KYKKOY ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ: Ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου πραγματοποιήθηκε σε Εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
«Ελληνίδες, Έλληνες,
Συμπληρώνονται φέτος διακόσια χρόνια από τήν έναρξη τού έπους τής Ελληνικής Επαναστάσεως τού 1821. Εορτάζει φέτος τό Έθνος τών Ελλήνων καί πανηγυρίζει τά διακόσια χρόνια από τήν ευλογημένη εκείνη ημέρα, πού η ελληνική λεβεντιά ανασήκωσε τή ρομφαία τής δικαιοσύνης καί τής ελευθερίας καί μέ μιά ρωμαλέα προσπάθεια, ύστερα από τέσσερεις αιώνες τυραννικής δουλείας, ύψωσε τό Γένος τών Ελλήνων στήν κορυφή τής ιστορίας. Μαζί μέ τούς όπου γής Έλληνες συνεορτάζει καί ο κυπριακός Ελληνισμός, πού αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, έπαλξη καί προέκταση τού εθνικού συνόλου. Γι αυτό καί η Ιερά Μονή Κύκκου, μέ τίς ευλογίες τής Αγιωτάτης Εκκλησίας τής Κύπρου, συμμεριζόμενη στήν έκφραση τής πανελλήνιας χαράς καί εθνικής υπερηφάνειας, γιά τή διακοσιοστή επέτειο τής μοναδικής καί ανυπέρβλητης εκείνης εποποιίας τού Εικοσιένα, διοργανώνει απόψε εδώ στήν Αίθουσα Τελετών τού Πολιτιστικού Ιδρύματος «Αρχάγγελος» καί σέ συνεργασία μέ τόν μουσικοσυνθέτη Λάρκο Λάρκου καί τή συμμετοχή πλειάδας μουσικών, ηθοποιών καί οργανοπαικτών, τή μουσικοθεατρική παράσταση, «1821 εν Κύπρω! Τό τραούδιν τού Τζυπριανού» τζαί «Η κιουλσαπά», μέ τά εμβληματικά ποιήματα τού Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου τού 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)» καί «Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ κατά τό 1821», μελοποιημένα καί δραματοποιημένα, ως μουσικοθεατρικά δρώμενα, από τόν κ. Λάρκο Λάρκου.
Εκ προοιμίου απονέμουμε τά εύσημα σ όλους τούς συντελεστές τής αποψινής μουσικοθεατρικής πανδαισίας καί επιδαψιλεύουμε σέ όλους τίς αρχιερατικές μας ευλογίες.
Μετά τήν αποφράδα ημέρα τής 29ης Μαίου 1453 καί τήν πτώση τής Βασιλεύουσας, ο κόσμος όλος είχε πιστέψει πώς εξαφανίστηκε γιά πάντα τό Έθνος τών Ελλήνων. Τετρακόσια χρόνια δουλείας, στερήσεων, απογνώσεων, διωγμών καί τυραννίας, ήταν αρκετά γιά νά σημάνουν τό τέρμα κάθε εθνικής ζωής. Η Ελλάδα, κατά τό 1821, ήταν εξαφανισμένη από τόν Χάρτη. Σημειώνετο, απλώς, σάν μιά μικρή επαρχία τής απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα ελογίζετο ως νεκρή, ενταφιασμένη γιά 400 ολόκληρα χρόνια μέσα στό μνήμα.
Είναι χαρακτηριστικό τό επεισόδιο, πού έγινε μεταξύ τού μισέλληνα Αυστριακού Καγκελλάριου Μέτερνιχ καί τού Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργού τότε Εξωτερικών τής Ρωσίας, κατά τή συνεδρία τού περιβόητου εκείνου Συνεδρίου τού 1814, πού συνήλθε γιά τόν διακανονισμό τών Ευρωπαϊκών προβλημάτων στή Βιέννη. Μέσα στή γενική εχθρότητα τών μεγάλων δυνάμεων, εμποτισμένων από τό πνεύμα καί τίς αρχές τής Ιεράς Συμμαχίας, ο Καποδίστριας, μέ τό χάρισμα τού λόγου, πού τόν διέκρινε, τόλμησε νά υπενθυμίσει τά δίκαια τών Ελλήνων. Όταν, όμως, έθεσε τό ελληνικό ζήτημα, αγενώς καί μέ αυθάδεια, τόν διέκοψε απότομα ο Μέτερνιχ, λέγοντας τά εξής αηδιαστικά: «Δέν υπάρχουν, κύριε, Έλληνες. Υπάρχουν χριστιανοί υπήκοοι τής Αυτού Μεγαλειότητος τού Σουλτάνου!».
Τό, ότι όμως, η Ελλάδα ελογίζετο ως νεκρή δέν τό έλεγαν μόνο οι εχθροί της, αλλά καί οι φίλοι της. Ακόμα καί ο μέγας φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Βύρων, ο οποίος είχεν επισκεφθεί τήν Ελλάδα πρίν τήν Επανάσταση, στό ποίημά του «Γκιαούρης» (1813), έλεγε τά εξής: «Τοιούτον κάλλος, τοσαύτην γλυκύτητα αποκαλύπτει υμίν τό επί νεκρού ριπτόμενον πρώτον καί τελευταίον βλέμμα». Θέαμα νεκρού παρουσίαζε η Ελλάδα στά μάτια τού Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος, απογοητευμένος καί βαθύτατα θλιμμένος δέν πίστευε στήν ανάσταση τού Ελληνικού Έθνους. Αλλά τό θαύμα έγινε. Η αυγή ήλθε. Η φωνή τής ελευθερίας ακούστηκε. Ακούστηκε από τή Μονή τής Αγίας Λαύρας. Ανήμερα τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου, τού κοσμοϊστορικού αυτού γεγονότος, κατά τό οποίον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελίζεται τή σάρκωση τού Θεού Λόγου καί τή Λύτρωση τού ανθρωπίνου Γένους από τά δεσμά τής αμαρτίας, ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ευαγγελίζεται από τήν Αγία Λαύρα τήν Ανάσταση τού Γένους τών Ελλήνων καί η φωνή του, ως αστραπή Αγγέλου εξ ουρανού, ηλεκτρίζει τό Έθνος όλο καί διασείει τά θεμέλια τής Οθωμανικής τυραννίας. Τό σάλπισμα αυτό τής ελευθερίας βρήκε τούς Έλληνες συσπειρωμένους γιά τήν ανατίναξη τού Οθωμανικού ζυγού. Ενώθησαν προύχοντες καί καπεταναίοι, εξέχουσες προσωπικότητες τής διασποράς καί ιερωμένοι, μέ τήν απόφαση νά αποκτήσει τό Έθνος «τήν πολιτικήν αυτού ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν», όπως τονιζόταν στή Διακήρυξη τής Πρώτης Εθνικής Συνέλευσης τής Επιδαύρου, τόν Ιανουάριο τού 1822.
Έχοντες οι Έλληνες υπέρ τους:
α) τήν παραχώρηση πολλών οικονομικών καί πολιτισμικών καί θρησκευτικών δικαιωμάτων πρός τούς υπόδουλους χριστιανούς, μέ βάση τή Συνθήκη τού Κιουτσιούκ Καϊναρτζή, πού υποχρεώθηκε νά υπογράψει η υψηλή Πύλη, μετά τή λήξη τού Ρωσοτουρκικού πολέμου τό 1774,
β) τή διάδωση τών φιλελευθέρων ιδεών τού πνευματικού κινήματος τού Διαφωτισμού,
γ) τήν πνευματική καί οικονομική ανάδειξη μιάς ελληνικής διασποράς στίς μεγάλες πόλεις τής δυτικής Ευρώπης καί τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας, και
δ) τήν άρτια οργανωτική προετοιμασία από τή Φιλική Εταιρεία, πού ιδρύθηκε τό 1814 στήν Οδησσό τής Ρωσίας από τούς τρείς Έλληνες εμπόρους Σκουφά, Τσακάλωφ καί Ξάνθο, καί η οποία συνέτεινε, μεταξύ πολλών άλλων, καί στή μεταστροφή τού εχθρικού κλίματος στήν Ευρώπη, λόγω τής Ιεράς Συμμαχίας τού μισέλληνα Καγκελάριου τής Αυστρίας Μέτερνιχ, καί στήν ανάπτυξη ενός ισχυρού φιλελληνικού ρεύματος στή Γηραιά Ήπειρο. Όλα αυτά διαμόρφωσαν καταστάσεις ευνοϊκές γιά τούς Έλληνες, πού οδήγησαν στό ξέσπασμα τής Ελληνικής Επαναστάσεως τού 1821.
Σύσσωμο τό υπόδουλο Γένος, πειθαρχώντας στίς προγονικές επιταγές απέρριψε κάθε μέτρημα τής λογικής καί σήκωσε περήφανα τό κεφάλι, ζητώντας μέ δύναμη καί λεβεντιά τή θεόσδοτη ελευθερία του. Ολόκληρη η Ελλάδα, από τή Μακεδονία μέχρι τήν Κρήτη καί από τό Σούλι μέχρι τή Χίο, ξεσηκώνεται, παίρνει στό χέρι τό καριοφίλι καί μέ τό σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» ρίχνεται στόν αγώνα πρός αποτίναξη τού ζυγού τής δουλείας, πρός ανάκτηση τής ελευθερίας καί πρός αναστήλωση τής εθνικής του αξιοπρέπειας. Οι υπόδουλοι ραγιάδες άκουσαν τή μελωδία τών προγόνων τους καί πίστεψαν στίς δικές τους δυνατότητες καί στίς αετοφωλιές τών ελληνικών βουνών γίνονται αετοί τής δόξας καί ποτίζουν μέ τό ζεστό, σάν λάβα αίμα τους, τήν ελληνική δάφνη. Κάθε βουνό καί ρεματιά είναι καί ένα λιμέρι. Η Τριπολιτσά, τό Βαλτέτσι, η Αλαμάνα, τά Δερβενάκια, τό Μεσολόγγι γίνονται τύμβοι αθανασίας, φέροντας στή μνήμη μας παλαιές δόξες Μαραθωνομάχων καί Σαλαμινομάχων. Ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς καί φυλακής κάτω από τόν βαρύ ζυγό τών Τούρκων, οι απόγονοι τού Λεωνίδα καί τού Θεμιστοκλή, τού Μιλτιάδη καί τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, τού Βασίλειου Βουλγαροκτόνου καί τού Ηρακλείου δέν ήταν δυνατό νά μείνουν γιά πάντα υπόδουλοι.
Η Εκκλησία, κατά τή μεγάλη νύκτα τού Έθνους, μέσα στό Κρυφό Σχολειό ζωντάνευε στή μνήμη τού ραγιά τήν ένδοξη ιστορία τής αρχαίας Ελλάδας καί τού Βυζαντίου. Σέ καμιά στιγμή, κατά τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας, δέν έπαψαν οι Έλληνες νά πιστεύουν, ότι ήσαν συνεχιστές τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καί τού κλέους τής αρχαίας Ελλάδας. Ο Έλληνας ραγιάς διατήρησε τήν ιστορική του συνείδηση, γι αυτό καί φούντωνε μέσα του ο πόθος τής ελευθερίας.
Ανυπολόγιστες είναι πράγματι οι υπηρεσίες, τίς οποίες πρόσφερε η Ορθόδοξη Εκκλησία στό Ελληνικό Έθνος, κατά τούς μακρούς αιώνες τής τουρκοκρατίας. Η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια, η διαφύλαξη τών πνευματικών θησαυρών τής κλασικής αρχαιότητας, καί η καλλιέργεια τού ηρωϊκού φρονήματος ήταν οι κυριότεροι τομείς δράσεώς της. Αλλά καί η ίδια η Εκκλησία χαιρέτησε μέ ενθουσιασμό καί συναίσθηση ευθύνης τήν προετοιμασία, τήν έναρξη καί τό τέλος τής Επαναστάσεως. Χιλιάδες ιερείς καί μοναχοί, εκατοντάδες Επίσκοποι, καί οκτώ Οικουμενικοί Πατριάρχες, εβασανίστηκαν, εσφάγησαν, απαγχονίστηκαν, κάηκαν ζωντανοί ή σάπισαν μέ τίς βαριές αλυσίδες στά σκοτεινά μπουντρούμια τών φυλακών.
Γενικά, η Εκκλησία στάθηκε πλάι στό Έθνος άγρυπνη, μαχητική, αταλάντευτη, πρόθυμη σέ πλούσιες προσφορές.
Γράφει ο αείμνηστος Καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος: «Η Εκκλησία ου μόνον κατά τούς χρόνους τής δουλείας προσέφερεν ανεκτιμήτους υπηρεσίας εις τό υπέρ απελευθερώσεως αγωνιζόμενον έθνος, αλλά καθ όλην τή διάρκειαν τής Επαναστάσεως τού 1821, επρωτοστάτησε πρός απόσεισιν τού τυραννικού ζυγού, συμβάλλουσα δι όλων της τών δυνάμεων εις επιτυχίαν τών ιερών προσπαθειών τού Γένους».
Αλλά καί ο διαπρεπέστατος διδάσκαλος τού Γένους, Αδαμάντιος Κοραής, έγραφεν, ότι «εις τήν Εκκλησίαν, ως κοινήν μητέρα, είναι τό Γένος προσκολλημένον». Ο ιστορικός, επίσης, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δέχεται, ότι: «Τό Ελληνικόν Έθνος μέ τήν βοήθειαν τής Εκκλησίας, ου μόνον πρωταγωνίστησεν εν μέσω αιώνων, αλλά καί ανεκαινίσθη εν τοίς νεωτέροις χρόνοις». Τέλος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης σημειώνει: «Τό ενεργώτατον μέρος εις τόν υπέρ τής ελευθερίας τού Γένους αγώνα έλαβεν η Εκκλησία».
Μ ένα λόγο, -κατά τήν ωραιότατη έκφραση τού Μητροπολίτη Χίου Διονυσίου-, «Η Εκκλησία, κατά τή διάρκεια τών τετρακοσίων χρόνων τής σκλαβιάς, έκαμε τήν πίστη πατρίδα καί τήν πατρίδα πίστη καί ο αγώνας της έγινε υπέρ πίστεως καί πατρίδος». Μέ τήν Εκκλησία προμαχούσα, τό Ελληνικό Έθνος έθραυσε τελικά τίς αλυσίδες του καί η απελευθέρωση τής Πατρίδας από τόν μακραίωνα ζυγό φρικτής δουλείας επιτεύχθηκε. Η νίκη τών μεγάλων δυνάμεων στή Ναυμαχία τού Ναυαρίνου τό 1827 σηματοδότησε τήν αναγνώριση τού Ελληνικού Κράτους ως κυρίαρχου καί ανεξάρτητου. Ένα Κράτος, πού εξακολουθεί, παρά τούς αδελφοκτόνους διχασμούς καί τά ολέθρια λάθη μας, νά υπάρχει μέχρι σήμερα, ως συντεταγμένη πολιτεία, καί μέ τή γαλανόλευκη σημαία νά κυματίζει υπερήφανα πάνω στόν Βράχο τής Ακροπόλεως.
Στό κίνημα, λοιπόν, τού μοντέρνου αθεϊσμού τής εποχής μας, τό οποίον διαστρέφει τά γεγονότα καί επιχειρεί νά σβήσει τόν ιστορικό ρόλο τής Εκκλησίας καί νά αμφισβητήσει τήν Ελληνορθόδοξη ταυτότητα τού λαού μας, εμείς αντιτάσσουμε τήν αδιαμφισβήτητη αλήθεια, πώς, άν δέν υπήρχε η Εκκλησία, σήμερα δέν θά ήμασταν, ούτε Ελεύθεροι, ούτε Έλληνες, ούτε Χριστιανοί.
Ο Ελληνισμός τής Κύπρου σέ εκδήλωση τής ακατάλυτης εθνικής συνείδησης ταυτότητας καί αλληλεγγύης, θεώρησε ως ύψιστο εθνικό χρέος νά συμπαραταχθεί ενεργά στόν αγώνα τής Εθνικής Παλιγγενεσίας. Ήδη καί πρίν τήν έναρξη τού αγώνα, κατά τό στάδιο τής προετοιμασίας τού υπόδουλου Ελληνισμού πρός αποτίναξη τού τουρκικού ζυγού, δέν άφησε ασυγκίνητη τήν Κύπρο. Ο ίδιος ο Εθνάρχης τών Κυπρίων, Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι τρείς Μητροπολίτες, Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος καί Κυρηνείας Λαυρέντιος, καί άλλοι επιφανείς κληρικοί καί προύχοντες τής Νήσου, μυήθηκαν στή Φιλική Εταιρεία. Λόγω, όμως, τής γειτνίασης τής Κύπρου μέ τή Μικρά Ασία, τή Συρία, τήν Παλαιστίνη καί τήν Αίγυπτο, όπου υπήρχαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί καί μεγάλοι αριθμοί τουρκικών στρατευμάτων, μέ άμεση τήν εδώ μεταφορά τους καί εύκολη τήν αιματηρή καταστολή κάθε απόπειρας εξεγέρσεως, συμφωνήθηκε μέ τούς επιτελείς τής Φιλικής Εταιρείας η συμμετοχή τής Κύπρου νά περιορισθεί σέ μεγάλη οικονομική βοήθεια. Έτσι, τόν Οκτώβριο τού 1820, ο αρχηγός τής Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης στέλλει στόν Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό τό συνθηματικό μήνυμα, ότι: «Η έναρξις τού Σχολείου τής Πελοποννήσου εγγίζει», διαβιβάζοντας τήν παράκληση, όπως ο κύπριος Προκαθήμενος «εμβάση όσον τής Μακαριότητός του τάς συνεισφοράς όσον καί τών λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας πρός τόν εν παλαιά Πάτρα τής Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παπαδιαμαντόπουλον». Μπορεί, βέβαια, η Κύπρος νά μήν είχε καθολική συμμετοχή στήν Ελληνική Επανάσταση, λόγω τής μεγάλης αποστάσεως από τήν κυρίως Ελλάδα, η αγάπη, όμως, καί η συνείδηση τού αδελφικού χρέους εκμηδένισε τίς αποστάσεις καί εκατοντάδες κύπριοι προσέτρεξαν στή σκλαβωμένη Πατρίδα, γιά νά προσφέρουν τίς υπηρεσίες τους, δίνοντας καί τή ζωή τους ακόμα. Ως φυσική εκδήλωση υψίστου εθνικού χρέους καί ως ενστικτώδης εκδήλωση εθνικής συνειδήσεως καί προαιώνιων ακατάλυτων δεσμών αίματος, εκατοντάδες κύπριοι προσέτρεξαν στά πεδία τών μαχών, όπου πολέμησαν, διακρίθηκαν καί απέσπασαν άριστα σχόλια από τούς ηγέτες τής Επαναστάσεως, όπως τούς π.χ. Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Νικηταρά, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Κανάρη καί άλλους. Αναφορές γιά συμμετοχή καί δράση κυπρίων σέ πολεμικές επιχειρήσεις υπάρχουν καί στά Απομνημονεύματα οπλαρχηγών τού αγώνα. Η Κύπρος, λοιπόν, δέν περιορίστηκε μόνο στήν υλική ενίσχυση τού αγώνα, αλλά καί στήν έμπρακτη, εν όπλοις, συμπαράσταση, μέ τή συμμετοχή εκατοντάδων κυπρίων αγωνιστών στήν εποποιία εκείνη τού Εικοσιένα. Αδιάψευστος μάρτυρας, γιά τή μαζική συμμετοχή κυπρίων στήν Ελληνική Επανάσταση, είναι καί σημαία, πού χρησιμοποιήθηκε, πιθανώς, από λόχο κυπρίων εθελοντών, πού πολέμησαν τότε στόν μητροπολιτικό χώρο καί η οποία σήμερα φυλάσσεται στό Εθνικό καί Ιστορικό Μουσείο τών Αθηνών. Η σημαία αυτή είναι λευκού χρώματος μέ γαλάζιο σταυρό στό μέσο καί μέ τήν ανορθόγραφη επιγραφή στήν πάνω αριστερή γωνία: «ΣΗΜΕΑ ΕΛΛΗΝΗΚΙ, ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ». Αντίγραφα τής σημαίας αυτής κυματίζουν σήμερα στούς ιστούς τών Εκκλησιών καί τών Ιερών Μονών τής Νήσου μας.
Τό γεγονός, όμως, τής αποστολής από τήν Κύπρο στήν επαναστατημένη Ελλάδα εφοδίων καί χρημάτων, όπως προνοούσε η εθνική συνεννόηση μεταξύ Αρχιεπισκόπου Κυπριανού καί αξιωματούχων τής Φιλικής Εταιρείας, δέν διέφυγε τής προσοχής τών τούρκων κατακτητών μέ αφορμή δέ καί κάποιων επαναστατικών φυλλαδίων, πού έφερε καί διένειμε στή Λάρνακα ο μυημένος στή Φιλική Εταιρεία, ανεψιότεκνος τού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας, ο τούρκος διοικητής τής Κύπρου, ο αιμοδιψής Κιουτσιούκ Μεχμέτ υπέβαλε στήν Υψηλή Πύλη κατάλογο μέ μεγάλο αριθμό προκρίτων τής Νήσου, τούς οποίους ζητούσε νά εκτελέσει, γιά νά προλάβει, όπως ισχυρίζετο, τυχόν επαναστατική ενέργεια.
Εκείνο, λοιπόν, τό επαναστατικό ξεσήκωμα τού Ελληνισμού, ακριβά έμελλε νά τό πληρώσει καί η Κύπρος. Η εκδίκηση τών τούρκων στή Νήσο μας υπήρξε βίαιη καί τά φρικτά γεγονότα τών ημερών εκείνων σημάδεψαν ανεξίτηλα τήν κυπριακή ιστορία.
Κατά τόν εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη:
«Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν
τζι αρκίνησεν εις τήν Τουρτζιάν νά κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαί πού τές τέσσερεις μερκές τά νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι νά κάμουν τόν τζιαιρόν ν αρτζιεύκη νά στοιβάζη,
είσιεν σγιάν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου τό κρυφόν της
μέσ στούς ανέμους τούς κρυφούς είσιεν τό μερτικόν της.
Τζι αντάν εφάνην η στραπή εις τού Μοριά τά μέρη
τζι εξάπλωσεν τζι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι ούλλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαί θάλασσα τζιαί ξέρη
είσιεν σγιάν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου τά κακά της».
Ο βδελυρός τής Κύπρου διοικητής, Κιουτσιούκ Μεχμέτ, μέ τή συγκατάθεση τού Σουλτάνου, οργανώνει τήν εξόντωση μεγάλου αριθμού προκρίτων τής Νήσου, κληρικών καί λαϊκών. Τήν 9η Ιουλίου 1821, στήν Πλατεία Σεραγίου στή Λευκωσία, απαγχονίζεται ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ενώ οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος καί ο Κυρηνείας Λαυρέντιος, μαζί μέ τούς Ηγουμένους τών Μονών αποκεφαλίζονται, καί στή συνέχεια ακολουθεί άγρια σφαγή 486 προκρίτων τής Νήσου, κληρικών καί λαϊκών, μέ τήν ταυτόχρονη δήμευση τών περιουσιών τους. Μετά τά τραγικά αυτά γεγονότα τής 9ης Ιουλίου, χιλιάδες Έλληνες τής Κύπρου αναγκάστηκαν νά μεταναστεύσουν καί ο πληθυσμός μειώθηκε τρομακτικά στά χρόνια πού ακολούθησαν.
Στό ποίημά του «Η 9η Ιουλίου τού 1821», πού έχει περάσει στό συλλογικό υποσυνείδητο τού Ελληνισμού τής Κύπρου, ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης έχει απαθανατίσει τήν τουρκική θηριωδία καί ιδιαίτερα τή γενναία στάση τού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ο οποίος αρνήθηκε νά σπεύσει νά κρυφθεί ή νά αξιοποιήσει τίς δυνατότητες, πού τού προσφέρθηκαν, γιά νά εγκαταλείψει τή Λευκωσία καί νά σωθεί. Αντίθετα, στίς καλοπροαίρετες προτροπές ενός καλοβυζασμένου τούρκου προύχοντα, τού Κκιόρογλου, νά τόν βοηθήσει νά φύγει, γιά νά σωθεί, ο Κυπριανός απαντά μέ λόγια, πού συγκλονίζουν:
«Δέν θέλω, Κκιόρογλου, εγιώ νά φύω πού τήν Χώραν,
γιατί άν φύω, τό κακόν εν νά γινή περίτου.
Θέλω νά μείνω, Κκιόρογλου, τζι άς πα νά μέ σκοτώσουν,
άς μέ σκοτώσουσιν εμέν τζι οι άλλοι νά γλυτώσουν.
Δέν φεύκω, Κκιόρογλου, γιατί, άν φύω, ο φευκός μου
εν νά γενή θανατικόν εις τούς Ρωμιούς τού τόπου.
Νά βάλω τήν συρτοθηλειάν εις τόν λαιμόν τού κόσμου;
Παρά τό γαίμαν τούς πολλούς εν κάλλιον τού πισκόπου».
Η απάντηση αυτή αποτυπώνει τήν αυτοθυσία καί τόν ηρωισμό τού Κυπριανού σ όλο τους τό μεγαλείο. Είναι μιά απάντηση, πού μαρτυρεί τή συνειδητή απόφαση ενός εκκλησιαστικού ηγέτη νά προσφέρει τόν εαυτό του θυσία στόν βωμό τής πίστεως καί τής πατρίδας. Μία απάντηση, πού μαρτυρεί βαθιά συναίσθηση ευθύνης απέναντι στό ποίμνιό του. Αλλά καί κατά, τή διάρκεια τής σύλληψης καί ανάκρισής του, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, μετά από έντονη συζήτηση, πού έχει μέ τόν Κιουτσιούκ Μεχμέτ, ο οποίος κατηγορεί τόν Κυπριανό καί τούς άλλους εκκλησιαστικούς Ηγέτες γιά προσπάθεια υποκίνησης επαναστάσεως στήν Κύπρο καί δηλώνει ανερυθρίαστα τήν πρόθεσή του νά εξαφανίσει τούς ρωμιούς όχι μόνο από τή Νήσο, αλλά καί από τόν κόσμο όλο, ο υπερήφανος Εθνάρχης τών Κυπρίων απαντά μέ τά παρακάτω λόγια, πού είναι χαραγμένα στήν καρδιά καί στή συνείδηση όχι μόνο τών Ελλήνων τής Κύπρου, αλλά καί ολοκλήρου τού Ελληνικού Γένους:
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρητού κόσμου,
κανένας δέν ευρέθηκεν γιά νά τήν ιξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την πού τα ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν νά χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους τζι άς γενεί τό γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τόν κόσμον ματζιελλειόν τζιαί τούς Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πώς ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τό νίν αντάν νά τρώ τήν γήν, τρώει τήν γήν θαρκέται,
μά πάντα τζιείνον τρώεται τζιαί τζιείνον καταλυέται».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μέ τά αθάνατα αυτά λόγια, γίνεται ο εκφραστής τής μαχητικής καί αδούλωτης συνείδησης ολοκλήρου τού υπόδουλου Ελληνισμού.
Όπως λέχθηκε, καί πολύ σωστά, η θυσία τής 9ης Ιουλίου 1821 είναι απόδειξη τής κυπριακής συμμετοχής στήν πανελλήνια εξέγερση, αλλά καί ως νομοτελειακής ανάγκης γιά τήν απόκτηση τής ελευθερίας.
Δέν είναι καθόλου τυχαία, πού ο πρώτος Κυβερνήτης τής Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, τόνιζε τό 1827 σέ εκπρόσωπο τού αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών, ότι τά όρια τού υπό ίδρυση Ελληνικού Κράτους καθορίζονται «υπό τού αίματος τού εκχυθέντος εις τά σφαγεία τών Κυδωνιών, τής Κύπρου, τής Χίου, τής Κρήτης, τών Ψαρών καί τού Μεσολογγίου». Αλλά καί τόν Οκτώβριο τού 1828, σέ Υπόμνημά του στούς πρεσβευτές τών Μεγάλων Δυνάμεων, πού συνεδρίαζαν στόν Πόρο, πρόσθετε, πώς «η ιστορία καί τά αρχαιολογικά μνημεία μαρτυρούν, ότι η Ρόδος, η Κύπρος καί τόσαι άλλαι ακόμη (νήσοι) είναι τής Ελλάδος διαμελίσματα».
Η θυσία τού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού καί τών τριών Μητροπολιτών, όπως καί τών άλλων αξιωματούχων κληρικών καί προκρίτων τής Κύπρου, έχει τεράστια σημασία, γιατί μπορούσαν, άν ήθελαν νά σώσουν τή ζωή τους, ασπαζόμενοι τό Ισλάμ, όπως έπραξαν, δυστυχώς, 36 από τούς συλληφθέντες, οι οποίοι, γιά νά σώσουν τή ζωή τους εξωμότησαν, αρνήθηκαν δηλαδή τή χριστιανική πίστη καί ασπάστηκαν τό Ισλάμ. Άν, όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός έπραττε τό ίδιο μέ τούς 36 εξωμότες καί ασπαζόταν τό Ισλάμ, γιά νά σώσει τή ζωή του, τότε είναι βέβαιο, ότι τό ίδιο θά έπραττε καί ένα μεγάλο μέρος τού χριστιανικού πληθυσμού τής Νήσου. Είναι χαρακτηριστικό τό τραγικό παράδειγμα τών χριστιανών τής περιοχής τού Όφ στόν Πόντο, οι οποίοι τόν 16ο αιώνα εξισλαμίσθησαν μαζικά, ακολουθώντας τόν Επίσκοπό τους Αλέξανδρο, ο οποίος είχε ασπασθεί τό Ισλάμ.
Η θυσία τού Κυπριανού, καί τών σύν αυτώ μαρτύρων τής 9ης Ιουλίου 1821, υψώθηκε ως ανάχωμα ενάντια στόν εξισλαμισμό. Μέ τήν ομολογία τής χριστιανικής τους πίστης καί τόν θάνατό τους ανέκοψαν τό κύμα τού εξισλαμισμού, πού είχε πάρει τή μορφή χιονοστιβάδος, κατά τήν εποχή εκείνη. Είναι βέβαιον, ότι τό μαρτύριο τού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού ήταν τό αποτέλεσμα τής άρνησής του νά εξομώσει, κατά τίς μαρτυρίες μάλιστα δύο ξένων περιηγητών, πού επισκέφθηκαν τήν Κύπρο τήν εποχή εκείνη καί είχαν, σέ διαφορετικές επισκέψεις, συναντήσει τόν ίδιο τόν Κυπριανό λίγο πρίν από τό μαρτύριό του. Ο ένας είναι ο Joseph Wolf, Γερμανοεβραίος προτεστάντης ιεραπόστολος, καί ο άλλος είναι ο John Carne, Άγγλος περιηγητής.
Εύχομαι η Ορθόδοξη Εκκλησία τής Κύπρου, μιμούμενη τό παράδειγμα τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, η οποία από αιώνος προχώρησε στήν αγιοκατάταξη τού ιερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου τού Ε, νά μελετήσει, επί τέλους, σοβαρά καί τό θέμα τής αγιοκατάταξης τού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού καί τών συμμαρτυρησάντων μέ αυτόν κληρικών καί λαϊκών.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Τίς μεγάλες στιγμές τής ιστορίας τους οι λαοί τίς υψώνουν σέ σύμβολα. Δέν τίς περιβάλλουν, όμως, μόνο μέ τήν αλουργίδα τού συμβόλου, αλλά καί τίς οπλίζουν μέ τόν ασίγαστο δυναμισμό κάποιων διδαγμάτων διαχρονικών. Καί τό πρώτο δίδαγμα τής Εθνεγερσίας τού 1821 καί τής μαρτυρικής θυσίας τής 9ης Ιουλίου τού ιδίου έτους, είναι τό δίδαγμα τής ενότητας καί τής ομοψυχίας. Τήν ώρα, πού κινδυνεύει τό Έθνος, καμιά από τίς ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές καί προσωπικές διαφορές δέν πρέπει νά αντιπαρατίθεται στήν ανάγκη νά διατηρηθεί η ενότητα καί η ομοψυχία. Όσες φορές τό Έθνος δέν υποτάχθηκε σ αυτό τόν κανόνα, βαρύτατο πλήρωσε τό τίμημα. Εμείς εδώ στήν Κύπρο τό γνωρίζουμε πολύ καλά αυτό, γιατί μέ τίς δικές μας καταστροφικές διχόνοιες καί τίς άφρονες ενέργειες τής αθηναϊκής Χούντας, ανοίξαμε τό 1974 τίς κερκόπορτες γιά τούς βαρβάρους καί χύμηξαν σάν λύκοι καί μάς ρήμαξαν. Βεβήλωσαν τά ιερά καί τά όσιά μας. Ποτίστηκε η γή μας μέ αίμα ελληνικό καί μαυροφόρεσε η Νήσος τού Αποστόλου Βαρνάβα καί γέμισε από σταυρούς καί πόνο πολύ.
Αλλά μήπως καί ο μεγαλειώδης εκείνος αγώνας τού Εικοσιένα δέν κινδύνευσε νά καταποντιστεί καί η Ελλάδα νά πέσει στήν άβυσσο τού εξαφανισμού, εξαιτίας τής διχόνοιας καί τού εμφυλίου σπαραγμού μεταξύ τών ηγετών τού αγώνα; Η Επανάσταση βρισκόταν ήδη στόν τέταρτο χρόνο της καί τά σύννεφα τού εμφυλίου πολέμου μεταξύ τών αγωνιστών είχαν σκεπάσει τόν απελευθερωμένο ουρανό τής Ελλάδας. Η πολιτική κρίση είχε οξυνθεί τόσο πολύ, πού πήρε τή μορφή τής ένοπλης αναμέτρησης. Ενώ οι ηγέτες της αλληλοσκοτώνονταν, ο Ιμπραήμ εισέβαλλε μέ τά αιγυπτιακά στρατεύματά του στήν Πελοπόννησο, καί ο τουρκικός στρατός κατέστρεφε τήν Κάσο καί τά Ψαρά. Είναι αυτοί οι εμφύλιοι σπαραγμοί, πού αργότερα οδήγησαν στή δολοφονία τού μεγαλύτερου Έλληνα πολιτικού, τού Ιωάννου Καποδίστρια, μιά επαίσχυντη πράξη, πού εξώθησε έναν από τούς επιφανέστερους καί θερμότερους φιλέλληνες, τόν παγκοσμίου αναστήματος Γερμανό ποιητή, δραματουργό καί φυσιοδίφη, Γιόχαν Γκαίτε, νά δηλώσει συντετριμμένος: «Από σήμερα παύω νά είμαι φιλέλλήνας».
Σήμερα, δυστυχώς, ο Πανελλήνιος εορτασμός γιά τή διακοσιοστή Επέτειο τής Εποποιίας τού 1821, επισκιάζεται από τό συνεχιζόμενο κυπριακό δράμα, πού παίζεται σ ένα αμετάβλητο, μέχρι τώρα, 47χρονο σκηνικό αδιαλλαξίας καί κυνισμού, μέ μιά Τουρκία άπληστη, υπερφίαλη καί αδιάλλακτη, η οποία όχι μόνο νά μή συμβάλλει σέ μιά δίκαιη λύση τού κυπριακού προβλήματος, αλλά αναιδώς νά απαιτεί τή διχοτόμηση τής Κύπρου καί τή δημιουργία δύο κρατών, κατά παράβαση τών ψηφισμάτων τού Συμβουλίου Ασφαλείας τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καί τού Διεθνούς Δικαίου. Η Τουρκία, διά τού στόματος υπερφίαλου δικτάτορα, ως αλέκτορος ανερχομένου επί δώματος, απευθύνει τελεσίγραφα καί απειλεί Ελλάδα καί Κύπρο, πώς, σέ περίπτωση μή συμμορφώσεώς μας πρός τίς θελήσεις της, θά θραύσει διά τής βίας τήν αντίσταση τού Ελληνισμού.
Η γεωπολιτική θέση Ελλάδας καί Κύπρου, η νέα τάξη πραγμάτων, η σημερινή διεθνής συγκυρία μέ τίς ασύμμετρες εξωτερικές απειλές, πού δεχόμαστε καθημερινά, λόγω τού οξύτατου μεταναστευτικού προβλήματος, σέ συνδυασμό μέ τή δραματική μείωση τών γεννήσεων καί εδώ καί στήν Ελλάδα, αλλά καί τήν επεκτατική πολιτική καί τήν άφρονα γεωπολιτική, πού εφαρμόζει η Τουρκία, καθιστούν εθνική επιταγή τήν ομόνοια, τή συναντίληψη καί τή συστράτευση, όλων τών όπου γής Συνελλήνων καί όλων τών δυνάμεων τού Έθνους, οικονομικών, πολιτικών καί πνευματικών, μέ στόχο τήν ενίσχυση τού Έθνους μας στούς καίριους τομείς τής παιδείας, τής άμυνας καί τής οικονομίας. Στό θέμα τής άμυνας εφάνη εσχάτως ακτίς φωτός νά διασχίζει τά πυκνά νέφη τής απαισιοδοξίας, μέ τήν πρόσφατη Γαλλο-Ελληνική αμυντική συμφωνια καί τήν αγορά από τήν Ελλάδα τών τριών σύγχρονων φρεγατών, πού, σέ συνδυασμό μέ τήν ήδη παραγγελθείσα αγορά τών 24 πολεμικών αεροσκαφών Ραφάλ «Rafale», τό υπέρ τής Τουρκίας στρατιωτικό ανισοζύγιο τείνει νά εξισορροπηθεί.
Αλλά τό Έπος τού 21 καί τό μαρτύριο τής 9ης Ιουλίου μάς διδάσκουν καί μάς προβάλλουν τό παράδειγμα τού ηρωϊσμού καί τής αυτοθυσίας. Οι ήρωες τού Εικοσιένα καί οι μάρτυρες τής 9ης Ιουλίου δίδαξαν μέ τό παράδειγμά τους, ότι η πατρίδα καί η ελευθερία κείνται πέραν τού θανάτου καί η θυσία γιά τήν προάσπιση τών αξιών αυτών δέν είναι θάνατος, είναι υπέρβαση τής ζωής, είναι αθανασία.
Σήμερα, σέ μέρες δύσκολες γιά τήν εθνική μας πορεία, νά ξανασκύψουμε πρέπει μέσα στά φώτα τής ιστορίας μας καί νά σφυρηλατήσουμε τό πνεύμα τής αντιστάσεως καί τής καρτερίας, γιά αγώνα ανυποχώρητο, γιά μία λύση στό εθνικό μας θέμα έντιμη, δίκαιη, λειτουργική καί βιώσιμη, πού θά εξασφαλίζει τήν ανεξαρτησία, τήν κυριαρχία καί τήν εδαφική ακεραιότητα μιάς αποστρατικοποιημένης Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας. Μιάς λύσης, πού θά εγγυάται τήν επιστροφή τών προσφύγων στίς πατρογονικές τους εστίες καί θά κατοχυρώνει τά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα καί τίς βασικές ατομικές ελευθερίες γιά όλους τούς νόμιμους κατοίκους αυτού τού τόπου, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένιους καί Λατίνους.
Τό ξέρω! Σαρανταεπτά χρόνια, μετά τήν τουρκική κακουργία τού 1974, ίσως νά ακούονται ουτοπικά αυτά πού ζητώ, αλλά εδώ θά ήθελα νά επικαλεσθώ μιά ρήση ενός μεγάλου συγγραφέα, δραματουργού, ποιητή καί σκηνοθέτη τού 20ού αιώνα, τού Μπέρτολτ Μπρέχτ, ο οποίος είχε πεί τά εξής σοφά: «Άν αγωνιστούμε, μπορεί καί νά χάσουμε. Άν δέν αγωνιστούμε, είμαστε ήδη χαμένοι!».
Τό τρίτο καί πολύ καίριο δίδαγμα είναι τό δίδαγμα τών ελληνικών παραδόσεων. Οι ήρωες τού 1821 καί οι μάρτυρες τής 9ης Ιουλίου αγωνίσθηκαν καί θυσιάστηκαν ή μαρτύρησαν, όχι μόνο γιά τήν ελευθερία τους, αλλά καί γιά τήν ιστορία τους, τή θρησκεία τους, τίς παραδόσεις τους καί τόν πολιτισμό τους.
Σήμερα, πού η εμπορική καί τεχνολογική παγκοσμιοποίηση, μαζί μέ τήν ενσωμάτωσή μας στήν Ευρωπαϊκή Ένωση τών 400 εκατομμυρίων ανθρώπων, δημιουργούν κινδύνους πολιτιστικής αφομοίωσης καί αλλοτρίωσης τής εθνικής μας ταυτότητας καί κινδύνους απώλειας τής εθνικής μας αυτοσυνειδησίας, τής ιστορικής μας μνήμης, τής γλώσσας μας, τής θρησκείας μας, τών παραδόσεών μας καί τού πολιτισμού μας, είναι επείγον νά κρατήσουμε μέσα μας ζωντανό καί ζωοποιό τό παρελθόν μας, τήν ιστορική μας μνήμη, τήν ελληνορθόδοξη πίστη μας, τή γλώσσα μας καί τίς παραδόσεις μας.
Δυστυχώς, όμως, στίς μέρες μας τό έλλειμα ελληνοχριστιανικής ανθρωπιστικής παιδείας οδήγησε σέ ένα επίπεδο ηθικής παρακμής, μέ όσα απίστευτα καί θλιβερά βιώνουμε σήμερα, όπως τήν εγκληματική κακοποίηση τής γλώσσας μας, τή διαστρέβλωση τής ιστορίας μας καί τίς ανίερες επιθέσεις εναντίον τής ελληνορθοδόξου χριστιανικής θρησκείας μας. Σήμερα, από πολλούς η ορθόδοξη πίστη θεωρείται αποβλητέα ποσότητα καί χαρακτηρίζεται σάν υπόθεση τού παρελθόντος καί παρηγοριά τών γερόντων. Σήμερα, τό μάθημα τών θρησκευτικών σιγά-σιγά εξοβελίζεται από τά σχολεία, η κοινή προσευχή τής Δευτέρας καί ο παραδοσιακός κοινός εκκλησιασμός τών μαθητών σιωπηρά καταργήθηκαν καί οι λειτουργοί τού Υψίστου περιφρονούνται καί χλευάζονται. Άς συμβούλευε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τούς νέους σέ λόγο, πού εκφώνησε στίς 7 Οκτωβρίου 1838 στήν Πνύκα, λέγοντας τά εξής σοφά: «Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστιν σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τά άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως καί έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τά έθνη τού κόσμου έχουν καί φυλάττουν μιά θρησκεία». Ποίος, όμως, ακούει σήμερα, μέσα σ αυτή τήν ηθική εξαχρείωση τών καιρών μας, αυτόν τόν ήρωα τών ηρώων τού 21, αρχιστράτηγο Κολοκοτρώνη; Δυστυχώς, η απάντηση είναι ουδείς.
Αλλά καί ο εξοστρακισμός τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, πού μάς συνέδεε μέ τίς γλωσσικές μας ρίζες καί άλλες διαστάσεις τού πολιτισμού μας, απέβη ολέθριος, πλήττοντας καίρια όχι μόνο τήν αρχαία ελληνική, αλλά καί τήν ελληνοχριστιανική παιδεία. Κατάπτυστοι τής ιστορίας έχουν απομείνει οι εμπνευστές τής μεταρρύθμισης τού 1976 επί υπουργίας Ράλλη, γιά τή σαρωτική εξαφάνιση τών αρχαίων ελληνικών από τά σχολεία.
Σήμερα, εδώ στήν Κύπρο υπάρχει μία προσπάθεια, τών λεγομένων «Νεοκυπρίων», αποχρωματισμού τής ελληνικής ιστορίας καί παιδείας καί νόθευσης τού εθνικού φρονήματος τών Ελληνοκυπρίων, μέ τήν παραχάραξη τής ιστορικής αλήθειας μέ διάφορους τρόπους, ώστε νά μήν καλλιεργείται στό εξής η ελληνική εθνική συνείδηση καί η χριστιανική πίστη στούς μαθητές, αλλά η συνείδηση, ότι, ως Κύπριοι, ανήκουμε στό δικό μας Έθνος-Κράτος, τήν Κύπρο. Επιδιώκουν, δηλαδή, τόν σταδιακό αφελληνισμό τής Κύπρου.
Μπροστά σ αυτό τό ανοσιούργημα, πού επιχειρείται, οφείλουμε νά προβάλουμε όλοι αντίσταση μέ προεξάρχουσα τήν Εκκλησία. Ο αγώνας γιά τή συντήρηση τής εθνικής μας ταυτότητας είναι εξ ίσου ιερός μέ τόν αγώνα γιά τήν προάσπιση καί τήν απελευθέρωση τών τουρκοπατημένων εδαφών μας.
Σάς καλώ, λοιπόν, όλους νά συμπαραταχθείτε στόν αγώνα γιά μιά παιδεία, πού, ως βασικό στόχο, θά έχει τήν καλλιέργεια τής ελληνικής εθνικής συνείδησης καί τής χριστιανικής πίστης. Στήν αρμονική σύζευξη τής χριστιανικής πίστης καί τού ελληνικού πνεύματος πρέπει νά ξαναοικοδομήσουμε τήν παιδεία μας, γιατί αυτή η σύζευξη έδωσε τή δύναμη νά επιζήσουμε καί ως φυλή καί ως θρησκεία μέσα στούς αιώνες.
Η Κύπρος, στήν τρισχιλιετή ιστορία της, πολλούς αφέντες άλλαξε, δέν άλλαξε όμως καρδιά. Η καρδιά της κτυπούσε, κτυπά καί θά κτυπά πάντοτε ελληνικά.
Μπορεί γιά αιώνες τούτα τά χώματα τής Κύπρου, τά ιερά, νά τά διαφέντευε η σκλαβιά, μά ελληνικός καί αδούλωτος μέσα της έμεινε καί ο σπόρος καί ο λόγος καί η λαλιά της.
Κλείνω τήν ομιλία μου μέ τούς αθάνατους στίχους τού μεγάλου μας ποιητή, Κωστή Παλαμά, πού συγκεφαλαιώνουν μέσα τους τό μεγαλείο τού Εικοσιένα καί τόν φρονηματισμό τών επερχόμενων γενεών:
«Αυτό τό λόγο θά σάς πώ,
δέν έχω άλλο κανένα:
μεθύστε μέ τ αθάνατο κρασί
τού Εικοσιένα».