«Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώση ή την επίπληξη του άλλου» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ε΄, 19).
Ο μεγάλος ασκητής του Γεροντικού το λέει χωρίς περιστροφές: «Οι άνθρωποι αφήσαμε τον δικό μας νεκρό και κοιτάμε τους άλλους». Μη νομίσεις ως νεκρό κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό σου. Νεκροί δεν γινόμαστε κάθε φορά που αμαρτάνουμε και ασωτεύουμε; Ως πτώματα δεν μας βλέπει ο Θεός, όταν η προτεραιότητά μας είναι τα πάθη μας, είτε αυτά λέγονται φιληδονία είτε λέγονται κενοδοξία και υπερηφάνεια είτε και φιλαργυρία και φιλοκτημοσύνη; «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς».
Λοιπόν το πιο φυσικό για έναν που έχει λίγη επίγνωση του εαυτού του είναι το πένθος και τα δάκρυα. «Μπορώ να κλαίω όποτε θέλω και όσο θέλω», έλεγε ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. «Γιατί θυμάμαι πρώτα τον όσιο Γέροντά μου Ιωσήφ τον ησυχαστή νεκρό στο μνήμα, κι έπειτα σκέφτομαι τον εαυτό μου ότι κι εγώ έτσι θα φτάσω. Και σκέπτομαι τι απολογία θα δώσω στον Κύριο»; Το πένθος και τα δάκρυα λοιπόν είναι το γνώρισμα του εν επιγνώσει χριστιανού: βλέπει την αλήθεια του εαυτού του και την τραγικότητα του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου.
Πρέπει λοιπόν να συγκεντρώνεσαι λίγο στον εαυτό σου και να στοχάζεσαι την πνευματική πραγματικότητά σου. Καλά τα γέλια και οι χαρές του κόσμου τούτου, μα τις περισσότερες φορές, αν δεν εκφράζουν την εσωτερική εν χάριτι κατάσταση του ανθρώπου, λειτουργούν αποπροσανατολιστικά: σε ταράζουν και σου θολώνουν το πνευματικό σου μάτι, τον ίδιο τον νου σου. Μάθε λοιπόν να ζητάς από τον Κύριο τη χάρη αυτή: να βλέπεις μέσα σου και να δακρυρροείς!
Κι έτσι θα δεις δύο πράγματα να καρποφορούν στη ζωή σου. Πρώτον: δεν θα σου μένει χρόνος να βλέπεις τον θρήνο των άλλων ή τις πτώσεις τους, συνεπώς δεν θα κατακρίνεις – ό,τι σου φυγαδεύει τη χάρη του Θεού· δεύτερον: θα μένεις «αναίσθητος» στις επιπλήξεις και στους ελέγχους τους – ό,τι συνιστά την ταπείνωση, που αποδέχεται κάθε έλεγχο και προσβολή των άλλων.
Στη χαρισματική και υψηλή αυτή κατάσταση γεννιέται, λέει ο ίδιος ο Κύριος, η ευτυχία και η μακαριότητα και η παρηγοριά. «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτή είναι η παραδοξότητα της χριστιανικής αληθινής ζωής: κλαις και παρηγοριέσαι· σε επιπλήττουν και νιώθεις ότι σε επαινούν. Είναι το δώρο του ουρανού σ’ έναν κόσμο υποταγμένο στον αρχέκακο Διάβολο. «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».