ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: Η πυρκαυϊά πού ξέσπασε απρόσμενα χθές στήν άνω Γλυφάδα καί επεξετάθη στό Πανόραμα τής Βούλας καί στήν Βάρη εδημιούργησε πολλά προβλήματα. Κατέκαυσε δασωμένες περιοχές, αλλά καί αρκετά σπίτια, παρά τίς εξαιρετικές καί συντονισμένες ενέργειες τόσο τής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας όσο καί τών Δημάρχων καί όλων τών Υπηρεσιών τών τριών Δήμων τής Μητροπόλεώς μας. Δυστυχώς ο αέρας έπνεε μέ μεγάλη ταχύτητα καί η περιοχή ήταν γεμάτη από πεύκα, γι αυτό καί η κατάσβεσις τής πυρκαυϊάς ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Εμείς ημπορούμε, πέρα από τήν εθελοντική μας αρρωγή στήν κατάσβεση τών πυρκαυϊών, νά προσφέρουμε τήν προσευχή μας, ώστε νά έχουμε καί τήν βοήθεια τού Θεού στό έργο αυτό. Γι αυτό προτρέπω όλους νά παρακαλέσουμε τώρα τόν Κύριο νά μάς λυπηθή καί νά κατασβέση άμεσα τόσο αυτήν τήν πυρκαυϊά όσο καί οποιαδήποτε άλλη ξεσπάσει στό μέλλον.
Μέ πατρικές ευχές
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
Ο ΓΛΥΦΑΔΑΣ,
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΒΑΡΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Ευχή διά την κατάσβεσιν πυρκαυϊάς
Κύριε καί Θεέ τού ελέους, ο πάσης αγαθότητος χορηγός καί τών θαυμασίων Θεός, ο τών οικτιρμών Πατήρ, ο τή σοφία Σου διοικών τά πάντα καί τώ Σώ κράτει συνέχων πάσαν τήν κτίσιν, ο εν τή χειρί Σου τήν πνοήν πάντων τών ζώντων έχων, ότι πάντα Σοί υποτέτακται, έπιδε εφ ημάς τούς αθλίους δούλους Σου, ότι δεινώς υπό σφοδράς πυρκαυϊάς κατατρυχόμεθα.
Άναρχε Βασιλεύ, αόρατε, ανεξιχνίαστε, ακατάληπτε καί ανέκφραστε ιδέ, ότι υπό τής προλαβούσης ταύτης πυρκαυϊάς δάση κατεκάησαν, οικίαι ενεπρίσθησαν, άνθρωποι εκινδύνευσαν, ζώά τε καί πτηνά ηφανίσθησαν καί η υπό Σού δημιουργηθείσα φύσις πυρίκαυστος εγένετο, μεμαυρισμένη, ξηρά τε καί αθλία. Καί φεύ, τό λαύρον πύρ, συνεργούντων τών σφοδρών ανέμων, συνεχίζει τήν καταστροφικήν αυτού μανίαν. Διό, νοήσαντες, ότι πάσα ημετέρα προσπάθεια εις τό κενόν καταπίπτει καί απιδόντες τών ημετέρων δυνατοτήτων, εν πολλή ταπεινώσει πρός Σέ καταφεύγομεν.
Εύ οίδαμεν, ότι ου δυνάμεθα όλως ταίς αμαρτίαις γενόμενοι πρός Σέ τόν μόνον αναμάρτητον ατενίζειν, αλλ απεγνωσμένοι όντες καί γινώσκοντες, ότι τά πάντα τή χειρί Σου ευρίσκονται, ικετικώς βοώμέν Σοι. Δέξαι τούς στεναγμούς ημών δέξαι τήν τεταπεινωμένην ημών δέησιν δέξαι τάς εκ βάθους καρδίας, ως δίκην καπνού, αναπεμπομένας Σοι τώ Δεσπότη κραυγάς δέξαι τού λαού Σου τήν παράκλησιν. Ναί, Κύριε ο Θεός, επάκουσον ημών εν τή ώρα ταύτη καί στήσον τάς φλόγας τών πυρκαϊών, τάς επεγειρομένας κατά τών δούλων Σου βοήθησον δέ καί ενίσχυσον πάντας όσους ηρωϊκώς καί θυσιαστικώς αγωνίζονται παντί τρόπω διά τήν κατάσβεσιν των.
Σοί θαρρούντες προσπίπτομεν ικετικώς, ανεξίκακε Δέσποτα, καί τής σής αφάτου καί αμετρήτου φιλανθρωπίας τό πέλαγος υποσκοπούντες, κράζομεν σώσον ημάς. Δείξον ημίν τής φιλανθρωπίας σου τό μέγεθος σπλαγχνίσθητι καί διαλλάγηθι ως μακρόθυμος επί τώ λαώ σου στήσον τό δρέπανον τής φλογός, ώστε μή καθ’ ημών προβήναι έτι.
Μακρόθυμε καί πολυέλεε, μή παρίδης ημάς, μηδέ τάς ιλαστηρίους ημών προσευχάς καί ικεσίας απώση, αλλ εξελού ημάς από ταύτης τής δεινής συμφοράς τής πυρκαϊάς Σού δεόμεθα καί Σέ παρακαλούμεν.
Όπως καί δι ημών τών Σών αχρείων δούλων δοξάζηται τό πανάγιον Όνομά Σου, τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.