Βαρθολομαίος: Με την ευκαιρία της μνήμης των Αγίων ενδόξων, μεγάλων, θεοστέπτων και Ισαποστόλων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος χοροστάτησε την Τρίτη, 21 Μαΐου 2024, στη Θεία Λειτουργία στον φερώνυμο πανηγυρίζοντα περικαλλή Ι. Ναό των Υψωμαθείων.
Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο Τριτεύων κ. Βαρνάβας.
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη καλωσόρισε ο Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Μάξιμος, Επόπτης της Περιφερείας Υψωμαθείων.
Εκκλησιάστηκαν ο Μητροπολίτης Γουινιπεγκ κ. Ιλαρίων, ο Αρχιμανδρίτης κ. Νεκτάριος Μουλατσιώτης, Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Φωκίδος, Ηγούμενος της Ι. Μ. Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σάρωφ Τρικόρφου Φωκίδος, με μέλη της Αδελφότητός του και όμιλο προσκυνητών, ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Ευγένιος Pentiuc, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Τίμιου Σταυρού Βοστώνης, με όμιλο καθηγητών και φοιτητών, η Μοναχή Μόνικα, Ηγουμένη της Ι. Μονής Αγίου Νεκταρίου Τρικόρφου Φωκίδος, με μέλη της Αδλεφότητός της, ο κ. Μιχαήλ Χατζηγιάννης, Διευθυντής της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, επί κεφαλής ομίλου Καθηγητών και μεταπτυχιακών φοιτητών, πιστοί από την ευρύτερη περιοχή των Υψωμαθείων και προσκυνητές από το εξωτερικό.
O Οικουμενικός Πατριάρχης, στην ομιλία του, επεσήμανε την σημαντική προσφορά των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης προς τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία.
“Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη είναι εκείνοι που πρώτοι έδωσαν στον Χριστιανισμό και χάρισαν στην Εκκλησία την ελευθερία, διότι πίστευσαν στην ακατάβλητη δύναμι του Ιησού και του Ευαγγελίου Του.
Τον Σταυρό που αντίκρισε ο Μέγας Κωνσταντίνος στον ουρανό ως σύμβολο νίκης, τον ίδιο αυτόν Σταυρό η Αγία μητέρα του Ελένη έβγαλε από τις κατακόμβες και τον ύψωσε και τον έστησε σε περίλαμπρους ναούς. Γι’ αυτό και ο Χριστιανισμός οφείλει πάμπολλα σε αμφοτέρους.
Ο θησαυρός αυτός και η κληρονομία της δόξης, την οποία εκείνοι μας παρέδωκαν είναι μία τιμή, αλλά ταυτοχρόνως και μία ευθύνη. Βεβαίως, τα προνόμια που έδωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος χάρισαν τη γαλήνη και την ασφάλεια στους Χριστιανούς να ασκήσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.
Συγχρόνως, όμως, επέτρεψαν στην Εκκλησία να εξελιχθεί και σε μία κοσμική δύναμη, την οποία εκμεταλλεύθηκαν φιλόδοξα άτομα προκειμένου να απολαύσουν τα αγαθά των προνομίων αυτών για να επιτύχουν σκοπούς αλλότριους προς την σωτηριώδη και μεταμορφωτική αποστολή της.
Διότι από τον καιρό που ο Χριστιανισμός εξήλθε από τις κατακόμβες, υπήρξαν εποχές στην ιστορία του, όπου φαινόταν να χάνει την αληθινή αίγλη και το πνευματικό μεγαλείο του.
Και η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται από καιρού εις καιρόν. Και σήμερα η Εκκλησία ανθεί όπου διώκεται. Εκεί οι μάρτυρες. Εκεί η ευψυχία. Εκεί η θυσία. Εκεί και τα κατορθώματα που υπενθυμίζουν πρωτοχριστιανικές ημέρες.
Ενώ, όπου η Εκκλησία εναγκαλίζεται στενά με την κοσμική εξουσία, συχνά χάνει τον δρόμο και την αποστολή της, όπως, δυστυχώς, συμβαίνει στις μέρες μας με την Εκκλησία της Ρωσίας.
Με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον φως και ζωή και πηγή αγιασμού διά τον λαό του Θεού, αλλά παράγοντας συσκοτίσεως της αληθείας, ως εργαλείο στα χέρια μιας απολυταρχικής και καταπιεστικής εξουσίας, καθώς στηρίζεται αποκλειστικώς στους άρχοντες του κόσμου τούτου, «οις ουκ έστι σωτηρία».
Η Εκκλησία χρειάζεται εσωτερική, πνευματική ελευθερία, κατά τους λόγους του Αποστόλου των Εθνών Παύλου: «τη ελευθερία η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε»! (Γαλ. ε´, 1)”
Στη συνέχεια ο Πατριάρχης καλωσόρισε εγκαρδίως όλους τους προσκυνητές από το εξωτερικό, και ιδιαιτέρως εκείνους από την Φωκίδα, υπό την ηγεσία του Αρχιμανδρίτου κ. Νεκτάριου Μουλατσιώτη, καθώς και την ομάδα Καθηγητών και φοιτητών του μεταπτυχιακού προγράμματος εκπαιδεύσεως μεταφραστών της Βίβλου της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, υπό την ηγεσία του Γενικού Διευθυντού αυτής κ. Μιχαήλ Χατζηγιάννη, αλλά και τους Καθηγητές και φοιτητές από την Θεολογική Σχολή της Βοστώνης, λέγοντας τα εξής:
“Η Μήτηρ Εκκλησία, περιβεβλημένη την αλουργίδα της χαράς και της δυνάμεως και του φωτός της θείας Αναστάσεως, σας υποδέχεται με βαθιά αγάπη και τιμή. Κατά τις ημέρες της παραμονής σας εδώ στη Πόλι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης θα ιδήτε τον καθημερινό βίο της Μεγάλης Εκκλησίας και θα διαπιστώσετε την απέραντη αγάπη αυτής προς όλους, την ευρύτητα του ορίζοντος του πνεύματός της, την υπομονή, τα βιώματα, το κήρυγμά της, κήρυγμα Αναστάσεως και δυνάμεως, ελπίδος και χαράς κάτω από οιασδήποτε συνθήκας που είναι δυνατόν να δημιουργεί γύρω της η αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Και όταν επιστρέψετε εις τα ίδια γίνετε κήρυκες του μηνύματος αυτού της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Είπατε σε όλους «ο εωράκατε και ακηκόατε» εδώ. Περιγράψτε τους την περίφημη νωπογραφία της Μονής της Χώρας, η οποία, παρά τις περιστάσεις, πάντοτε παριστά την εις Άδου Κάθοδον, που είναι ήδη η Ανάστασις των νεκρών. Και μεταφέρατε την φωνή της Αποκαλύψεως, η οποία ηχεί δυνατή από του Ιερού Κέντρου της Ορθοδοξίας: «εγώ ειμί ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζων, και εγενόμην νεκρός και ιδού ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων». Διότι η οδός της ζωής είναι η οδός της αυταπαρνήσεως, της απονεκρώσεως, της αυτοθυσίας και της αυτοπροσφοράς. Ιδού το μυστικό της αενάου ζωής της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως: είναι το πνεύμα θυσιαστικής και κενωτικής διακονίας που την χαρακτηρίζει και που κινεί όλες τις σκέψεις και όλες τις ενέργειες και όλους τους οραματισμούς της.
Γνωρίζουμε την αγάπη, την ευλάβεια και την αφοσίωσή σας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μία απτή εκδήλωση των αισθημάτων σας αυτών είναι και η παρούσα προσκυνηματική σας επίσκεψη στη μαγευτική και ιστορικωτάτη Βασιλίδα των πόλεων. Απευθυνόμενοι δε ειδικώς προς τους προσκυνητές εκ Φωκίδος, επιθυμούμε να ευχαριστήσουμε θερμώς τον προσφιλέστατο ποιμενάρχη σας, διότι έδωσε την προς τούτο ευλογία του. Μας είναι γνωστή η αγάπη και η προσοχή του προς τον Πάνσεπτο Οικουμενικό Θρόνο και του ευχόμαστε, επί τη ευκαιρία της πεντηκοστής πρώτης επετείου ιεροσύνης του, έτη πολλά, καλλίκαρπα και ευλογημένα δαψιλώς παρά Κυρίου.”
Ακολούθως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας, “για την άοκνον και ακαταπόνητον, παρά τας κατά καιρούς δυσκολίας, διακονίαν του στο τμήμα αυτό της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως”.
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου