Μετά το 1957, όταν έφυγε και ο τελευταίος ασθενής, ακολούθησαν χρόνια εγκατάλειψης και ερήμωσης στη Σπιναλόγκα, μήπως και σβηστούν από τη συλλογική μνήμη όσα συνέβησαν στις αρχές του 20ου αιώνα στο νησί «των ζωντανών νεκρών», τόπο εξορίας των Χανσενικών (λεπρών). Μέχρι που, καιρό μετά, το ανακάλυψαν ξανά οι τουρίστες…
Όμως, η Σπιναλόγκα έχει και ένδοξες σελίδες η ιστορία της. Οχυρωμένη από την αρχαιότητα, αξιοποιήθηκε από τους Ενετούς. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1649), η Σπιναλόγκα έμεινε στα χέρια των Ενετών άλλα 65 χρόνια, γεγονός που οφείλεται στην άρτια οχύρωση της.
Όλο αυτό το διάστημα έβρισκαν εκεί καταφύγιο οι επαναστάτες Κρητικοί, γνωστοί ως «Χαΐνηδες», που επειδή δεν άντεξαν τις λεηλασίες και τους σκοτωμούς από τους Τούρκους κατακτητές, ανέβηκαν στο βουνό και άρχισε το αντάρτικο.
O χαρακτήρας της Σπιναλόγκας άλλαξε δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκηπας Γεώργιος, αποφάσισε στις 30 Μαϊου του 1903 την ίδρυση «λεπροκομείου» στο νησί αρχικά για τους λεπρούς της Κρήτης, και στη συνέχεια όλης της χώρας.
Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ήταν εικοσιενός ετών, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, όταν το 1936 πληροφορήθηκε ότι πάσχει από την Νόσο του Χάνσεν. Λίγον καιρό πριν, η αδελφή του είχε οδηγηθεί στην Σπιναλόγκα χτυπημένη από την ίδια ασθένεια. Ο ίδιος εξαιτίας της ασθένειάς του, χρόνια αργότερα θα τυφλωθεί και θα χάσει το χέρι του. Όπως γράφει και σχολιάζει ο Ρεμουνδάκης στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του «Αητός χωρίς φτερά», όταν έφτασε στην Σπιναλόγκα, η αδελφή του τον υποδέχθηκε λέγοντάς του «”Καλώς τον” κι όχι “καλώς όρισες”. Αυτόν τον χαιρετισμό χρησιμοποιούσαν οι άρρωστοι στο νησί…». Η αδελφή του θα πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα.