Ιερεύς τις ήτον εις την επαρχίαν του Μεγάλου Βασιλείου καθαρός και χρήσιμος, ο δε παμπόνηρος διάβολος, όπου φθονεί πάντοτε τους δούλους του Θεού, τι ποιεί;
Ήτο τον καιρόν εκείνον σιμά εις το σπήτι του Ιερέως μία γυνή μοιχαλίς, και όλως διόλου εις την διαβολικήν αγάπην της μοιχείας παραδεδομένη και τι ποιεί;
Παρακινεί αυτήν ο διάβολος εις έρωτα, να κάμνη αισχράν μίξιν με τον δούλο του Θεού τον Ιερέα εκείνον, και πολύν καιρόν επείραξεν αυτόν, ο δε Ιερεύς, όταν είδεν αυτήν παντελώς νικημένην υπό του διαβόλου, φοβούμενος τον Θεόν, δεν έστερξε ποτέ να συντύχη με εκείνην.
Καί όταν είδεν ο μισόκαλος διάβολος την υπομονήν του Ιερέως τι ποιεί; έφθασεν η Εορτή των Γενεθλίων του Χριστού και ένας χριστιανός καλέσας αυτόν εις την τράπεζάν του, να τον φιλεύση, ο Ιερεύς έπιεν οίνον πολύν, και εμέθυσε παραπολύ. Όταν επέρασε πολλή νύκτα, εσηκώθη ο Ιερεύς και υπήγεν σπήτι του και όταν έφθασεν έκρουσε την θύραν και δεν ήκουσε τινάς, διότι η πρεσβυτέρα του έτυχε τότε και εκοιμάτο βαρέως, η δε πονηρά εκείνη μοιχαλίς γυνή, ως ήκουσεν αυτόν εχάρη παραπολύ.
Ο δε Ιερεύς, επειδή ήτον πολύ μεθυσμένος, έπεσεν εμπρός εις την θύραν του σπιτιού του, και εκοιμήθη. Τότε εκείνη η κακότροπος γυνή ήλθε, και έπεσε σιμά εις αυτόν, και αυτός, από την πολλήν μέθην, ενομισεν ότι είναι η πρεσβυτέρα του, και εποίησεν (αλοίμονον) την πονηράν εκείνην πράξιν της αμαρτίας.
Μετά δε ταύτα ελησμόνησε την τόσην μεγίστην αμαρτίαν και αφ΄ ου επέρασαν ημέραις, υπήγε να λειτουργήση, και εκεί όπου ελειτούργει μέσα εις το άγιον Θυσιαστήριον (ω του θαύματος) τον είδεν η πρεσβυτέρα του ωσάν αράπην μαύρον, διότι προτήτερα όταν ελειτούργει, τον έβλεπεν όπου έλαμπεν σαν τον ήλιον.
Λοιπόν η πρεσβυτέρα αυτού όταν είδε το τοιούτον μυστήριον, έλεγε μετά κλαυθμού αλοίμονον, τι έπαθα η ταλαίπωρος; τις εξηπάτησε τον άνδρα μου, και δεν είναι δεκτός μέσα εις τον Θείον Ναόν, εσιώπησεν όμως έως ου ετελείωσε την Θείαν Λειτουργίαν. Καί αφού ετελείωσε και υπήγαν εις το σπήτι τους, λεγει προς αυτόν μετά δακρύων.
Αλοίμονον εις εσένα, αλοίμονον, ποίος ήσουν πρώτα, και πως κατήντησες τώρα. Αλοίμονον και εις εμένα, διότι πρώτα ήσουν Άγγελος, τώρα έγινες διάβολος.
Λέγει της ο Ιερεύς.
– Τι λέγεις, ω ταλαίπωρη; πόθεν με γνωρίζεις ότι ήμην Άγγελος, και τώρα έγεινα διάβολος;
Λέγει του η πρεσβυτέρα:
– όταν ελειτούργεις προτήτερα, είχες χάριν εκ Θεού, και έλαμπε το πρόσωπόν σου ωσάν τον ήλιον, τώρα δε ελειτούργεις, και εστεκόσουν μέσα εις τον ναόν ωσάν αράπης.
Τότε, ο Ιερεύς μόλις εκατανόησε κι ενθυμήθη, ότι μη θέλων έκαμε την αμαρτίαν, επειδή και εκείνη η κακότροπος γυνή το έλεγε φανερά εις όλην την χώραν.
Τότε ο Ιερεύς έλαβε την Πρεσβυτέραν του, και υπήγαν εις τον Μέγαν Βασίλειον και εξωμολογήθηκαν και ο Άγιος θέλοντας να τους θεραπεύση, τους εκανόνισε να κάμουν ένα χρόνον ξηροφαγίαν και μετανοίας χιλίας πάσαν εσπέραν.
Τότε λέγει προς αυτούς, σύρετε, Τέκνα μου, και όταν σωθή ο χρόνος, πάλιν να ελθήτε εδώ, διά να σού συγχωρήσω να λειτουργής. Καί ωσάν ήλθεν ο χρόνος υπήγεν ο Ιερεύς μετά της συζύγου αυτού εις τον Μέγαν Βασίλειον και πάλιν ο Άγιος, ως καλός Πατήρ και διδάσκαλος ενουθέτησεν αυτούς, και τους επαρακάλεσε πολλά, να κάμουν τον αυτόν κανόνα και άλλον ένα χρόνον ακόμη. Καί αυτοί πάλιν εδέχθησαν τον λόγον του Αγίου μετά χαράς, και υπήγαν.
Καί ωσάν ετελείωσαν και εκείνον τον χρόνον, ήλθον πάλιν εις τον Άγιον και αυτός μετά χαράς τους εδέχθη και με πολλαίς διδαχαίς και νουθεσίας τους επαρακάλεσε να κάμνουν και άλλον χρόνον.
Καί ωσάν ετελείωσαν και εκείνον τον χρόνον και έγειναν τρεις χρόνοι, πάλιν ήλθον εις τον Άγιον, και έτυχε την ημέραν εκείνην, και απέθανεν ένας χριστιανός σιμά εις την Μητρόπολιν. Ήτον δε μέγας ο Άρχων εκείνος, και έκραξε και τον Μέγαν Βασίλειον με τους κληρικούς του όλους ο δε Άγιος έκραξε και τούτον τον Ιερέα, τον ποτέ ανάξιον, και λέγει του:
– σύρε, ω αδελφέ, και λάβε και συ το Επιτραχήλιόν σου και έλα εις τον νεκρόν.
Υπήγε λοιπόν, και επήρε το Επιτραχήλιόν του, καθώς του είπε ο Άγιος, και υπήγε και ηύρε τους Ιερείς, όπου έψαλλαν το λείψανον. Καί πρώτον μεν ο Αρχιερεύς είπε την ευχήν επάνω εις το λείψανον, είτα, οι έπίλοιποι αυτός δε ο Ιερεύς εφοβείτο διά την αναξιότητά του, και ότι υπήρχε και εξ’ ευτελούς Χωρίου, απορρίψας όμως πάντα φόβον, υπήγε και αυτός σιμά εις τον νεκρόν και λαβών το θυμιατόν ήρχισεν να λέγη την ευχήν.
Καί ω του θαύματος, όταν είπεν Ότι συ ει η Ανάστασις, και τα λοιπά της ευχής, ευθέως ανέστη ο νεκρός, και εκάθισε, και όλοι άρχισαν και έλεγαν, το Κύριε ελέησον, και εδόξασαν τον Θεόν, όπου δίδει τοιαύτην εξουσίαν τοις ανθρώποις.
Άνθρωπος, όπου ήτον ακόμη εις την αμαρτίαν, να αναστήση νεκρόν; Δόξα τη αυτού φιλανθρωπία και ευσπλαχνία. Αφ’ ου δε εκάθισεν ο νεκρός λέγει μεγαλοφώνως και μετά παρρησίας μεγάλης προς τον Ιερέα.
– Τι ούν ω Ιερεύ; ει και νεκρόν με ανέστησες, αλλά δεν είναι βολετόν να λειτουργήσης, ούδέ να επιχειρησθής πλέον τα Θεία Μυστήρια, διότι εάν και με ανέστησες, αλλά διά τον πολύν μόχθον και κόπον, και ταίς νηστείαις, και ταίς προσευχαίς, και ταίς ξηροφαγίαις και αγρυπνίαις, όπου εποίησας τους τρεις χρόνους, παρακαλώντας τον Θεόν, διά τούτο δεν παρείδεν ο Κύριος, την δέησίν σου.
Τότε ὁ ταπεινός ἐκεῖνος Ἱερεύς, λαβών την ἀπόφασιν, ἐπορεύθη εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, χαίρων καί εὐλογῶν τόν Θεόν.
Βλέπετε, ἀδελφοί, πῶς ἐάν τις φθείρη τήν παρθενίαν του, δέν ἡμπορεῖ νά ἱερωθῆ, ἤ νά λειτουργῆ; νά γένη Ἅγιος καί θαυματουργός δύναται, ἀλλά εἰς τόν βαθμόν τῆς Ἱερωσύνης δέν ἡμπορή νά ἔλθη. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἄς φύγωμεν τήν μέθην, ὅτι ἡ μέθη ἐποίησε τήν ἁμαρτίαν τοῦ Ἱερέως, καί ἄλλους πολλούς ἔκαμεν ἡ μέθη, καί ὄχι μόνον ἐποίησε ἁμαρτίαν, ἀλλά καί ἄλλα μύρια κακά ἔκαμαν, ὅπου δέν ἔχουν ἀριθμόν. Διά τοῦτο, Ἀδελφοί, ὅσοι ἐμίαναν τόν βαθμόν τῆς Ἱερωσύνης, διά τῆς μέθης, ἤ διά ἑτέρου πάθους, ἄς παύσουν τῆς Λειτουργίας, διά νά μή πέσουν εἰς πάθη ἀτιμίας, καί ἐμπαίξωσιν αὐτούς οἱ δαίμονες, καθώς καί τινες ἔπαθον. Καί ὄχι μόνον ἐδῶ παραδίδονται τῶ σατανᾶ, ἀλλά καί ἐκεῖ ἐν τῆ μελλούση διαγωγῆ θέλουν ἀκούσει, ἄπελθε ἀπ’ ἑμοῦ, λέγω σοι οὐκ οἶδασε καί ἀπελεύσεται εἰς τόν τόπον τῆς βασάνου. Ταῦτα ἡμεῖς, Ἀδελφοί, ἀκούοντες, ἄς ποιήσωμεν ἀγαθά, ἵνα ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τῶ Κυρίω ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.