Η Αγία Σοφία που κατατάχθηκε πρόσφατα στο αγιολόγιο της εκκλησίας μας εορτάζει στις 6 Μαίου και η ζωή της ήταν ολόκληρη αφιερωμένη στην διακονία της Υπεραγίας Θεοτόκου της οποίας το μοναστήρι υπηρέτησε μεχρι το τέλος της ζωής της.
Τα βιογραφικά αυτά, όπως τα κατέγραψε στις 15 Απριλίου 1992, ο πρωτανηψιός της, έχουν ως ακολούθως:
«Η ζωή της Σοφίας Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου»
Έγεννήθη το έτος 1883 εις το χωρίον Σαρή-ποπά της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νομού Τραπεζούντας του Πόντου.
Κατά το έτος 1907 ενυμφεύθη τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδην εις Χωρίον Το(γ)ρούλ (Άρδασαν).
Το 1910 απέκτησε τέκνον με τον Ιορδάνην.
Το 1912 το παιδί απέθανεν και τον πατέρα του τον επεστράτευσαν οι Τούρκοι εις την Ορντού.
Το 1914 κηρύσσεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και χάθηκαν τα ίχνη του Ιορδάνη, επίσης η Σοφία έφυγε από το χωριό Λετσούχ και πήγε στο γιαλό στην Ορντού. Στα χειμαδιά το καλοκαιρι, στο χωριό τους χειμώνες. Στο γιαλό η Σοφία τότε χάθηκε.
Το 1915 έγινεν η σφαγή των Αρμεναίων τον πατέρα της Σοφίας τον πήραν οι Τούρκοι για αγγαρείες, μεταφορά πυρομαχικών του στρατού στα βάθη της περιφερείας Τριπόλεως, στο Κιουρτούν. Εκεί έγινεν η εξόντωσις των Αρμεναίων.
Το 1916 η Σοφία έφυγε από την Ορντού και χάνονται τα ίχνη της.
Το 1919 το Πάσχα με το πλοίον ήρθαμεν, ήρθαμεν στον Πειραιάν τα καράβια.
Τον Αύγουστον, από τον Πειραιάν στην Θεσσαλονίκη, στον Σταθμό των τρένων, στο Χαρμάνκιοϊ. Λέγω στον πατέρα, θα πάγω να βρω την θεία μου. Ο πατέρας δεν με αφήνει, εγώ είμαι 14 χρονών, θα χαθείς, με λέει. Καταυλισμός 300 οικογένειες στο Σταθμό. Για αναχώρηση, για χωριά Πτολεμαΐδος. Εγώ δεν άκουσα τον πατέρα μου, πήγα ξυπόλυτος στην Καλαμαριά. Εκεί βρήκα πρόσφυγες γυναίκες, ρωτώ για την θεία μ’. Την είχαμε χαϊδεμένη, την λέγαν Τσόφα, εγώ ήξερα Τσόφα. Γενομένη συζήτηση, έγινε σύγχυση μεταξύ γυναικών, ανάμεσα μία κυρία λέγει στην άλλη Τσόφα είναι η Σοφία. Αυτού σταματήσαμε. Με ρωτάει αν ξέρω ολίγα γράμματα, λέγω κάτι ξεύρω. Από εδώ θα κατεβείς στο Ντεπώ με τα πόδια, εκεί θα βρεις το τραμ, θα ανεβείς στο τραμ, θα μετράς έως 6 στάσεις. Θα κατεβείς και θα βρεις την εκκλησία την Ανάληψη, θα κατεβείς-αν δεν μπορείς να κατεβείς, ο τραμιέρης θα σε πει. Μπήκα στην είσοδο της εκκλησίας, στο βάθος βλέπω έναν κύριο, τον φωνάζω ε, θείο, θείο. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά τί θέλεις, παιδί μου; Την θεία μου Σοφία.
Από τότες μετ’ ολίγον πέρασε η Σοφία από τη μια μεριά στην άλλη. Με τα ράσα, κρατούσε ψωμί και μισό καρπούζι. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά, με λέγει ποιος είσαι, παιδί μου; Την λέγω ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ, παιδί μου, που είσθε; Τώρα εδώ είμαστε στο Σταθμόν, κοντά στο Εύοσμον. Που είναι ο πασά μ’, η μάννα, ο πατέρας και άλλοι συγγενείς μας;
Όλοι πέθαναν από την χολέραν. Η θεία ελιγώθηκε από τον πόνο και πέφτει στο χώμα. Βρέθηκαν περαστικοί και την συνέφεραν. Πήγαμε στο κελλί της. Μετά δυο ώρες την παίρνω και πήραμε άδεια από τον επιστάτη. Βαδίζαμε.
Με το τραμ έως το Βαρδάρ και εκεί με τα πόδια στο Εύοσμον Σταθμόν. Φτάσαμε περί 11 ώραν νυκτερινήν. Όλη νύκτα οι χωριανοί όλοι όλο ρωτούσαν. Για τους δικούς τους.
Αύγουστος 1919. Φεύγουμε για Καϊλάρια, νέο όνομα Πτολεμαΐδα. Φτάσαμε στην Άρδασα, μετά στην Αναρράχη, παλαιόν όνομα Τεπρέ, ο μπαμπάς, η θεία κι εγώ. Ο Αβραάμ έμεινε στην Αθήνα για να φέρει την αδερφή της Σοφίας.
Το 1924 ήλθε ο Αβραάμ παντρεμένος. Για 18 μήνες μας κύταζε η Σοφία, το φαγητό, μας έπλενε τα ρούχα.
Το 1925 φεύγει η Σοφία με ένα μικρόν μπόγον, τα ρουχαλάκια της, και πηγαίνει στην Φλώρινα, στον Άγιον Μάρκον, έως το 1927. Τότε ονειρεύεται την Παναγία πού της είπε, η θέση σου είναι άλλου, θα πάς στο χωριό σου. Δίπλα στο βουναλάκι είναι η Παναγία η Κλεισούρα.
Τον Αύγουστο του 1927 η Σοφία έρχεται στο χωριό και μας ζητάει να την πάμε στο μοναστήρι. Σε δέκα ήμερες πήγαμε εκεί, στην μνήμη της Παναγίας. Εκεί βρήκαμε τον ηγούμενο και μία ηγουμένισσα, Πελαγία, παράλυτη από τον πόλεμο και τας υγράς φύλακας στην Καστοριά.
Από το 1927 ζούσε η Σοφία στο μοναστήρι στην Κλεισούρα.
Στον πόλεμο το 1940 κρατούσε το μοναστήρι μόνη της με 30 δωμάτια έως να τελειώσει ο πόλεμος το 1941.
Άρχισε ο ανταρτικός πόλεμος το 1944. Στο χωριό την Κλεισούρα, στη θέση Νταούλι οι αντάρτες σκοτώνουν έναν γερμανό αγγελιοφόρο που ερχόταν με το μηχανάκι από το Αμύνταιο. Κόπτουν τα όργανα του και τα βάζουν στο στόμα ωσάν τσιγάρο. Εκεί έφτασαν οί Γερμανοί από το Αμύνταιο και την Καστοριά. Βάζουν φωτιά στο χωριό και καίνε περί τα 350 άτομα. Κατεβαίνουν στο μοναστήρι, εκεί ψάχνουν για τους αντάρτες και η βενζίνη έτοιμη στα πετόνια. Η Σοφία αγρυπνεί με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά. Γονατίζει τους φιλάει τα πόδια, σέρνεται στο χώμα. Μη, λέει, η Παναγία θυμώνει και κλαίει η εικόνα μπροστά στο τάγμα. Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότες ο αξιωματικός μετάνιωσε και την άκουσε. Έψαξαν σε όλους τους τόπους, ταβάνια, υπόγεια για αντάρτες.
Η ζωή της Σοφίας ήταν όλον τον καιρό με χόρτα και σαρδέλλες, παστά. Κρεββάτι δεν γνώρισε, στο τζάκι δίπλα και το κορμί της το σκέπαζε με φύλλα. Όσοι την επισκέπτονταν τους έψηνε καφέ.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, πήγαμε τα ανήψια στο μοναστήρι, πήγαμε στο δωμάτιο της, τί να δούμε, γεμάτο πελεκούδια. Υπήρχε φόβος να καεί το μοναστήρι. Την ώρα πού έλειπε, τα πελεκούδια τα πετάξαμε, από κάτω είχε 7 δοχεία λάδι. Επειδή ήταν μαζώματα η Επιτροπή τα έδωσε στις φτωχές οικογένειες στην Κλεισούρα.
1974 Μάιος. Κοιμήθηκε η Σοφία(6 Mαϊου 1974). Η Μητρόπολις Καστοριάς και Κοζάνης και εμείς τα ανήψια το ανακοινώσαμε στο κοινό. Την Σοφία την ετοίμασαν 14 ιερείς και αρχιμανδρίτες, περιφέρειας Πτολεμαΐδος και Αμυνταίου και μία μοναχή από τα νησιά μας. Έγινε με πολύν κόσμο. Εκάναμε την κηδεία, τα 40, το χρονικόν.
Μετά 8 χρόνια την ξεθάψαμε. Παραβρέθηκαν οι κάτοικοι της Κλεισούρας. Στον τάφο επάνω είχαν ρίξει 25 πόντους τσιμέντο με πέλματα. Όταν έσπασε το τσιμέντο βγήκε ένα άρωμα, μας είπαν οι γυναίκες από την Κλεισούρα. Έγινε ολονυκτία με αρκετόν κόσμο, ήταν και από την Αναρράχη μερικοί.
Τα οστά της είναι σε ασφαλές μέρος. Στα τελευταία της η Σοφία παρέδωσε το ένα κλειδί πού είχε, το άλλο το είχε ο Σύλλογος Κλεισουριέων.
Όσα θυμήθηκα εγώ ο ανεψιός της
Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης
Αναρράχη Πτολεμαίδος»
*Το σημείωμα του Ισαάκ, σε τέσσερεις δίστηλες σελίδες, κλείνει ως έξης: “5/Μαίου 1994 “Όσα Θυμήθηκα εγώ ο ανηψιός της Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης. Αναρράχη Πτολεμαΐδος. “
Ο κ. Ελευθέριος Μ. στην επιστολή του πού προαναφέρθηκε συνεχίζει: “Ήμουν μικρό παιδί και, όπως είναι φυσικό, μου άρεσαν τα παιχνίδια στην μεγάλη αυλή της Παναγίας. Όμως το απόγευμα ξεχνούσα το παιχνίδι προσωρινά γιατί αρεσκόμουν στις Ιστορίες της γιαγιάς ΣΟΦΙΑΣ, βλέποντας την να μιλάει για την Παναγία, για την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας πού την είχε κάνει. Σε εκείνο το σημείο το σημάδι της εγχείρησης ήταν μία απλή ψιλή γραμμή, χωρίς ραφές, πολύ λεπτή. Η γιαγιά ΣΟΦΙΑ έδειχνε συχνά το σημάδι.
Θυμάμαι ένα περιστατικό. Όπως μαζευόμαστε τα βράδια και ακούγαμε τις ιστορίες, μπροστά μας ένα καζάνι πάνω στην φωτιά και μέσα έβραζαν καλαμπόκια. Ένα από τα παιδιά διαμαρτυρήθηκε γιατί πήρε μικρό καλαμπόκι και η γιαγιά ΣΟΦΙΑ έβαλε τα χέρια της μέσα στο καζάνι, ανακάτεψε με άνεση και έβγαλε με άνεση ένα μεγάλο καλαμπόκι για να δώσει στο παιδί. Αυτό όσο το σκέφτομαι μεγάλος πλέον, καταλαβαίνω ότι δεν γινόταν έτσι απλά, και είναι αδύνατον, όσο το σκέφτομαι, να γινόταν χωρίς να καούν τα χέρια της γιαγιάς.”
Βάπτισε πολλά παιδιά η μακαριά γερόντισσα από τα γύρω χωριά. Πολλές οικογένειες πού δεν μπορούσαν να “κρατήσουν” παιδί το έταζαν στην Παναγία. Όλα σχεδόν τα κορίτσια πού έχουν το όνομα Σοφία στην περιοχή, αυτή τα βάπτισε. Βάπτισε και αγόρια. Σε κάποιο αγόρι από την Κλεισούρα έδωσε το όνομα Ιορδάνης, μοναδικό σε όλο το χωριό.
Ήταν το όνομα του χαμένου συζύγου της. Ένα άλλο αγόρι, πού το ονόμασε Χαράλαμπο, μεγάλωσε και σε ηλικία τριάντα περίπου ετών αποφάσισε να παντρευτεί. Ο πατέρας του τότε του λέει: “Παιδί μου, για να παντρευτείς πρέπει να πάς να πάρεις την ευχή της νονάς σου, να της φιλήσεις το χέρι και υστέρα σου δίνω και εγώ, ο πατέρας σου, την ευχή μου.”
Το παιδί δικαιολογημένα αντέδρασε, όλα του τα χρόνια δεν είχε ακούσει για την Σοφία, ούτε και την είδε ποτέ από μωρό. Πώς θα τον γνώριζε τώρα; “Αν δεν πάς στην Σοφία, ούτε και εγώ σου δίνω την ευχή μου”, αντέτεινε ο γονιός. Ξεκινάει λοιπόν ο Χάρης σχεδόν απογοητευμένος για το μοναστήρι. Η Σοφία τον περίμενε στην μέσα αυλή. Τον φωνάζει με το όνομα πού του έδωσε στην βάπτιση. Γιαβρού μ’, Χαράλαμπε μ’, ελ’ αδά (=αγαπημένο μου παιδί, Χαράλαμπε μου, έλα κοντά μου). Τον αγκαλιάζει στοργικά και του εύχεται, μιλώντας του και για την μελλοντική σύζυγο του, πού ποτέ δεν την είχε δει. Επί πλέον τον παρακαλεί: “Εγώ, παιδί μου, γέρασα, δεν μπορώ να σε στεφανώσω. Να βρεις έναν καλό κουμπάρο. Το κορίτσι πού θα πάρεις καλό είναι, μόνον σε παρακαλώ να στείλεις την ώρα του γάμου μία κούρσα να με πάρει θέλω να χαιρετήσω τα στέφανα”.
Γύρισε στο χωριό ο Χάρης και τάχε χαμένα. Έκανε όμως ακριβώς όπως του ζήτησε η νονά του, και από τότε άρχισε να την επισκέπτεται συχνότερα και να δέχεται τις συμβουλές της.
Ο π. Νικόλαος Γκίκαρνας, εφημέριος στο χωριό Κλεισούρα, διηγείται το έξης: “Ήταν ετοιμοθάνατο ένα παιδί στο χωριό, στην Κλεισούρα. Το παίρνουν και τρέχουν στο μοναστήρι να το βαφτίσουν πριν να πεθάνει. Τότε η Σοφία το κάνει αεροβάπτισμα και το ονομάζει Χάρη, Θεοχάρη, να ρθεϊ η χάρη του Θεού να σωθεί το παιδί.”
Ο ίδιος ο κ. Θεοχάρης συμπληρώνει: “Η μακαρίτισσα η μάννα μου, Σουλτάνα το όνομά της, είχε χάσει τρία παιδιά και μόλις γεννήθηκα εγώ, την 1η Αυγούστου 1946, είπαν να με ‘χαρίσουν’ στο μοναστήρι, στην Παναγία, κι αν θέλει, να ζήσω.
Με πήγαν στο μοναστήρι χωρίς κουμπάρο και είπαν ότι οποίος παρουσιαστεί πρώτος, αυτός θα με βαφτίσει. Ακούει η καλογριά, η Σοφία, από μέσα τα κλάματα και μας ανοίγει. Όλοι περίμεναν κανένα όνομα Θανάση, Πέτρο, αλλά αυτή είπε θα ρθει του Θεού η Χάρη και θα σωθεί το παιδί. Και έτσι έζησα με το όνομα Θεοχάρης.”
Ο αδελφός του Θεοχάρη, κ. Περικλής Β., φιλόλογος, μιλάει με μεγάλη θέρμη για την αγιότητα της Σοφίας. “Δίχως κανένα ψεγάδι, αν αξίζει κάποιος να τιμηθεί σαν άγιος, αυτή είναι η Σοφία. Άκακος άνθρωπος. Χωρίς κανένα ψεγάδι”, προσθέτει με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στην μνήμη της.
Η εγχείρηση της Παναγίας
Κάποτε η Σοφία ασθένησε βαριά. Διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Στην αρχή δημιουργήθηκε ένα πρήξιμο, πού σιγά σιγά αυξανόταν. Στην συνέχεια άνοιξε και έβγαινε δυσώδες υγρό, για αρκετές ημέρες. Μερικοί μιλούν για περιτονίτιδα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι την έσχισε το σκληρό λάστιχο από την πρόχειρη φούστα πού φορούσε. Όπως όμως φαίνεται από τις περιγραφές, όσων παρακολουθούσαν την υπόθεση, πρέπει να ήταν “περισκωληκοειδικό απόστημα”, σύμφωνα με την Ιατρική ορολογία.
Και αυτή η μακαριά στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχισε να σαπίζει.
Η παπαδιά του παπα-Φώτη και ο ίδιος την παρακαλούσαν να φωνάξουν γιατρό. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια ούτε περιποίηση. “Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε”, έλεγε, όπως θυμάται άλλο πρόσωπο, από διήγηση της ίδιας της Σοφίας. Ο π. Παναγιώτης Π., εφημέριος σήμερα στην Καστοριά, μας διηγήθηκε” όσα έμαθε από τον γαμπρό του Άγγελο Ρ. από το Αμύνταιο.
Ο ίδιος ο κ. Αγγελος θυμάται με μεγάλη ακρίβεια το γεγονός: «Το 1967, Σεπτέμβριο μήνα, είχαμε πάει κατασκήνωση με τους προσκόπους Αμυνταίου στην Παναγία. Στήσαμε τις σκηνές έξω από το μοναστήρι, στο αλώνι, και συχνά κατεβαίναμε μέσα στην εκκλησία.
»Ήταν η ήμερα της εορτής, 8 Σεπτεμβρίου. Έπιασε ένας καιρός, καταρρακτώδης βροχή, και αναγκαστήκαμε να μαζέψουμε τα πράγματα από την κατασκήνωση και να ρθούμε μέσα στην αυλή του μοναστηρίου. Τακτοποιηθήκαμε και μαζευτήκαμε στην τραπεζαρία. Εκεί ακούγαμε ένα παραπονιάρικο βογγητό να βγαίνει από το τρίτο τζάκι. Πλησιάζουμε και βλέπουμε ένα μαύρο κουβάρι, από οπού ακουγόταν τα βογγητά. Αναγνωρίσαμε πώς ήταν η Σοφία, πού πονούσε πολύ. Ήταν και ένας λαϊκός, από το Βαρυκό, στο μοναστήρι. Του αναφέραμε το γεγονός και εκείνος είπε “έχει ζόρια η γριά”.
»Η Σοφία σαν να παραμιλούσε, ένα κουφό, πονεμένο παραμιλητό. Ανάμεσα στις λέξεις πού δεν καταλάβαινες, έλεγε συνέχεια “η Παναγία, η Παναγία…” Τελικά οι μεγαλύτεροι την σήκωσαν προσεκτικά και την ξάπλωσαν επάνω στο τραπέζι. Ο Γιώργος, ένας από τους βαθμοφόρους, ήταν πρωτοετής στην Ιατρική, ο πατέρας του ήταν διοικητής τότε στα Τ.Ε.Α. Αμυνταίου. Αυτός την κύτταξε και την εξέτασε. Ήταν και ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, ορθοπεδικός γιατρός σήμερα στην Φλώρινα, και ο φίλος μου ο Αναστάσιος Αθανασίου, πού συγχωρέθηκε πρόσφατα,-ταγματάρχης. Η δυσωδία ήταν μεγάλη και η πληγή ήθελε άμεση χειρουργική επέμβαση.
»Όλη νύχτα η Σοφία βογγούσε. Την άλλη μέρα, δυό-τρεις πρόσκοποι ξυπνήσαμε πολύ πρωΐ. Βγήκαμε στην αυλή και ο γέρος υπάλληλος μας καλημέρισε. Έχουμε θαύμα σήμερα, πρόσθεσε. Η Σοφία πήγε στην βρύση και έριχνε απάνω της νερό. Την πλησιάσαμε και τα παιδιά της σήκωσαν το ρούχο. Είδαμε όλοι, με τα μάτια μας, μια φρεσκοκλεισμένη ουλή, από το στήθος μέχρι κάτω, στην σκωληκοειδίτιδα.
Καθίσαμε και άλλες ημέρες στο μοναστήρι. Την βλέπαμε να γυρίζει στην αυλή και να διηγείται το θαύμα. Δεν φαινόταν να δυσκολεύεται, σαν εγχειρισμένη. Ήταν θαύμα, βλέπεις. Σε άλλους έδειχνε και την πληγή, με ολοφάνερη χαρά.
»Ύστερα, είχε μία παράξενη μυρωδιά η Σοφία. Όχι σαν γυναίκα ή σαν γριά, αλλά όπως μυρίζει η εκκλησία. Κάτι ανάμεσα από μελισσοκέρι, λάδι και θυμίαμα.
“Πέρασαν τριάντα χρόνια και σαν να την βλέπω μπροστά μου. Σαν να ήταν χθες.”
Σε λεωφορείο με ευλαβείς από την Αθήνα, διηγείται η ίδια το απίστευτο γεγονός, όπως σώζεται σε μαγνητοταινία: “Ήρθε η Παναγία, με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο, ήταν και άλλοι άγιοι. Είπε ο αρχάγγελος, θα σε κόψουμε τώρα. Εγώ είπα, είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις.
Δεν θα πεθάνεις, είπε, εγχείρηση θα σε κάνουμε, είπε και με άνοιξε.»
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμα της, για να δείξει την τομή πού έκλεισε μόνη της. Περίμενε την επέμβαση της Παναγίας, όπως της το υποσχέθηκε η ίδια. Και το θαύμα έγινε.
Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Η κ. Κίτσα Κ., μία από τις πιο πιστές της μαθήτριες θυμάται και συμπληρώνει το γεγονός: “Ο αρχάγγελος Γαβριήλ την έσκισε με το σπαθί, και βγήκε μεγάλη βρωμιά-έβγαλαν οι άγιοι τα σπλάχνα έξω και τα ακούμπησαν δίπλα, σε ένα κάθισμα, επάνω στην ποδιά της. Ο Αρχάγγελος καθάρισε πολύ προσεκτικά την πληγή, με τις υποδείξεις της Παναγίας.”
Η κ. Βασιλική Κ. προσθέτει ότι στην συνέχεια η Παναγία έβαλε στο στόμα της Σοφίας ένα άσπρο μικρό χαπάκι, όπως το ανέφερε η ίδια και σε πολλούς άλλους. Το πρωΐ είχε θεραπευτεί τελείως.
Σε άλλη μαθήτρια της ή Σοφία είπε πώς ήταν μαζί και η Αγία Κυριακή με την Αγία Παρασκευή, και πώς το σπαθί του Αρχαγγέλου ήταν ξύλινο.
Η Σοφία ήταν τότε 84 ετών.
Ήρθαν τρεις χειρούργοι από την Αθήνα και γιατροί από την Κοζάνη και έλεγξαν την πληγή, οπού φαινόταν καθαρά η τομή πού είχε κλείσει, ακριβώς σαν χειρουργική επέμβαση.
Η αγάπη λοιπόν της Σοφία δεν σταματούσε μόνο στους ανθρώπους. Απλωνόταν και αγκάλιαζε όλη την κτίση, λογικά και άλογα, ήμερα και άγρια. Στο άγριο βουνό γύρω από το μοναστήρι, κυκλοφορούσαν τότε πολλές αρκούδες, λύκοι και άλλα αγρίμια. Με όλα αυτά η Σοφία είχε συμφιλιωθεί.
Από τις πολλές σχετικές αναφορές, καταγράφουμε δύο τρεις, πού έχουν ιδιαίτερη χάρη.
Συνταξιούχος στρατιωτικός, πού συνήθιζε να επισκέπτεται την Σοφία μέχρι τα τελευταία της, από τότε πού υπηρετούσε στην περιοχή, στον πόλεμο και αργότερα το ’49, διηγούνταν κάτι απίστευτο για τα σημερινά δεδομένα.
Είχε μία αρκούδα η Σοφία και την έθρεφε στο χέρι, με ψωμί και με ό,τι άλλο φαγώσιμο είχε. Και το μεγαλόσωμο αλλά άκακο εκείνο θηρίο έπαιρνε την τροφή, της έγλυφε τα χέρια και τα πόδια, από ευγνωμοσύνη, και πάλι χανόταν στο δάσος. Αυτήν την αρκούδα την είχε και όνομα, έλα, Ρούσα μ’, έλα να τρώεις ψωμόπον, της έλεγε.
Ο Δημήτρης Γ., γεννημένος το 1960, από την Πτολεμαΐδα, προσθέτει ότι πολλές φορές, όπως και ο ίδιος το είδε, την αρκούδα η Σοφία την έδενε στην βρύση του μπαχτσέ.
Αν όμως τύχαινε κάποιος ανήξερος να αντικρύσει αυτό το θέαμα, την αρκούδα δηλαδή δεμένη, η την Σοφία να την ταΐζει στο χέρι, δίχως καμία προφύλαξη, πάγωνε από τον φόβο του.
Την αρκούδα την είχε δει, τότε πού ζούσε στο μοναστήρι, και η Βασιλική Κ. από το Βαρυκό. Κάποιος μάλιστα τότε στρατιωτικός θέλησε να την σκοτώσει, μη γνωρίζοντας την οικειότητα της με την Σοφία. Αυτή μόλις τον είδε με προτεταμένη την κάνη του όπλου του, έβαλε της φωνές και όταν τον πλησίασε ενώ εκείνος πήγαινε να δικαιολογήσει την ενέργεια του, εκείνη του εξήγησε την φιλία της και την ακακία του ζώου.
Άλλοι προσκυνητές είδαν τρία φίδια να κοιμούνται μαζί της, στο προσκέφαλο της, και ούτε την πείραζαν ούτε τα πείραζε. Η κ. Κίτσα’ λέει πώς “τα φίδια ήταν λεπτούτσικα, σαν σαΐτες. Όταν τα έβλεπες, φοβόσουν αλλά η Σοφία μας έλεγε: Μη φοάσαι, ατά κι τσουμπίζνε ξάϊ [=μή φοβάσαι, αυτά δεν τσιμπούν καθόλου].”
Κάποιοι, πού την είχαν συνοδεύσει να ανάψουν τα καντήλια της Αγίας Τριάδας, είδαν να περιφέρεται εκεί μέσα στο εκκλησάκι ένα μεγάλο φίδι. Αμέσως ταράχτηκαν και προσπάθησαν να το σκοτώσουν, όμως η Σοφία τους αποπήρε. “Αφού δεν σας πειράζει, μην το πειράζετε, πρόσθεσε. Αυτό είναι της εκκλησίας.”
***
Λόγια όπως τα μνημονεύουν οι μαθητές
Όταν συγγενείς ή φίλοι, παρακαλούσαν την μακαρία Σοφία να μετακινηθεί από το μοναστήρι, έλεγε με αφοπλιστική απλότητα: “να ρωτήσω τον Κύριον και την Κυρίαν”, εννοώντας τον Χριστό και την Παναγία Μητέρα του. “Εγώ τηρώ αυτά πού με λέει η Παναγία”.
Σε καμία άλλη περίπτωση δεν χρησιμοποιούσε αυτές τις λέξεις, όλους τους προσφωνούσε ως: αδελφέ, αδελφή. Έλεγε μάλιστα “ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία, όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί”.
Εφάρμοζε στην ζωή της την προφητική παραγγελία του Θεού: “Επί τίνα επιβλέψω, άλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου” (Ήσ. 66, 2).
Στις μαννάδες, με πολύ πόνο, έλεγε: “Συμβουλέψτε τα κορίτσια σας να φυλάξουν την τιμή τους, μέχρι τον γάμο τους, να βαδίσουν τον δρόμο του Χριστού. Τα αγόρια να μένουν καθαρά μέχρι τον γάμο. Όταν ο παπάς ανοίγει το Ευαγγέλιο στον γάμο, στέλνει ο Χριστός τον άγγελο και στεφανώνει την παρθενία.”
Άλλες φορές έκλαιε με λυγμούς και έλεγε: “Αλοίμονο, αλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια πού έρχονται, παρθενία. “Κι θα πομέν άπαν σην γην παρθενία. Και παρακαλεί η Παναϊα τον Υιόν. Τ’ αγουρόπο κι μετανοούν (= Δεν θα απομείνει επάνω στην γη η αρετή της παρθενίας. Γι’ αυτό και παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Άλλα τα αγόρια δεν μετανοούν)…
Ελάτε όλοι, μικροί μεγάλοι, ελάτε στην Παναγία, αν αγαπάτε, ελάτε στην Παναγία.
Αχ, αν κάνουμε ένα καλό, λέμε κάναμε έναν καλόν. Με ποια δύναμη κάναμε το καλό; Με την δύναμη του Θεού’ έδωσε σε ο Θεός ευλογία και έκανες το καλό.
Πρώτα τον Θεόν να τιμάτε, υστέρα την Παναγίαν, υστέρα τους Αγγέλους, υστέρα τους Αποστόλους, υστέρα τους Αγίους. Οι Απόστολοι όλοι εσταυρώθηκαν όπως ο Χριστός.
Οι Άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους Αγγέλους, για να δουν αν ο κόσμος μετανοεί. Οι Άγγελοι γέμισαν το σύννεφο.
Μικροί μεγάλοι να έρθουν στην μετάνοια, να μετανοούν. Να γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι επάνω. Αυτοί δεν το γνωρίζουν, σαν τα άλογα ζώα τρώνε την Παρασκευή. Παρακαλώ τον Θεό να μετανοούν, αυτοί δεν μετανοούν.
Σας παρακαλώ, οποίος κάνει υπομονή, χαρά σ’ αυτόν. Όποιος κάνει υπομονή, σαν τον ήλιο θα λάμψει. Πολλή υπομονή να κάνετε.
Το στόμα το χρυσό εμίλησε και είπε: Οι πεθεράδες να σκεπάζουν, οι γεροντάδες να σκεπάζουν. Οι νέοι να φυλάγουν τα λόγια του Θεού’ τριαντάφυλλα στο στόμα, χρυσό κρασάκι στο στόμα (=η Θεία Κοινωνία), να είναι πάντα με τον Θεόν.
Και οι νέοι να βάλουν στο νου τους τα παντάψηλα του Θεού λόγια. Τα λόγια του Θεού σαν τριαντάφυλλα να είναι μέσα εις την καρδίαν…
Σας παρακαλώ, αδέρφια, πολλά υπομονήν…
Απολυτίκιον.
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μήτερ αοίδιμε,
Σοφία σέμνωμα, της Θεομήτορος,
εν τη Μονή ασκητικώς, τον βίον σου διελθούσα,
όθεν και απείληφας των καμάτων σου έπαινον
κατατραυματίσασα των δαιμόνων τας φάλαγγας,
και πρέσβειρα Χριστώ παρεστώσα
μη επιλάθου των ποθώ τιμώντων σε.
{youtube}LbgKMjulsss{/youtube}
vimavoiou.blogspot.gr