αγαθήν συνείδησιν, διότι έχει ένοικον τα άκρον αγαθόν. Αληθώς άρα η αγαθή συνείδησις είναι το κράτιστον των αγαθών, διότι εν εαυτή υπάρχει η μακαριότης. Μακάριος και τρισμακάριος ο άνθρωπος, ο αγαθήν κεκτημένος συνείδησιν.
Πόσον πλανώνται οι άνθρωποι, οι αναζητούντες την εαυτών ευτυχίαν, την εαυτών ευδαιμονίαν, την εαυτών μακαριότητα έκτος εαυτών, εν τη δόξη, εν τη πολυκτημοσύνη, εν ταίς απολαύσεσιν, εν ταίς τρυφαίς, εν ταίς ηδοναίς και εν πάσαις ταίς χλιδαίς και ματαιότησι, ων το τέλος πικρία! Πόσον πλανώνται, οι οικοδομούντες την εαυτών ευτυχίαν επί πραγμάτων φθαρτών και αλλοιωτών, ουδεμίαν κεκτημένων ηθικήν αξίαν και ηθικήν ευχαρίστησιν, διότι η αληθής ευτυχία, η αληθής ευδαιμονία, η αληθής μακαριότης εδράζεται επί της ηθικής απολαύσεως.
Πάσα ετέρα απόλαυσις μόνον τα χείλη ηδύνει, την καρδίαν όμως πληροί πικρίας. Η εκτός της καρδίας οικοδομουμένη ύλη, προς ανέγερσιν πύργου ευτυχίας, οικοδομείται επί σαλευομένου υπό διηνεκών σεισμών εδάφους, εφ’ ου ουδέ λίθος επί λίθου δυνατόν να μείνη επί μακρόν χρόνον, ώστε μάταιοι και δείλαιοι οι τοιούτοι δομήτορες.
Χριστιανοί! Η ευτυχία κείται εν ημίν αυτοίς και ευδαίμων και τρισμακάριος ο άνθρωπος, ο κατανοήσας τούτο. Εξετάσατε την καρδίαν υμών και μάθετε την ηθικήν αυτής κατάστασιν. Είδατε μη απώλεσε την παρρησίαν αυτής προς τον Θεόν, μη καταγινώσκει υμών επί παραβάσει νόμων ηθικών, μη ελέγχει υμάς επί αθετήσει θείων εντολών, μη διαμαρτύρεται η συνείδησις υμών διά την καταπίεσιν αυτής, μη εγκαλεί υμάς επί αδικία, επί ψεύδει, επί παραμελήσει των θείων καθηκόντων, επί αμελεία, των προς τον πλησίον υμών καθηκόντων. Ερευνήσατε μη κακίαι και πάθη επλήρωσαν τας καρδίας υμών, μη επιποθώσι τοις κακοίς, μη δουλεύωσι τοις κακοίς συγκατατιθέμεναι. Ίδωμεν μη αποκλίνει η καρδία υμών του αγαθού, ετράπη δε εις οδούς σκολιάς, εις τρίβους αβάτους, εν οις ελοχεύουσιν οι φίλοι της απωλείας.
Δυστυχείς οι άνθρωποι, οι την εαυτών εγκαταλείψαντες καρδίαν και μακαριότητα ή ευδαιμονίαν ή ευτυχίαν ονειρευόμενοι τα τάλαντα του Κροίσου, ο τε υπό γην και ο επί γης χρυσός εισίν ανίσχυρα, να παράσχωσιν αυτώ ευτυχίαν τινά. Τι λέγω, ευτυχίαν; Αλλ’ ουδέ της κακοδαιμονίας αυτών ν’ απαλλάξωσιν δύνανται, ουδέ να μετριάσωσι τον τάραχον της εαυτού ψυχής, της ταρασσομένης ως θαλάσσης, υπό της πληθύος των κακών, ως υπό σφοδροτάτων πνεόντων ανέμων.
Δυστυχώς, χριστιανοί αδελφοί, ο την εαυτού καρδίαν αμελήσας και μη ταχέως επιμεληθείς, ου μόνον των αγαθών πάντων εστέρηται, αλλά και εν συμφορά κακών παντοίων ενέπεσε, εξ ων ουκ έστι σωτηρία. Απέβαλε την χαράν και εισεπήδησεν εν αυτή η λύπη και η πικρία, η θλίψις και η στενοχώρια. Απέβαλε την ειρήνην και εισώρμησεν εν τη καρδία ο τάραχος και ο πόλεμος και ο θόρυβος και ο τρόμος. Απέβαλε την αγάπην και το μίσος, εισδύσαν εν αυτή, κατέστησεν αυτήν έρημον πάσης αρετής, δυναμένης να περιέπη την πάσχουσαν ψυχήν του. Απέβαλε, τέλος, άπαντα τα χαρίσματα και τους καρπούς του αγίου Πνεύματος, α έλαβεν εν τω βαπτίσματι, τα καθιστώντα τον άνθρωπον μακάριον και προσέλαβεν απάσας τας κακίας, τας καθιστώσας τον άνθρωπον κακοδαίμονα, άθλιον και ελεεινόν. Η κόλασις και ο Άδης προμνηστεύονται την ψυχήν αυτού.
Χριστιανοί αδελφοί ! Ο Θεός πλούσιος ων εν ελέει, πλάσας ημάς κατ’ εικόνα ιδίαν, ίνα καταστήση ημάς κοινωνούς της ιδίας αγαθότητος, θέλει, ίνα πάντες αξιωθώμεν του μακαρίου βίου εν τε τω παρόντι και τω μέλλοντι. Η βρύσις της αγίας ταύτης Εκκλησίας προς τούτο υπό του Τριαδικού Θεού επήχθη επί γης εν μέσω ημών, όπως απολούη, αποκαθαίρη ημάς αμαρτιών ημών, αγιάζη και φιλιοί προς το θείον, χαρίζηται ημίν την παρρησίαν προς τον Θεόν και ανοίγη τας πύλας του Ουρανού, όπως ημάς εισαγάγη εν αυτώ, όπως χαρίζηται ημίν τας ευλογίας του Ουρανού, όπως κατάγη εφ’ ημάς τα θεία δώρα. Η Εκκλησία ιδρύθη, ίνα τους αμαρτωλούς αγιάζη. Τας αγκάλας αυτής έχει ανοικτάς προς υποδοχήν. Δεύτε σπεύσωμεν οι βεβαρυμένην έχοντες την συνείδησιν, σπεύσωμεν• εστίν έτοιμη, ίνα άρη το βαρύ φορτίον, το βαρύνον την συνείδησιν ημών και χαρίσηται ημίν την προς τον Θεόν παρρησίαν, όπως πληρωθή η καρδία ημών μακαριότητος και αξιωθώμεν και της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.
Τοιαύτα τίνα είπον• έγραψα δε προς χάριν σας, όπως σας ευχαριστήσω. Τας ευχάς μου εις την κυρίαν Ευτυχίαν, εις την Φηλιώ και εις σας. Εύχομαι υμίν υπομονήν και φρόνησιν.
Διατελώ προς Θεόν ευχέτης
Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος