Προχθές Κυριακήν, 4ην Οκτωβρίου, επί τη του Αγίου Ιεροθέου Επισκόπου Αθηνών, ετελέσθη εις τον μεγαλοπρεπή Ιερόν Καθεδρικόν Ναόν της Αγίας Τριάδος Χαλκηδόνος η εις διάκονον χειροτονία του π. Θεοφάνους Μαβινάκη, καταγομένου εκ Καβάλας, ο οποίος θα διακονήση εις την Ιεράν Μητρόπολιν Χαλκηδόνος.
Την χειροτονίαν ετέλεσε, κατά παράκλησιν του επιχωρίου Ποιμενάρχου Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Αθανασίου, ο οποίος ήσκει καθήκοντα Πατριαρχικού Επιτρόπου, ο Σεβ. Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Μελίτων, ο οποίος απηύθυνε προς τον νεοχειροτονηθέντα την ακόλουθο προσλαλιά.
ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ κ. ΜΕΛΙΤΩΝΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΔΙΑΚΟΝΟΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ ΤΟΥ κ. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΜΑΒΙΝΑΚΗ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ
(4 Οκτωβρίου 2015)
Οσιώτατε και αγαπητέ Υποδιάκονε Θεοφάνη,
Με την παράκλησι του Σεβ. Ποιμενάρχου σου πρεσβυτέρου αγίου αδελφού Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Αθανασίου, ο οποίος, κωλυθείς λόγω αναθέσεως αυτώ ετέρας εκκλησιαστικής ευθύνης, η ελαχιστότης μου σε προσκαλεί σήμερον ενώπιον Θεού και ανθρώπων να λάβης την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και να καταστής διάκονος της Εκκλησίας και διάκονος μυστηρίων Θεού. «Στέφανον χαρίτων, λοιπόν, δέξη ση κορυφή» (Παροιμ. 1, 9), εντός ολίγου, κύπτων τα γόνατα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης του Καθεδρικού τούτου Ιερού Nαού, όπου επί αιώνας ιερουργείται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, το μυστήριον δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και σταυρώνων επ’αυτής τας χείρας σου, θα δεχθής την πραγματικήν θεοφάνειαν, την οποίαν φέρει κατά αγαθήν συγκυρίαν το συστατικόν του ονόματός σου, Θεο-φάνης. Την θεοφάνειαν ταύτην, την οποίαν καλείσαι να βιώσης κατά το υπόλοιπον της ζωής σου, ως πραγματικήν θεοφάνειαν, διακρινόμενος των λοιπών ανθρώπων, ως Θεού διάκονος και ως διάκονος της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου, και μάλιστα εις την ποικιλοτρόπως δύσκολoν εποχήν μας, εδώ εις την ιστορικήν Χαλκηδόνα.
Έχεις, αδελφέ, το προνόμιον να καλείσαι να διακονήσης εις χώρον Αγίων, εις την Χαλκηδόνα, όπου χορείαι μαρτύρων και οσίων και δικαίων, πατέρων και προπατόρων και κλεινών Ιεραρχών και αγίων κληρικών, με προξάρχουσαν την πολιούχον της Χαλκηδόνος, Αγίαν Μεγαλομάρτυρα Ευφημίαν, της οποίας το θαύμα και η φήμη διακηρύττονται και άδονται ανά τους αιώνας ανά την οικουμένην, ως σφραγίσασαν τον Τόμον της αμωμήτου Ορθοδόξου Πίστεώς μας και κατοχυρώσασαν θαυματουργικώς τον Τόμον του Ορθοδόξου Δόγματος, του Θεανθρωπίνου Προσώπου του Κυρίου μας, ως θα έλεγε και σήμερον υπό τους θόλους του ιερού τούτου Καθεδρικού Ναού ο πολιός και αλησμόνητος Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής.
Καλείσαι όμως, Οσιώτατε Υποδιάκονε, κατά το παράγγελμα του Αποστόλου Παύλου, από της σήμερον που εισέρχεσαι εντός του Ιερού Καταπετάσματος, εις τα Άγια των Αγίων, να σπείρης την χαριζομένην σοι Δωρεάν, την Θείαν Χάριν δηλαδή, όχι φειδομένως, όχι με τσιγγουνιά, αλλά καρδιακά, ολοκληρωτικά, ώστε να θερίζης τον καρπόν της από την ευημερίαν κατά Θεόν των ανθρώπων, να την θερίζης εν ευλογίαις, και όχι καταναγκαστικά, να μη δίδης δηλαδή φειδομένως το δοθέν σοι, επαναλαμβάνω, δωρεάν χάρισμα και τάλαντον. Διότι, «η Εκκλησία είναι μία κοινότης πιστών, οι οποίοι ζούν και από την εμπειρίαν του ήχου εν τω χώρω», ως έγραφε προσφάτως ο σεβαστός Ποιμενάρχης σου. Δηλαδή δέχονται το χάρισμα με όλας τας αισθήσεις των, ολοκληρωτικά.
Να είσαι δε βέβαιος, βεβαιότατος, ότι μόνον ιλαρόν δότην, δηλαδή αυτόν που δίδει από καρδιάς, ολοκληρωτικά, αγαπά ο Θεός και εν τέλει τον στεφανώνει με τον στέφανον της ζωής. Ιλαρός δότης υπήρξεν ο Χριστός, ο Κύριός μας, ο Οποίος, επειδή ακριβώς υπήρξεν ιλαρός δότης, «ότε προσηλώθη τω ξύλω του Σταυρού, τότε ενεκρώθη το κράτος του εχθρού∙ η κτίσις εσαλεύθη τω φόβω Του και ο άδης εσκυλεύθη τω κράτει Του∙ οι νεκροί εκ των τάφων ανέστησαν και εις τον ληστήν ηνεώχθη ο παράδεισος» (πρβλ.στιχηρόν εσπερινού Α΄ήχου).
Προσκαλείσαι εις τον Ιερόν Θυσιαστήριον της θείας και απολύτου αγάπης, όπως την περιγράφει ανωτέρω ο θείος υμνωδός, όπου δεν χωρούν πάθη και ανθρώπιναι μικρότητες, φόβος και άδης και νέκρωσις και ληστείαι και φθόνος και αδικία, αι ανθρώπινοι δηλαδή, γενικώς, αδυναμίαι. Εις αυτό το Θυσιαστήριον εις το οποίον χειροτονείσαι και εις τα Ιερά Θυσιαστήρια της Χαλκηδόνος που θα διακονείς επικρατεί, -και πρέπει να επικρατή- μόνον το ουσιωδέστατον συστατικόν του ανθρωπίνου γένους, η αγάπη, η οποία «πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει, η οποία ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13, 7-8). Η αγάπη, την οποίαν καθ’ ημέραν θα βλέπης ύπερθεν της Αγίας Τραπέζης εν τω θείω προσώπω του υπερυψωμένου Εσταυρωμένου Κυρίου, ο Οποίος, Θεός ων προαιώνιος, άναρχος και ανέκφραστος, ήλθεν εις τον κόσμον ως Θεάνθρωπος, όπως διετύπωσαν θεοπνεύστως οι εξ όλης της οίκουμένης Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας το δόγμα της Χαλκηδόνος, διά να μας διδάξη και να πραγματώση αυτήν την αγάπην διά της ιδικής Του σταυρικής θυσίας. Διά τούτο ακριβώς και ευρίσκεται πάντοτε υπερυψωμένος ο Εσταυρωμένος Κύριος, ο Σταυρός ύπερθεν της Αγίας Τραπέζης και του Τέμπλου των Ορθοδόξων Ιερών Ναών μας, διά να μας υπομιμνήσκη διαρκώς την αγάπην του Χριστού.
Συ, αδελφέ Υποδιάκονε, οφείλεις από της σήμερον, να υπερβαίνης τα ανθρώπινα, και να γίνεσαι «οικτίρμων, καθώς και ο Πατήρ ημών (ο εν τοις ουρανοίς) οικτίρμων εστι». Διά να εύρης χάριν και έλεος και να λάβης τον στέφανον της ζωής, -ίσως πολλάκις κατά την κληρικήν σου σταδιοδρομίαν και ακάνθινον πειρασμικόν στέφανον-. Οφείλεις όμως να ακολουθής πάντοτε το Ευαγγελικόν, «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. 6, 31). Καί ποιός από ημάς άραγε δεν θέλει να τον αγαπούν οι συνάνθρωποί του, να τον προστατεύουν και να μη τον αδικούν; Ημείς όμως όλοι, και οι εκ του ιερού καταλόγου ακόμη, διερωτώμαι, αν ως άνθρωπο σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες, τηρώμεν την ευαγγελικήν ταύτην εντολήν και εάν αγαπώμεν όχι μόνον τους αγαπώντας ημάς, αλλά και «τους εχθρούς μας και εάν αγαθοποιούμε και εάν δανείζουμε (αγαπην), μηδέν απελπίζοντες, διά να έχωμεν μισθόν και να γίνωμεν υιοί Υψίστου», όπως πρέπει να γίνης και συ από της σήμερον υιός Υψίστου, γνωρίζων καλώς και σήμερον, αλλά και με την βιωματικήν εμπειρίαν που θα αποκτήσης εκ της διακονικής και αργότερον και της ιερατικής σταδιοδρομίας σου, ότι ο καλών σε Κύριος «χρηστός εστιν και επί τους αχαρίστους και πονηρούς» (Λουκ. 6, 35).
Μη λησμονώμεν, Οσιώτατε Υποδιάκονε και αδελφοί μου αγαπητοί, ότι οι ανθρωποι είμαστε οι ξεγελασμένοι φίλοι του κοσμικού χρόνου, ο οποίος όταν εκδαπανάται εις την αιχμαλωσίαν του πόθου της απολυτότητος, παρά το ότι ο χρόνος τον περιορίζει, τότε βασιλεύει η μικροψυχία, η σκληρότης, η κακία, η αδικία και όλα τα παρομαρτούντα εις την ανθρωπίνην αδυναμίαν και ασθένειαν, η οποία λησμονεί την αθάνατον ψυχήν και υπηρετεί με τα αισθήματα μόνον το χωματενιο σώμα.
Συ όμως, αδελφέ Θεοφάνη, από της σήμερον εγκαταλείπεις τον κοσμικόν χρόνον, καθαρίζεσαι «από συνειδήσεως πονηράς» και εισέρχεσαι εις τον λειτουργικόν χρόνον, κατά τον οποίον σε μια στιγμή ζης, και ζούμε, όλο το μυστήριο της Θεανθρωπίνου Θείας Οικονομίας, ολόκληρο το μυστήριον της Χαλκηδόνος, που εδογμάτισαν οι εδώ συνελθόντες Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Όταν δεητικά θα απλώνης το οράριό σου κατά την εκφώνησι υπό του Ιερουργού ιερέως του «Λάβετε, φάγετε….», ή του «Πίετε εξ αυτού πάντες…», δηλαδή από του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, να γνωρίζης ότι παρόν είναι όλο το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, το μυστήριο της σωτηρίας μας. Δηλαδή, την εντολήν του Χριστού: να μεταλαμβάνωμεν μετά καθαρού συνειδότος του Σώματος και του Αίματός Του «εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημελημμάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν, εις παρρησίαν την προς Αυτόν» και, ασφαλώς, «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα»∙ να ζώμεν εμπειρικά την εξ αγάπης σταυρικήν θυσίαν Του∙ την νέκρωσιν και την ταφήν Του∙ την τριήμερον εκ νεκρών ανάστασίν Του∙ την εις ουρανούς άνοδόν Του∙ την εκ δεξιών του Θεού και Πατρός Καθέδραν Του∙ και, τέλος, το σπουδαιότερον και ουσιωδέστατον διά τον φθαρτόν και παροδικόν άνθρωπον, την Δευτέραν και ένδοξον πάλιν- όχι πλέον διδακτικήν και θαυματουργικήν και σταυρικήν αυτήν την φοράν- εν τω κόσμω Παρουσίαν του Χριστού, αλλά Παρουσίαν κρίσεως εν αγάπη και δικαιοσύνη ζώντων και νεκρών, δικαίων και αδίκων, ερχομένου μετά δόξης πολλής, δορυφορουμένου υπό πληθύος Αγγέλων και Αγίων και δικαίων και οσίων.
Εις αυτόν τον αέναον λειτουργικόν χρόνον εισέρχεσαι, αδελφέ, διά της Χάριτος και του Ελέους του Κυρίου «παρακατατιθέμενος Αυτώ και την ζωήν και την ελπίδα σου άπασαν», και τον οποίον λειτουργικόν χρόνον σε προτρέπω πατρικώς να τον καταξιώνης διαρκώς εις ζωήν μυστικήν, ζωην προσευχητικήν, αλλά και εις ζωήν διακονικής πάντοτε προσφοράς, ώστε να αξιωθής του διαδήματος, το οποίον έλαβεν ο Αρχιδιάκονος και Πρωτομάρτυς Στέφανος, ελέγξας ευθαρσώς την «μανίαν των διωκτών» του –που σήμερον πλέον ευτυχώς, εμφανώς τουλάχιστον, δεν υπάρχουν- διά να ίδης εν τέλει τον καλούντα σε Σωτήρα Κύριον «καθήμενον εκ δεξιών του Πατρός», του Οποίου η βασιλεία δεν έχει τέλος, όπως έχωμεν τέλος, αργά ή γρήγορα, οι θνητοί άνθρωποι.
Καί νυν, Υποδιάκονε Θεοφάνη, με την ευχή και ευλογία του θεοφιλούς Ποιμενάρχου σου αγίου Χαλκηδόνος κυρίου Αθανασίου, του ιερού κλήρου της Ιεράς ταύτης Μητριοπόλεως, των οικογενών και φίλων σου, και παντός του περιεστώτος λαού του Θεού, επί πλέον δε και κυρίως του συμπαρόντος κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν νέφους των Αγίων της Χαλκηδόνος, με προεξάρχουσαν την Αγίαν και θαυματουργόν Ευφημίαν, είσελθε εις τον ιερόν γνόφον της Παναγίας Τριάδος, ως ποτε Μωϋσής ο Θεόπτης και Ηλίας ο έμπυρος ουρανοδρόμος, και γενού αληθής και έμπυρος διάκονος μυστηρίων Θεού, εις τα οποία και αυτοί οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, τα πολυόμματα, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ, τα λειτουργικά δηλαδή πνεύματα του Θεού, τα εις διακονίαν αποστελλόμενα, δεν μπορούν να εγκύψουν, παρά μόνον παρίστανται με σκυμμένας τας κεφαλάς ενώπιον της δόξης Κυρίου κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας, άδοντα ακαταπαύστως το «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου. Ευλογημένος ο ερχόμενος», Ιησούς Χριστός Θεού Υιός και Σωτήρ. Αμήν.