Eπιμέλεια: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ι.Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ: Οι υψηλά ιστάμενοι εκκλησιαστικοί ταγοί, έπαψαν να θεωρούν τις αιρέσεις, όπως δυστυχώς και τις ψευδείς θρησκείες του κόσμου, ως «αιρέσεις απωλείας», αναφέρει, μεταξύ άλλων, το Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς στην πρόσφατη παρέμβαση
Η διαχρονική της πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι μια διαρκής πάλη με τον παλαιό κόσμο της αμαρτίας και της αποστασίας, που έχει υποδουλωθεί στη φθορά και στο θάνατο.
Είναι ένας ακήρυχτος πόλεμος με τον «άρχοντα του κόσμου τούτου» (Ιωάν.12,31), τον διάβολο, ο οποίος εισήλθε στην «καλή λίαν», (Γέν.1,31), δημιουργία ως παρείσακτος, ως αντάρτης και επαναστάτης εναντίον του Θεού, προκειμένου να παρασύρει στην ανταρσία το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος και να ακυρώσει έτσι τον αρχικό προορισμό, για τον οποίο δημιουργήθηκε, την κατά Χάριν θέωση.
Ωστόσο ο Θεός δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου έστειλε τον Υιό Του τον Μονογενή στον κόσμο, ο οποίος με το σταυρό και την ανάστασή του έφερε εις πέρας το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου από την δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. Ήρθε ως το «φως το αληθινό», (Ιωάν.1,9), για να διαλύσει το σκότος της πλάνης σε όλες του τις μορφές και να οδηγήσει στο φως της αληθινής θεογνωσίας όλο το ανθρώπινο γένος. Δυστυχώς όμως αν και το «φως ελήλυθεν εις τον κόσμον», «ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ αυτών πονηρά τα έργα» (Ιωάν.3,19). Φρικτό αποτέλεσμα αυτής της αρνήσεως ήταν η εμφάνιση των αιρέσεων, οι οποίες ταλαιπωρούν και πληγώνουν το εκκλησιαστικό σώμα από την εμφάνισή των μέχρι σήμερα. Ο διάβολος, ως «πατήρ του ψεύδους», (Ιωάν.8,34), πλημμύρησε τη γη με την πλάνη και με τις δαιμονικές θρησκείες, στις οποίες λατρεύεται ο Σατανάς, αφού σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής «πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5).
Το μείζον πρόβλημα στις ημέρες μας, όπου έχει περισσεύσει η αποστασία και επλήθυναν οι αιρέσεις όσο ποτέ άλλοτε, είναι ότι υψηλά ιστάμενοι εκκλησιαστικοί ταγοί, έπαψαν να θεωρούν τις αιρέσεις, όπως δυστυχώς και τις ψευδείς θρησκείες του κόσμου, ως «αιρέσεις απωλείας», (Β΄ Πετρ. 2,1), σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου, ως αιτίες δηλαδή της απώλειας του ανθρώπου. Προσπέρασαν με αδιαφορία και αγνόησαν τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες μας, οι οποίοι με πολλούς αγώνες και με τη συγκρότηση αγίων Συνόδων, Οικουμενικών και Τοπικών, οριοθέτησαν την Ορθόδοξη πίστη, αντιδιαστέλλοντας αυτήν από τις ποικίλες αιρέσεις. Και όχι μόνον δεν θέλησαν να τους μιμηθούν «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι», όπως υποσχέθηκαν κατά την χειροτονία τους εις επίσκοπον, αλλά έπραξαν το ακριβώς αντίθετο. Κάθε τόσο διαβάζουμε και ακούμε από υψηλά ιστάμενα εκκλησιαστικά πρόσωπα επίσημες διακηρύξεις, που μόνο στο άκουσμά τους φρίττουμε και ανατριχιάζουμε. Διακηρύξεις, τις οποίες ποτέ μέχρι σήμερα, καμιά Σύνοδος και κανένας άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας δε διανοήθηκε να ξεστομίσει. Έφθασαν στο σημείο να διακηρύττουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ότι «οι ετερόδοξοι δεν είναι αιρετικοί, αλλά Εκκλησίες με διαφορετικές παραδόσεις», ότι «όλες οι θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό», ότι «υπάρχουν πολλοί δρόμοι που οδηγούν στο Θεό», ότι «ένας είναι ο Θεός, ο Οποίος λατρεύεται ποικιλοτρόπως στις θρησκείες του κόσμου», ότι «είναι απαράδεκτο να θεωρούμε την Ορθοδοξία ως την μόνη σώζουσα Εκκλησία», ότι ο «Θεός ευαρεστείται από την ποικιλία των πίστεων», ότι στις «μέρες μας δεν υπάρχουν αιρέσεις, αλλά διαφορετικές παραδόσεις», και πολλά άλλα, φοβερά και βλάσφημα, που αποτελούν τις χειρότερες κακοδοξίες, που έχει εμπνεύσει ο διάβολος στους χαλεπούς καιρούς μας.
Ευτυχώς που και στις τραγικές ημέρες μας δεν έπαυσαν να υπάρχουν πατερικές και ομολογητικές μορφές, οι οποίες λειτουργούν ως ισχυροί κυματοθραύστες μπροστά στη θύελλα των πλανών! Ξεχωριστή θέση μεταξύ αυτών κατέχει ο αείμνηστος φωτισμένος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ πρωτ. κυρός Ιωάννης Ρωμανίδης, ο οποίος με την ευρυμάθεια, την οξυδέρκεια και προπαντός με την αταλάντευτη προσήλωσή του στην Ορθοδοξία, απέβη στυλοβάτης της πατερικής διδασκαλίας, κονιορτοποιώντας τις σύγχρονες πλάνες και ιδιαίτερα τον επάρατο Οικουμενισμό.
Σχολιάζοντας το πρόσωπο του και την προσφορά του ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών πρωτ. κυρός Γεώργιος Μεταλληνός, παρατηρεί ότι: «Ο π. Ιωάννης, [Ρωμανίδης], κινούμενος στο πνεύμα των αγίων Πατέρων εισήγαγε στην ακαδημαϊκή μας θεολόγηση στην εμπειρική ασκητικονηπτική παράδοση, κλονίζοντας την ηγεμονία της σχολαστικής μεταφυσικής, (παπικής και προτεσταντικής), οπότε αυτόματα περιθωριοποιούσε κατεστημένες και πολυθαυμαζόμενες αυθεντίες … Γνωρίζοντας, ως καλά ειδικευμένος στο χώρο της ιστορίας, (πανεπιστήμιο Yale), τη διαχρονική διαλεκτική Ρωμαιοσύνης και Φραγκοσύνης μπόρεσε να κατανοήσει και προσδιορίσει τη διαμετρική διαφορά στις προϋποθέσεις και πραγματώσεις φραγκικού και ρωμαίικου, (ελληνορθόδοξου), πολιτισμού και τις πραγματικές προϋποθέσεις της διαφοροποιήσεως και τελικά της αποσχίσεως της Δυτικής Χριστιανοσύνης».[1] Ο μεγάλος αυτός θεολόγος δεν ήταν δυνατόν να αδιαφορήσει απέναντι στη θύελλα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Όπως σημειώνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο π. Ιωάννης προκαλούσε «τους ευσεβιστές, αλλά και επισκόπους τους οποίους ‘βομβάρδιζε’ κυριολεκτικά ως το τέλος της ζωής του με επίκαιρες αντιοικουμενιστικές επισημάνσεις, αλλά ελάχιστοι ανταποκρίνονταν. Ήταν η αντίδραση της σιωπής! Γι’ αυτό στα τελευταία χρόνια της ζωής του έλεγε συχνά: ‘Το πρόβλημά μας στα προσεχή χρόνια θα είναι οι δεσποτάδες μας, η θεολογία τους και η σχέση τους με την παράδοσή μας’».[2] Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ο π. Ιωάννης ήταν ένας από αυτούς που αντέδρασαν και διαφώνησαν με το περιεχόμενο του κειμένου του Balamand, που υπογράφηκε από Ορθοδόξους και παπικούς στα πλαίσια της Ζ΄ Γενικής Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου: «Όταν ο μακαριστός καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης διαμαρτυρήθηκε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τους απαραδέκτους αυτούς συμβιβασμούς, απειλήθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, με καθαίρεση».[3] Στο κείμενο αυτό, ως γνωστόν αναγνωρίζεται ο Παπισμός «ως αδελφή Εκκλησία» με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή.
Στα περισπούδαστα συγγράμματά του και στη διδασκαλία του απέδειξε με έγκυρο πατερικό θεολογικό λόγο ότι ο αληθινός Τριαδικός Θεός δεν κατανοείται, αλλά λατρεύεται και προσεγγίζεται εμπειρικά ως βίωμα, ως τρόπος ζωής, από τους θεουμένους αγίους μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Αντίθετα ο αληθινός Θεός είναι άγνωστος στους αιρετικούς και αλλόθρησκους. Ο δικός τους θεός είναι ένα είδωλο, μια νοητική σύλληψη του εσκοτισμένου από την αμαρτία και την έπαρση νου των. Ο θεός τον οποίον πιστεύουν δεν είναι ο Θεός της αποκαλύψεως, αλλά της ανακαλύψεως της λογικής και της επεξεργασίας του στοχασμού. Ένας τέτοιος θεός είναι ανύπαρκτος. Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν αθέους και τους αιρετικούς, εννοώντας ότι αυτός ο θεός στον οποίον πιστεύουν, δεν υπάρχει. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην προς Διονύσιον επιστολή του ονομάζει την αίρεση δεύτερο γένος αθεΐας. Γράφει: «Δεύτερον δε γένος αθεΐας εστίν η πολυσχιδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών, ών οι μεν πατέρα λέγουσι άπαιδα τον Θεόν…οι δε κτιστού Υιού και Πνεύματος άκτιστον Πατέρα…Πάντες δε ούτοι και οι τοιούτοι ουδέν των αθέων διενηνόχασιν… (Όλοι αυτοί και οι όμοιοι μ’ αυτούς σε τίποτε δεν διαφέρουν από τους αθέους)».[4] Την ίδια αλήθεια επισημαίνει και ο Μέγας Αθανάσιος στην επιστολή του προς Σεραπίωνα: «Ούτως ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός, ή το Πνεύμα κατάγων εις τα κτίσματα, (=ο αιρετικός), ούτε τον Υιόν έχει, ούτε τον Πατέρα, αλλ’ έστιν άθεος και απίστου χείρων, και πάντα μάλλον, ή χριστιανός»[5].
Αναφερόμενος στις αιρέσεις, χρησιμοποιεί ιατρική ορολογία για να γίνει σαφέστερος. Γράφει: «Τι είναι η αίρεση; Στην πατερική παράδοση αίρεση είναι κομπογιαννιτισμός. Γιατί η αίρεση καταδικάζεται; Επειδή δεν συμφωνούν στο δόγμα; Αυτό είναι το πρόβλημα. Καταδικάζεται, επειδή στην αίρεση δεν υπάρχει θεραπεία. Και εφ’ όσον δεν υπάρχει θεραπεία, είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Οι Πατέρες έβλεπαν την αίρεση ως ένα είδος κομπογιαννιτισμού, όπου δεν υπάρχει θεραπεία»[6].
Και επεξηγεί: «Νομίζω, την βασική διαφορά μπορούμε να την κατανοήσουμε, αν πάρουμε για παράδειγμα την ιατρική επιστήμη. Εκεί έχουμε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι απόφοιτος μιας ανεγνωρισμένης ιατρικής σχολής, αλλά και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής δοκιμασία• διότι, αν παρεκτραπεί κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκηση του επαγγέλματός του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στην Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή, δηλαδή η αποκοπή κάποιου μέλους της, ονομάζεται αφορισμός• προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος, καθαίρεσις, έτσι οι αιρετικοί αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπεί να θεραπεύει, έτσι και στην Εκκλησία, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε έναν αιρετικό να θεραπεύει τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύει. Και, όταν εξετάζουμε τις διδασκαλίες των Οικουμενικών Συνόδων, θα δούμε ότι κάθε αίρεση, που έχει καταδικασθεί από την Εκκλησία, καταργούσε αυτομάτως την διδασκαλία της Εκκλησίας περί Θεώσεως και περί φωτισμού και έτσι καταστρέφεται η ευκαιρία της θεραπείας. Οπότε, η αίρεση είναι αίρεση, διότι καταστρέφει την δυνατότητα θεραπείας του ανθρώπου• γι’ αυτό είναι αίρεση»[7]!
Πολύ εύστοχα εδώ ο π. Ιωάννης αντιπαραβάλλει το έργο της Εκκλησίας με το έργο της ιατρικής επιστήμης, όπου τονίζεται ότι η θεολογία της Εκκλησίας είναι κατ’ ουσίαν θεραπευτική επιστήμη, η δε Εκκλησία ένα θεραπευτήριο, στο οποίο ο άνθρωπος θεραπεύεται από τη νόσο της αμαρτίας. Όμως απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεραπεία της ψυχής, είναι η ορθή πίστη και η διαφύλαξη της ορθής δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας από κάθε αίρεση και πλάνη. Μόνο τότε μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει στην κλίμακα: Κάθαρσις – Φωτισμός – Θέωση. Αντίθετα οι αιρετικοί, επειδή ευρίσκονται εκτός της Εκκλησίας, έχουν εκπέσει της θείας Χάριτος, η οποία, (μόνη αυτή), απεργάζεται την κάθαρση τον φωτισμό και τη θέωση στον άνθρωπο. Επειδή δε δεν έχουν την εμπειρία της θεώσεως, γι’ αυτό και αντιλαμβάνονται τη θέωση ως κάποια μεταθανάτια ευδαιμονία, ως μια ηθική ανταπόδοση. Οι αλλόθρησκοι πάλι τη φαντάζονται ως μία κατάσταση «αισθησιακών απολαύσεων» σε «υλικούς παραδείσους», (Ισλάμ, Μάρτυρες Ιεχωβά, κλπ), ή ως εκμηδένιση, (Ινδουισμός, Βουδισμός κ.λ.π.).
Σε άλλη μελέτη του ο π. Ιωάννης, πολύ σωστά παρατηρεί «…διά τους πατέρες δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι σε ηθικούς και ανήθικους, ή σε καλούς και κακούς, βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους. Όλοι όσοι δεν είναι εις την κατάστασιν του φωτισμού είναι ψυχικά άρρωστοι… Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την ορθόδοξον παράδοσιν που κάμει τον ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις. Τα στάδια αυτά της θεραπείας είναι ο σκοπός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, όπως μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα».[8] Μόνο μέσα στην Εκκλησία και με τη Χάρη του Θεού, που λαμβάνει διά των ιερών μυστηρίων, απελευθερώνεται ο άνθρωπος από τις «κοσμικές δυνάμεις», την πλάνη, την δεισιδαιμονία, τον μυστικισμό, την ειδωλολατρία, την λογικοκρατία και κάθε παράγωγο της ατομικής έπαρσης και ενώνεται με το Θεό, φωτίζεται, αγιάζεται, σώζεται, θεώνεται. Έτσι, οι Χριστιανοί δεν είναι «άθεοι εν τω κόσμω» (Εφ.2,12), αλλά είναι εσταυρωμένοι ως προς τα πάθη και αποκτούν την γνώση του αληθινού Θεού. Απτά παραδείγματα οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι με τον προσωπικό τους αγώνα και τη θεία Χάρη, αξιώθηκαν του φωτισμού και έγιναν θεούμενοι και ως εκ τούτου απαλλαγμένοι από τις δαιμονικές πλάνες.
Κλείνοντας την αναφορά μας στη θεολογία του μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδου, εκφράζουμε την ανησυχία μας για τη σημερινή κατάσταση. Με το ολέθριο παράγωγο του Οικουμενισμού, την λεγόμενη «Μεταπατερική Θεολογία», επιχειρείται μια αήθης και ασεβής «κατεδάφιση» της πατερικής θεολογίας προς χάριν οικουμενιστικών επιδιώξεων. Κάνουμε δραματική έκκληση σε κάθε συνειδητό πιστό, να κλείσει ερμητικά τα αυτιά του σε κάθε δαιμονικής εμπνεύσεως κακοφωνία, που απαξιώνει την αυθεντία των αγίων Πατέρων, οι οποίοι, ως θεραπευθέντες και θεωθέντες, μπορούν με ασφάλεια να μας οδηγήσουν στη σωτηρία. Είναι σίγουρο ότι οι πλάνες και οι κακοδοξίες θα γιγαντώνονται συνεχώς, κατά την πρόρρηση του Κυρίου μας, «εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς» (Ματθ.24,24)!