Ι.Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ: Πριν λίγο καιρό ο «Πάπας» Φραγκίσκος τόλμησε να διορθώσει την Κυριακή Προσευχή, και συγκεκριμένα τη φράση: «Μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν», και να την αντικαταστήσει με τη φράση: «μην μας αφήσεις να υποκύψουμε στον πειρασμό».
Κι’ αυτό, διότι θεώρησε, ως νομιζόμενος «αλάθητος», ότι ο Κύριος τη δίδαξε λάθος! Αυτή η πρωτοφανής πράξη του δεν είναι άσχετη με το νέο περιρρέον «πνευματικό κλίμα» της λεγομένης «Νέας Εποχής του Υδροχόου», σύμφωνα με το οποίο, η ανθρωπότητα έλαβε «νέο φως» και άρα κάθε αξία του παρελθόντος τίθεται υπό κρίση και αμφισβήτηση. Ζούμε σε εποχή πρωτοφανούς απόρριψης κάθε αξίας που μας κληροδότησε το παρελθόν.
Το «πνευματικό τέκνο» της «Νέας Εποχής» είναι ο Οικουμενισμός, ο οποίος προάγει τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Εδώ και έναν αιώνα, έχουν τεθεί τα θεμέλια μιας νέας θρησκευτικότητας, η οποία ήρθε να αντικαταστήσει την πνευματικότητα του Χριστιανισμού, ως δήθεν ξεπερασμένη θρησκευτικότητα, ταυτισμένη με την «ατομική καταπίεση και τον άτεγκτο δογματισμό». Ο άνθρωπος της «Νέας Εποχής» δεν αισθάνεται ότι έχει ανάγκη από αυθεντίες, διότι θεωρεί τον εαυτό του μοναδική αυθεντία, «θεό», και άρα ικανό να κατανοήσει ο ίδιος, χωρίς μεσάζοντες και δασκάλους, την «αλήθεια». Δεν έχει ανάγκη από σωτηρία και σωτήρες, διότι θεωρεί τον εαυτό του σωτήρα του εαυτού του, σύμφωνα με τα διδάγματα της Θεοσοφίας, η οποία άντλησε τις αρχές της από τα ανατολικά θρησκεύματα (Ινδουϊσμό, Βουδδισμό, Ταοϊσμό, Λαμαϊσμό, κλπ). Πιστεύει ότι είναι «θεός», αφού αποτελεί ενότητα με την «συμπαντική ολότητα», η οποία ταυτίζεται με το «Θεό» (Πανθεϊσμός).
Είναι γνωστό ότι η «Νέα Εποχή», δια του οικουμενιστικού συγκρητισμού, ετοιμάζει μια νέα παγκόσμια θρησκεία, η οποία θα εκφράζει τις δικές της αρχές και θα προωθεί τις δικές της επιδιώξεις. Δεν θα είναι στην ουσία νέα, αλλά μια τερατώδης σύμπηξη των ήδη υπαρχόντων θρησκειών, με τον παραμερισμό των επί μέρους στοιχείων, που τις δίνουν ξεχωριστό χαρακτήρα. Πρόκειται για την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία κάνει συχνά τις εμφανίσεις της, για να δείξει την ύπαρξή της και να δηλώσει την επικράτησή της.
Σε αυτόν τον θρησκευτικό κυκεώνα θα ριχτεί και ο Χριστιανισμός, η Εκκλησία του Χριστού. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα το «μικρόβιο» του Οικουμενισμού έχει εισέλθει στην Εκκλησία και απειλεί την αυθεντικότητά της και τη μοναδικότητά της. Η Εκκλησία, από «Σώμα Χριστού» (Κολ.1,24), «Καινή Κτίση» (Β΄Κορ.5,17) και «Κοινωνία Αγίων», υποβιβάστηκε σε θρησκευτικό σχήμα και συγκαταλέγεται, με τη «βούλα» ακόμη και υψηλά ιστάμενων εκκλησιαστικών προσώπων, σε μια από τις πολλές χριστιανικές αιρέσεις, ως μια από τις θρησκείες του κόσμου. Από εγκάθετους οικουμενιστικούς κύκλους, σύρεται σε ανόσιους και ανούσιους διαχριστιανικούς και διαθρησκευτικούς διαλόγους, επί ίσοις όροις με τις αιρέσεις και τις θρησκείες, με στόχο, αρχικά τη συνεργασία σε κοσμικό επίπεδο, και τελικά, την φρικώδη ενοποίηση.
Βασική αρχή όσων ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες είναι η περιθωριοποίηση των δογμάτων και των ιερών παραδόσεων, οι οποίες ορίζουν την Εκκλησία ως θείο καθίδρυμα, θεανθρώπινο οργανισμό, μοναδικό μη συγκρίσιμο με καμιά αίρεση και θρησκεία, η οποία επεργάζεται τη σωτηρία του κόσμου. Με φρίκη ακούμε και διαβάζουμε δηλώσεις υψηλόβαθμων κληρικών, οι οποίοι «βλέπουν» σωτηρία και εκτός της Εκκλησίας. Πριν από καιρό «πολυπράγμων» θεολόγος, από τον Ρ/Σ της Εκκλησίας υποστήριξε πως «το λυτρωτικό έργο του Χριστού εκτείνεται και ενεργοποιεί τη σωτηρία και στις άλλες θρησκείες»! Θεωρούν τις αιρέσεις ως «διαφορετικές παραδόσεις» και «εκκλησίες» και τις θρησκείες ως «διαφορετικούς δρόμους αναγωγής στον ίδιο Θεό», ως «διαφορετικούς δρόμους σωτηρίας»! Δεν διστάζουν κάποιοι να μειώσουν και τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες ως «ανθρώπους της εποχής τους», οι οποίοι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε στην εποχή μας. Χαρακτηρίσουν τη δισχιλιόχρονη εκκλησιαστική μας παράδοση ως «αναχρονιστική», μη εφαρμόσιμη στην εποχή μας. Δε μπορούμε να λησμονήσουμε τον χαρακτηρισμό των Ιερών Κανόνων, από υψηλά ιστάμενο κληρικό της Εκκλησίας μας, ως «τείχη του αίσχους» και «μνημεία μίσους» και τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι διαχώρισαν την Εκκλησία από τον αιρετικό Παπισμό και διέσωσαν την σώζουσα αλήθεια της, ως «θύματα του αρχεκάκου»!
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από δημοσίευμα στο καλό ιστολόγιο ΑΚΤΙΝΕΣ, το οποίο φέρει τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Καναδά κ. Σωτήριο να αμφισβητεί την ορθότητα της μονολόγιστης, ή νοεράς προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό» και να προτείνει άλλη, δικής του εμπνεύσεως. Υπάρχει και το σχετικό βίντεο της ομιλίας του στο YouTube:https://www.youtube.com/watch?v=dH8wAQCTs8w&t=860s&ab_channel=GOMetropolisToronto. Μεταξύ των άλλων ο Σεβασμιώτατος είπε: «Ἔχετε ἀκούσει πολλὲς φορὲς ποὺ λένε ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμαστε συνεχῶς μὲ τὴν προσευχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό”. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ προσευχὴ, ὅταν τὴν κάνωμε, δὲν εἶναι ἡ σωστὴ προσευχή. … Μία σωστὴ προσευχὴ πρέπει νὰ περιέχει τρία πράγματα. Εὐχαριστία, δοξολογία καὶ αἴτησι. … Ἡ σωστὴ προσευχὴ εἶναι τὸ Πάτερ Ἡμῶν. … Ἡ σωστότερη προσευχὴ θὰ ἤτανε, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὸ Πάτερ Ἡμῶν, “Εὑχαριστῶ, δοξάζω Σε Χριστέ, ἐλέησόν με”».
Θεωρούμε άστοχη την ενέργεια του Σεβασμιωτάτου να αμφισβητήσει την ορθότητα της «ευχής», η οποία είναι συνδεδεμένη με τον Ησυχασμό, την ύψιστη αυτή έκφραση της ορθοδόξου πνευματικότητας και αυθεντικότητας. Την μονολόγιστη προσευχή την εμπνεύστηκαν και την εφάρμοσαν μεγάλοι Πατέρες και Ασκητές, ως εφαρμογή της προτροπής του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄Θεσ.5,17). Μέσω αυτής καθάρθηκαν, αγίασαν, θεώθηκαν και αξιώθηκαν να γίνουν θεόπτες, επόπτες του Θείου Φωτός, των Ακτίστων και μεθεκτών Ενεργειών του Θεού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως οι πρώτοι που αμφισβήτησαν την νοερά προσευχή, δηλαδή τη «Ευχή», ήταν οι αιρετικοί Παπικοί τον 14ο αιώνα, οι οποίοι δια του μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού πολέμησαν τον Ησυχασμό, την θέα του Ακτίστου Φωτός, κύρια στο πρόσωπο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Να μη λησμονούμε επίσης ότι η πολεμική κατά του Ησυχασμού και της «Ευχής» καταδικάστηκαν από τις Ησυχαστικές Συνόδους και κύρια την Σύνοδο του 1351, η οποία είναι για την Εκκλησία μας, η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος.
Ο Σεβασμιώτατος θεωρεί λαθεμένα ότι η «Ευχή» δεν περιέχει τα τρία στοιχεία της προσευχής, ήτοι: τη δοξολογία, την ευχαριστία και την ικεσία. Φυσικά και τα εμπεριέχει. Όταν απευθυνόμαστε στο Χριστό και τον αποκαλούμε «Κύριο», δηλαδή τον έχοντα το απόλυτο κύρος, ομολογούμε τη θεότητά Του, που σημαίνει τον δοξολογούμε. Ο Ίδιος ο Χριστός εξήρε την ομολογία του ονόματός Του: «πάς όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ, έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.10,32). Η ομολογία του Χριστού ως Θεού αληθινού είναι η αληθινή και ύψιστη δοξολογία προς Αυτόν.
Όταν τον αποκαλούμε «Ιησού Χριστό», ομολογούμε την Ενανθρώπισή Του, η οποία έγινε για χάρη της δικής μας σωτηρίας. Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι η υπέρτατη προσφορά και δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο. Αποκαλώντας τον Σαρκωμένο Λόγο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ως Ιησού Χριστό, Του δηλώνουμε την ευαρέσκειά μας, την ευγνωμοσύνη μας για την ενανθρώπησή Του και το επί γης απολυτρωτικό έργο Του. Τον ευχαριστούμε για την μεγάλη δωρεά προς ημάς και κύρια για το σταυρικό Του πάθος και την λαμπροφόρο ανάστασή Του, διά της οποίας ελευθερωθήκαμε από τη δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο.
Όταν, τέλος, του ζητούμε να μας ελεήσει, ως αμαρτωλούς, η «Ευχή» μας παίρνει και ικετευτικό χαρακτήρα. Ομολογούμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, ότι μόνον Αυτός και κανένας άλλος, μπορεί να μας σώσει. Εναποθέτουμε σ’ Αυτόν την απολύτρωσή μας και τον παρακαλούμε να κάμει έλεος και να μας συγχωρήσει.
Η αξία της «ευχής» είναι τεράστια, όπως εξηγεί ο άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Από την αδιάκοπη μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δημιουργείται μία σταθερή κατάσταση στο νου μας, αν δεν παραμελούμε την ακατάπαυστη νοερή δέηση, τη συχνή νήψη και το έργο της προσοχής. Όμως ας έχουμε ως συνεχές έργο μας την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού κάνοντας την με καρδιά, που πυρωμένη κράζει, ώστε κυριολεκτικά να μεταλάβει το όνομα Ιησούς» (Ησυχίου προς Θεόδουλον). Ανάλογα ομιλούν πάμπολλοι Πατέρες και τη συστήνουν στους πιστούς. Αποκαλείται νοερά και καρδιακή προσευχή, διότι είναι αδιάκοπη ενθύμηση και βίωση της παρουσίας του Χριστού, η οποία αποτρέπει την αμαρτία, καθαρίζει τον πιστό από ακάθαρτους λογισμούς, τον αγιάζει και τον καθιστά αποδέκτη της χάριτος του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τόνισε πως η νοερά και καρδιακή προσευχή, δηλαδή η «Ευχή» λειτουργεί σαν την αναπνοή: «Θεού μνημονευτέον μάλλον ή αναπνευστέον».
Είναι προφανές πως αυτός που μισεί την «ευχή» είναι ο διάβολος και τα επί γης όργανά του έχουν συμφέρον να μας στερήσουν το μεγάλο δώρο της «ευχής»! Ένας πειραματισμός θα μας πείσει. Ας προσπαθήσωμε να κάνομε αρχή της «ευχής» και τότε θα δούμε πόσοι λογισμοί δαιμονικοί θα μας επιτεθούν για να παύσωμε. Όπως μας βεβαιώνουν οι άγιοι, η μονολόγιστη «ευχή» είναι ένα από τα πλέον αποτρεπτικά όπλα κατά των πειρασμών του διαβόλου, που σημαίνει την αξία της και την αποτελεσματικότητά της. Η «ευχή» επιδρά θετικά στον όλο άνθρωπο. Δίνει τη βεβαιότητα της παρουσίας των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Γαληνεύει την ψυχή. Ηρεμεί το πνεύμα. Κατευνάζει τα πάθη. Χαρίζει χαρά και αισιοδοξία. Δίνει δύναμη και ελπίδα. Αλλάζει κυριολεκτικά τη ζωή του αδιάλειπτα προσευχομένου!
Περαίνοντας την ανακοίνωσή μας, θα θέλαμε να εκφράσουμε τη λύπη μας για το γεγονός, ότι υλοποιούνται και στο χώρο της Εκκλησίας μας τα ολέθρια διδάγματα της «Νέας Εποχής» και σκοτεινές επιδιώξεις της. Κάθε μετακίνηση από τα όρια που έθεσαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, κάθε αμφισβήτηση πίστης και πράξης, αποτελεί ακούσια ή εκούσια εκδούλευση στα σκοτεινά σχέδια των νεοεποχιτών. Ό, τι έχει θεσπιστεί στην Εκκλησία μας και έχει αντέξει στο χρόνο, είναι καρπός αλήθειας, στην οποία οδηγεί το Πανάγιο Πνεύμα (Ιωάν.16,13). Θέλουμε να πιστεύουμε πως η αμφισβήτηση της μονολόγιστης «ευχής» από τον Σεβασμιώτατο κ. Σωτήριο και η πρότασή του για αντικατάστασή της με άλλη, δικής του εμπνεύσεως, έγινε προφανώς από παρανόηση.