Βαρθολομαίος: Την Παρασκευή ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης εορτάζει τα ονομαστήριά Του.
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος χοροστάτησε την Πέ-μπτη, 10 Ιουνίου 2021, το απόγευμα, στην Ιερά Μονή Βαλουκλή, στον Μ.Εσπερινό για την Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου “Άξιόν Εστιν”, και για την εορτή της μνήμης των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, κατά την οποία εορτάζει τα ο-νομαστήριά Του.
Εκκλησιάστηκαν Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, Αντιπροσωπείες των Αυτοκε-φάλων Εκκλησιών Κύπρου και Ουκρανίας, υπό τους Σεβ. Μητροπολίτες Κωνστα-ντίας και Αμμοχώστου κ. Βασίλειο και Ιβάνο-Φρανκίβσκ και Γαλικίας κ. Ιωάσαφ αντι-στοίχως, Αρχιερείς από τις Εκκλησίες της Γεωργίας και της Ελλάδος, Ηγούμενοι από το Άγιον Όρος, κληρικοί, Άρχοντες Οφφικιάλιοι του Οικουμενικού Θρόνου, ο Υφυ-πουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Εξοχ. κ. Κωνσταντίνος Βλάσης, ο Πρέσβης της Ελλάδος στην Άγκυρα Εξοχ. κ. Μιχαήλ-Χρήστος Διάμεσης, ο πρώην Υφυπουργός κ. Αντώνης Διαματάρης, οι Γενικοί Πρόξενοι της Ελλάδος και της Ουκρανίας στην Πόλη Ευγεν. κ. Γεωργία Σουλτανοπούλου και Εντιμ. κ. Oleksandr Gaman, Κοινοτικοί παράγοντες, πιστοί από την Πόλη και προσκυνητές από το εξωτερικό.
Στο τέλος του Μ. Εσπερινού ο Οικουμενικός Πατριάρχης τέλεσε τρισάγιο στη μνήμη του Διδασκάλου του Γένους Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού του Ιμβρίου (1772 – 1851), του οποίου φέρει το όνομα.
Ακολούθως, ο Παναγιώτατος τίμησε με το Οφφίκιο του Άρχοντος Νομοδότου του Οι-κουμενικού Θρόνου τον Εντιμ. κ. Παναγιώτη Λαδά, Ομότιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στην ομιλία του, ο Πατριάρ-χης, εξήρε την προσωπικότητα, την επιστημονική κατάρτιση και την Ακαδημαϊκή πο-ρεία του τιμωμένου Πανεπιστημιακού δασκάλου.
“Εντάσσομεν, κατ’ ιδίαν Πατριαρχικήν προαίρεσιν και φιλοτιμίαν, εις την χο-ρείαν των Οφφικιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του υπάτου Θεσμού του Γένους, την υμετέραν Εντιμολογιότητα, τον διακεκριμένον καθηγητήν της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος, επί 37 συναπτά έτη, προσέφερε πάμπολλα και πολυτιμότατα εις την Νομικήν Επιστήμην διά της ερεύνης, της διδασκαλίας και της συγγραφής, διετέλεσε δε
αντιστοίχως, επί τριετίαν, Κοσμήτωρ της Σχολής και Αντιπρύτανις του Αριστο-τελείου. Χαιρόμεθα διά το γεγονός ότι τρία μέλη της Πατριαρχικής Αυλής υ-πήρξαν φοιτηταί σας. Τιμώμεν σήμερον, επίσης, τον χαρισματικόν και δρα-στήριον νομικόν, ο οποίος ήσκησε το λειτούργημα του δικηγόρου επί 48 έτη και διηκόνησεν ευόρκως και αποτελεσματικώς σημαντικούς θεσμούς από υ-ψηλάς θέσεις ευθύνης.
Οι Άρχοντες Οφφικιάλιοι, πολλά προσέφερον εις την Εκκλησίαν και το Γένος, συνεχίζουν δε και σήμερον την διακονίαν των διά μέσου των δύο Α-δελφοτήτων των, της παγκοσμίου, υπό την επωνυμίαν «Παναγία η Παμμακά-ριστος», εις την οποίαν ανήκετε πλέον και υμείς, και του Τάγματος του Αγίου Ανδρέου, των εν Ηνωμέναις Πολιτείαις Αμερικής Αρχόντων.
Και υμείς, Εντιμολογιώτατε, ως Άρχων Νομοδότης της Αγίας του Χριστού Με-γάλης Εκκλησίας, θα είσθε εις το εξής συνεργάτης και αρωγός του Προκαθη-μένου αυτής εις το διακονικόν έργον και εις την υπεράσπισιν των Δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου. Η Εκκλησία έχει ανάγκην προσωπικοτήτων ως υμείς. Σας εγνωρίσαμεν κατά το ακαδημαικόν έτος 1967/68 εις το Πανεπιστήμιον του Μονάχου εις την τότε Δυτικήν Γερμανίαν, και εξετιμήσαμεν τον χαρα-κτήρα, τας γνώσεις και τα οράματά σας. Εν τω προσώπω σας συνυπάρχουν η μόρφωσις και η ευφυία, η επιστημοσύνη και η αφοσίωσις εις το καθήκον, το χριστιανικόν φρόνημα και η σεμνότης. Αφιερώσατε την ζωήν σας εις την πραγμάτωσιν αξιών, ως ερευνητής και διεθνώς γνωστός μελετητής του Αστι-κού Δικαίου, ως καθηγητής, πιστός εις την «αγίαν αποστολήν» του δασκάλου (Β. Τατάκης), κατηξιωμένος και σεβαστός εις όλας τας απαιτητικάς διοικητικάς θέσεις, εις τας οποίας εκλήθητε να υπηρετήσετε το δημόσιον συμφέρον”.
Στη συνέχεια ο Παναγιώτατος επεσήμανε:
“Συνδυάζετε, Εντιμολογιώτατε Άρχων, την αφοσίωσιν εις την Νομικήν Επι-στήμην με την ορθόδοξον χριστιανικήν πίστιν και τον σεβασμόν προς την Μη-τέρα Μεγάλην Εκκλησίαν, διακονούντες τον πολιτισμόν της δικαιοσύνης και της αγάπης. Η δικαιοσύνη και η αγάπη εκπροσωπούν, εις την ιστορίαν του πολιτισμού μας, τον απόλυτον σεβασμόν προς τον άνθρωπον, την αξιοπρέ-πειαν και την ελευθερίαν του. Η ανθρωπίνη αξιοπρέπεια είναι αδύνατον να θεμελιωθή επί μιάς φυσιοκρατικής θεωρήσεως του ανθρώπου, όπου αυτός εμφανίζεται ως εις μεταξύ των απειραρίθμων εκπροσώπων του ανθρωπίνου είδους. Ορθώς υποστηρίζεται, ότι μία τοιαύτη προσέγγισις ευνοεί την μετα-τροπήν του ανθρώπου εις αντικείμενον και χειραγωγήσιμον μέγεθος.
Το όλως αντίθετον του νατουραλισμού, εγγύησις διά την πρόοδον των ανθρωπιστικών κατακτήσεων, είναι η θεώρησις του ανθρώπου επί τη βάσει της δικαιοσύνης και της αγάπης, εις την αδιάσπαστον ενότητά των. Η μονο-μερής θεμελίωσις του ήθους επί της ιδέας της δικαιοσύνης, συμπορεύεται με νομικισμόν και ορθολογιστικήν συρρίκνωσιν του ήθους, και πηγάζει από πα-ρανόησιν και υποτίμησιν της αγάπης. Υπάρχει, βεβαίως, και ο λεγόμενος «α-γαπισμός», ο οποίος διαχωρίζει καισαρικώς την δικαιοσύνην από την αγά-πην, υποβαθμίζει, εις το όνομα του «απροϋποθέτου» της αγάπης, την δικαι-οσύνην, αδικώντας εν τη ιδεοληψία του τόσον την αγάπην, όσον και την δι-καιοσύνην. Είναι ευρέως γνωστόν, ότι κατά τον παρελθόντα αιώνα, ο αγαπι-σμός αυτοπροεβλήθη ως αυθεντική χριστιανική διδασκαλία και γνήσιον πε-ριεχόμενον της Καινής Διαθήκης.
Αληθές είναι ότι εις τον Χριστιανισμόν είναι δεδομένη η ακατάλυτος αλληλου-χία και αλληλοπεριχώρησις αγάπης και δικαιοσύνης. Το ευάγγελον μήνυμα της Καινής Διαθήκης είναι ότι «ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ’, 17), την οποίαν εγκαινιάζει ο Χριστός, η νέα πραγματικότης, όπου κυριαρχεί η αγάπη και η δικαιοσύνη. Η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον εμπεριέχει την δικαίαν συμπεριφοράν προς αυτόν. Εν τη εννοία ταύτη, η άποψις ότι η δικαιοσύνη είναι «ολόκληρον το ηθικόν περιεχόμενον της Παλαιάς Διαθή-κης», ενώ η αγάπη αποτελεί τον ηθικόν πυρήνα της Καινής Διαθήκης, ισχύει, μόνον εφ’ όσον δεχθώμεν την άρρηκτον σύνδεσιν, αλληλεξάρτησιν και αλλη-λοσυμπλήρωσιν αγάπης και δικαιοσύνης. Τότε δεν έχομεν ουδεμίαν δυσκο-λίαν να θεωρήσωμεν την βιβλικήν, και ευρύτερον την χριστιανικήν ανθρωπο-λογίαν, ως μίαν εκ των βασικών πηγών και ριζών της διαμορφώσεως του νομικού πολιτισμού, του κράτους δικαίου και των διακηρύξεων των δικαιωμά-των του ανθρώπου.
Με την λήθην αυτής της στενής σχέσεως δικαιοσύνης και αγάπης, ανα-φορικώς προς τον Χριστιανισμόν, συνδέεται και η θεώρησις της χριστιανικής αγάπης ως «ήθους των αδυνάτων». Πρόκειται περί πλήρους παρανοήσεως της ισχύος της αγάπης και της εμβελείας της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Εις μίαν ομιλίαν μας εις το κλεινόν άστυ, προ εικοσαετίας ακριβώς, είχομεν αναφέρει τα εξής: «Ο άνθρωπος της αγάπης είναι ανδρείος και επιεικής. Ε-πιείκεια, λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, είναι να υπομένωμεν την αδικίαν, η ο-ποία διαπράττεται εις βάρος μας, και ανανδρία να ανεχώμεθα την αδικίαν η οποία γίνεται εις βάρος άλλων (Ομιλία εις τας Πράξεις, 48, 2, PG 60, 336). Την ταπεινήν και ανδρείαν αυτήν αγάπην διδάσκει και προβάλλει ο Χριστια-νισμός εις όλους» (Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Η αγάπη ουδέ-ποτε εκπίπτει, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2001, σελ. 35)”.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε:
Το χριστιανικόν «δέον περί του ανθρώπου» υπερβαίνει εις δύναμιν και δέ-σμευσιν τον ανθρωπισμόν και τον εμπλουτίζει. «Όλα έχουν το αντίτιμόν των, μόνον ο άνθρωπος έχει αξιοπρέπειαν», απόλυτον αξίαν, ανεξαρτήτως από κοινωνικήν θέσιν, μόρφωσιν, θρησκείαν, φύλον, πολιτισμικήν καταβολήν κ.α. Δεν υπάρχει αντίτιμον, τίποτε δεν είναι δυνατόν να είναι αντίστοιχον της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου. Αυτήν την αλήθειαν αποκαλύπτει, με μοναδικόν τρόπον και έμφασιν, και η βιβλική θεώρησις του ανθρώπου. Ο δημιουργηθείς κατ’ εικόνα Θεού και έχων αιώνιον προορισμόν την ομοίωσιν Θεώ, την κατά χάριν θέωσιν άνθρωπος, έχει ασύγκριτον αξίαν. Εν τη βεβαιότητι ότι εκφρά-ζομεν και την ιδικήν σας άποψιν, Εντιμολογιώτατε, υπογραμμίζομεν ότι το αν-θρωπιστικόν ήθος έχει ανάγκην αυτής της υπερβατικής θεμελιώσεως. Ο προ-σανατολισμός απλώς και μόνον εις τον «άνθρωπον» δεν επαρκεί. Με απα-ράμιλλον τρόπον εξέφρασε και ο Πλάτων την αλήθειαν αυτήν, με την ρήσιν «Πάντων χρημάτων μέτρον θεός» (Νόμοι, 716c), η οποία εστρέφετο κατά του «Πάντων χρημάτων άνθρωπος» του σοφιστού Πρωταγόρου. Το μέλλον δεν ανήκει εις τον αυτοχειροτόνητον «ανθρωποθεόν», ο οποίος δεν αναγνωρίζει τα αμετάθετα όρια και καταργεί το «μέτρον». Δεν υπάρχει μέλλον άνευ ανα-φοράς εις το Υπερβατικόν.
Περαίνοντες τον λόγον, συγχαίρομεν υμίν ολοθύμως, Εντιμολογιώτατε, διά την ανύψωσίν σας εις Άρχοντα της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και δη με τον συνάδοντα τη ταυτότητι και τη προσφορά υμών, ως μύστου της
νομικής Επιστήμης και υπερασπιστού του Δικαίου, τίτλον του Άρχοντος Νο-μοδότου, και καλωσορίζομεν εις την Πόλιν των Πόλεων την έντιμον συνοδείαν σας, ευχαριστούντες δε τους παρόντας και συμπροσευχομένους εις την εόρ-τιον ταύτην ιεράν σύναξιν τιμιωτάτους αδελφούς και τα προσφιλέστατα τέκνα, επικαλούμεθα επί πάντας υμάς, πρεσβείαις της αγιοπρώτου Παναγίας της Βαλουκλιώτισσας και των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, την χάριν και το έλεος του φιλανθρώπου και δικαιοκρίτου Θεού. Άξιος!
Στην αντιφώνησή του, ο νέος Άρχων ευχαρίστησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την ιδιαίτερη μεγάλη τιμή που του επιφύλαξε και αναφέρθηκε στους στενούς δεσμούς της οικογένειάς του με την Πόλη και τον μεγάλο σεβασμό της πάντοτε προς την Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις σπουδές του στη Νο-μική επιστήμη.
“Το πνευματικό αξίωμα το οποίο μου δώσατε σήμερα αποτελεί ένα privilegium, κατά τη διατύπωση του ρωμαϊκού δικαίου, προνόμιο το οποίο δεν είναι απλώς και μόνο ένα privilegium favorabilium, αλλά περιλαμβάνει και την ανάληψη υ-ποχρεώσεων και ευθύνης εκ μέρους μου και υπόσχομαι να καταβάλω κάθε προσπάθεια, ώστε του λοιπού να πολιτεύομαι με ταπεινοφροσύνη, με μακρο-θυμία, με ευλάβεια, με φιλανθρωπία και κάθε πράξη μου να είναι σύμφωνη με το παράγγελμα του Κυρίου “Εντολήν κοινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλή-λους”.
Σε όσες περιπτώσεις κατά την πανεπιστημιακή μου καριέρα τιμήθηκα από τους συναδέλφους μου αποδέχθηκα την τιμή, προκειμένου να την μεταφέρω αυτού-σια στους φυσικούς δικαιούχους της, τους διδασκάλους μου.
Σήμερα, αισθάνομαι την ανάγκη να ανατρέξω στη μνήμη των γονέων μου, Βα-σιλείου και Καλλιόπης Λαδά και του πνευματικού πατέρα και αναδόχου μου, Ιωάννη Λαδά. Γι’ αυτό και δηλώνω την επιθυμία μου να διαθέσω το ποσό των ευρώ 50000, ευρώ 25000 εις μνήμη των γονέων μου Βασιλείου και Καλλιόπης Λαδά και ευρώ 25000 εις μνήμη του Ιωάννη Λαδά, προκειμένου να ενισχυθεί η εκπαίδευση δύο προσώπων, κληρικών ή μη, του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στο σχεδιασμό μου αυτό, Παναγιότατε, παρακαλώ να επιφέρετε την οποιαδήποτε βελτίωση ή τροποποίηση, σύμφωνα με τις ανάγκες του Πα-τριαρχείου και κατά την αναμφισβήτητα συνετή κρίση σας”.
Στη συνέχεια παρετέθη δεξίωση στην αυλή της Μονής, κατά την οποία ο Παναγιώ-τατος δέχθηκε τις ευχές των Ιεραρχών, του κλήρου και του πιστού λαού. Δύο χορω-δίες από την Ουκρανία έψαλαν και τραγούδισαν τιμώντας τα Πατριαρχικά ονομαστή-ρια.
Το πρωί της Πέμπτης, ο Παναγιώτατος παρέστη συμπροσευχόμενος στο Ι. Βήμα του Πατριαρχικού Ναού, κατά την Θεία Λειτουργία για την εορτή της Αναλήψεως, που τελέστηκε χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Ικονίου κ. Θεολήπτου.
Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο