ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ – Αν στραφούμε στον εαυτό μας, δεν θα κατακρίνουμε.
Γέροντα, όταν βλέπω κάποια αταξία στο διακόνημα, κατακρίνω μέσα μου.
– Εσύ, να κοιτάς την ευταξία την δική σου και τις αταξίες των άλλων. Να είσαι αυστηρή με τον εαυτό σου και όχι με τους άλλους. Τι δουλειά έκανες σήμερα;
– Ξεσκόνιζα.
– Ξεσκόνιζες τους άλλους η τον εαυτό σου;
– Δυστυχώς τους άλλους.
– Κοίταξε, θα αρχίσεις να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου, όταν πάψεις να ασχολείσαι με το τι κάνουν οι άλλοι γύρω σου. Αν ασχολείσαι με τον εαυτό σου και πάψεις να ασχολείσαι με τους άλλους, θα βλέπεις μόνον τα δικά σου σφάλματα και στους άλλους δεν θα βρίσκεις κανένα σφάλμα. Τότε θα απελπιστείς με τη καλή έννοια από τον εαυτό σου και θα κατακρίνεις μόνον τον εαυτό σου. Θα αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου και θα αγωνίζεσαι να απαλλαγείς από τις αδυναμίες σου. Ύστερα, όταν θα βλέπεις στους άλλους κάποια αδυναμία, θα λες: «Μήπως εγώ ξεπέρασα τις αδυναμίες μου; Πως λοιπόν έχω τέτοια απαίτηση από τους άλλους;». Γι’ αυτό να μελετάς και να παρακολουθείς συνέχεια τον εαυτό σου, για να αποφεύγεις την κρυφή υπερηφάνεια, και να έχεις αυτομεμψία με διάκριση, για να αποφεύγεις την εσωτερική κατάκριση. Έτσι θα διορθωθείς.
– Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εισελθών έργασαι εν τη αμπέλω της καρδίας σου, εκρίζωσον εκ της ψυχής σου τα πάθη, έργασαι μη γνώναι κακίαν ανθρώπου». Τι εννοεί;
– Εννοεί να στραφείς στον εαυτό σου και να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου. Οι άγιοι πως αγίασαν; Είχαν στραφεί στον εαυτό τους και έβλεπαν μόνον τα δικά τους πάθη. Με την αυτοκριτική και την αυτομεμψία που είχαν, έπεσαν τα λέπια από τα μάτια της ψυχής τους, και έφτασαν να βλέπουν καθαρά και βαθιά. Έβλεπαν τον εαυτό τους κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους και όλους τους θεωρούσαν καλύτερους από τον εαυτό τους. Τα δικά τους σφάλματα τα έβλεπαν μεγάλα και τα σφάλματα των άλλων πολύ μικρά, γιατί έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους και όχι με τα γήινα μάτια. Έτσι εξηγείται όταν έλεγαν: «Εγώ είμαι χειρότερος απ’ όλους τους ανθρώπους». Τα μάτια της ψυχής τους είχαν καθαρίσει και είχαν γίνει διόπτρες γι’ αυτό και έβλεπαν τα μικρά τους σφάλματα – τα ξυλαράκια – σαν δοκάρια. Εμείς όμως, ενώ τα σφάλματά μας είναι δοκάρια, δεν τα βλέπουμε η τα βλέπουμε σαν ξυλαράκια. Κοιτάμε τους άλλους με το μικροσκόπιο και βλέπουμε τα δικά τους αμαρτήματα μεγάλα, ενώ τα δικά μας δεν τα βλέπουμε, γιατί δεν καθάρισαν τα μάτια της ψυχής μας.
Η βάση είναι να καθαρίσουν τα μάτια της ψυχής. Όταν ο Χριστός ρώτησε τον τυφλό: «Πως βλέπεις τώρα τους ανθρώπους;», εκείνος Του απάντησε: «σαν δένδρα»[3], γιατί δεν είχε αποκατασταθεί όλο το φως του. Όταν αποκαταστάθηκε όλο το φως του, τότε τα έβλεπε όλα καθαρά. Θέλω να πω ότι ο άνθρωπος, όταν φτάσει σε καλή πνευματική κατάσταση όλα τα βλέπει καθαρά, όλα τα σφάλματα των άλλων τα δικαιολογεί, με την καλή έννοια, γιατί τα βλέπει με το θεικό μάτι και όχι με το ανθρώπινο.
Αν δικαιολογούμε τους άλλους, Δεν θα τους κατακρίνουμε
– Γέροντα, όταν μου περνούν λογισμοί υπερηφανείας και κατακρίσεως, προσπαθώ να δικαιολογώ τους άλλους. Αυτό είναι πτώση η αγώνας;
– Αγώνας είναι. Όταν κάποιος χαζεύει με ανοιχτό το στόμα και μπεί μία μύγα μέσα στο στόμα του, θα την φτύσει. Αλλά καλύτερα να προσέχει να μην μπεί.
– Συχνά όμως, Γέροντα, βλέποντας τι κάνουν οι άλλοι τους κατακρίνω.
– Εδώ που τα λέμε, δεν μπορείς να μη βλέπεις τι γίνεται γύρω σου. Πρέπει όμως να αποκτήσεις διάκριση, ώστε να δίνεις στους άλλους ελαφρυντικά και να τους δικαιολογείς. Τότε θα τους βλέπεις σε καλή κατάσταση.
– Γέροντα, την ώρα της Ακολουθίας έχω λογισμούς γιατί μία αδελφή δεν έρχεται στο αναλόγιο να ψάλει, γιατί μία άλλη ψάλλει σιγανά και συνέχεια κατακρίνω.
– Ε, καλά, γιατί δεν σκέφτεσαι ότι η αδελφή ίσως είναι κουρασμένη η είχε έναν πόνο και δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, και γι’ αυτό δεν ψάλει; Ξέρω αδελφές που, και άρρωστες να είναι και να μη μπορούν να σύρουν τα πόδια τους από τον πυρετό, θα αγωνισθούν να μη γίνει αυτό αντιληπτό, για να μην της πούν να φύγουν από το διακόνημα και πάει άλλη αδελφή στη θέση τους και δυσκολευθεί. Αυτό δε σε συγκινεί;
– Με συγκινεί, Γέροντα, αλλά δεν καταφέρνω να δικαιολογήσω πάντα μία αδελφή, όταν φέρεται άσχημα.
– Σκέφθηκες ποτέ ότι η αδελφή μπορεί να φέρεται άσχημα, για να κρύψει την αρετή της; Εγώ γνωρίζω ανθρώπους που κάνουν επίτηδες αταξίες και τους κακολογούν όσοι δεν ασχολούνται με τον εαυτό τους. Η μπορεί κάποια αδελφή να φερθεί άσχημα, επειδή είναι κουρασμένη, αλλά αμέσως μετανοιώνει. Εσύ την κατακρίνεις, ενώ εκείνη έχει ήδη μετανοιώσει για την άσχημη συμπεριφορά της. Στα μάτια των ανθρώπων είναι ταπεινωμένη, στα μάτια όμως Του Θεού είναι ψηλά.
– Γέροντα, έχω μία στενότητα. Δεν έρχομαι στη θέση του άλλου, για να τον δικαιολογήσω.
– Να βλέπεις με πόνο τον άλλον που σφάλλει και να δοξάζεις τον Θεό για όσα σου έχει δώσει, γιατί μετά ο Θεός θα σου πεί: «Εγώ, παιδί μου, τόσα σου έδωσα, κι εσύ γιατί μου φέρθηκες σκληρά;». Να βλέπεις πλατιά τα πράγματα. Να σκέφτεσαι το παρελθόν του ανθρώπου, τις ευκαιρίες που του δόθηκαν να καλλιεργήσει τον εαυτό του και τις ευκαιρίες που είχες εσύ και δεν τις αξιοποίησες. Έτσι, θα συγκινηθείς από τις δωρεές που σου χάρισε ο Θεός, θα τον δοξολογήσεις γι’ αυτές και θα ταπεινωθείς, επειδή δεν ανταποκρίθηκες. Παράλληλα θα νοιώσεις αγάπη και πόνο για τον αδελφό που δεν είχε τις δικές σου ευκαιρίες και θα κάνεις γι’ αυτόν καρδιακή προσευχή.
Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν εγκλήματα μεγάλα, αλλά έχουν πολλά ελαφρυντικά. Ποιος ξέρει οι άνθρωποι αυτοί πως είναι στα μάτια του Θεού; Εάν δεν μας βοηθούσε ο Θεός, μπορεί και ‘μείς να ήμασταν αλήτες. Κάποιος εγκληματίας έκανε λ.χ. είκοσι εγκλήματα και τον κατακρίνω και δεν σκέφτομαι τι παρελθόν έχει. Ποιος ξέρει πόσα εγκλήματα έκανε ο πατέρας του!… Από μικρό παιδί τι κλοπές θα τον έβαζαν να κάνει! Ύστερα, όταν ήταν νέος, πόσα χρόνια θα έζησε μέσα στις φυλακές και θα καθοδηγήθηκε από άλλους έμπειρους φυλακισμένους. Αυτός θα μπορούσε να είχε κάνει όχι είκοσι αλλά σαράντα εγκλήματα και συγκρατήθηκε. Ενώ εγώ με τη κληρονομικότητα και την αγωγή που είχα, θα έπρεπε τώρα να έκανα θαύματα. Έκανα; Όχι. Άρα είμαι αναπολόγητος. Αλλά, ακόμη και είκοσι θαύματα αν έκανα, ενώ μπορούσα να κάνω σαράντα, πάλι θα ήμουν αναπολόγητος. Με αυτούς τους λογισμούς διώχνουμε την κατάκριση και ανοίγουμε μία ρωγμή στην σκληρή καρδιά μας.
Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα
– Γέροντα, τι θα με βοηθήσει να μη κατακρίνω;
– Όλα είναι πάντοτε όπως τα σκέφτεσαι εσύ;
– Όχι, Γέροντα.
– Ε, τότε να λες: «Δεν σκέφτομαι πάντοτε σωστά. Πολλές φορές κάνω λάθος. Να, στην τάδε περίπτωση έκρινα και έπεσα έξω, όποτε τον αδίκησα τον άλλον. Επομένως δεν πρέπει να ακούω τον λογισμό μου». Ο καθένας μας λίγο-πολύ έχει περιπτώσεις που έπεσε έξω στην κρίση του. Αν φέρει στο νού του τις περιπτώσεις που έκρινε και έπεσε έξω, τότε θα αποφεύγει την κατάκριση. Αλλά και μία φορά να μην έπεσε έξω και να έχει δίκαιο, που ξέρει τα ελατήρια του άλλου; Ξέρει πως έγινε κάτι; Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα.
Κι εγώ, όταν ήμουν νέος, είχα την κατάκριση ψωμοτύρι. Επειδή ζούσα λίγο προσεκτικά και είχα μια ψευτοευλάβεια, ο,τι μου φαινόταν στραβό, το έκρινα. Γιατί, όταν στον κόσμο ζει κανείς λίγο πνευματικά, μπορεί να βλέπει πολλά κουσούρια στους άλλους και να μη βλέπει αρετές. Εκείνους που καλλιεργούν την αρετή μπορεί να μη τους βλέπει, γιατί ζούν στην αφάνεια, αλλά βλέπει τους άλλους που κάνουν αταξίες και να τους κατακρίνει. «Αυτός, λέει, κάνει έτσι, εκείνος περπατάει έτσι, ο άλλος κοιτάζει έτσι…».
Ξέρετε τι είχα πάθει μία φορά; Είχαμε πάει με έναν γνωστό μου να λειτουργηθούμε σε ένα μοναστήρι στο Μονοδένδρι, εννιά ώρες περίπου μακριά από την Κόνιτσα. Όταν μπήκαμε στο ναό, ο γνωστός μου στάθηκε στο αναλόγιο, για να ψάλει, και εγώ πήγα στο στασίδι πίσω από τον ψάλτη. Παρακολουθούσα και έψελνα σιγανά. Κάποια στιγμή ήρθε μία γυναίκα με μαύρα, σχετικά νέα, στάθηκε δίπλα μου και συνέχεια με κοιτούσε. Με κοιτούσε, έκανε το σταυρό της. Με κοιτούσε, έκανε το σταυρό της… Είχα αγανακτήσει. «Βρε, παιδάκι μου, έλεγα μέσα μου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή; Μέσα στον κόσμο, μέσα στην εκκλησία, τι κοιτάζει έτσι;». Εγώ τις αδελφές μου, όταν περνούσαν στον δρόμο δίπλα μου, δεν τις έβλεπα. Πήγαιναν μετά στο σπίτι και έκαναν παράπονα στη μάνα μας: «Με είδε ο Αρσένιος, έλεγαν, και δεν μου μίλησε!». «Καλά, μου έλεγε μετά η μάνα μου, βλέπεις τις αδελφές σου στο δρόμο και δεν τις μιλάς;». «Εγώ θα κοιτάζω αν αυτή που περνάει δίπλα μου είναι η αδελφή μου; της έλεγα. Ένα σωρό σόι έχουμε. Αυτό θα κάνω;». Θέλω να πω, είχα κάτι τέτοιες ακρότητες. Να περνά τώρα δίπλα σου η αδελφή σου και να μη της μιλάς! Τέλος πάντων… Μόλις λοιπόν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, πήγε αυτή η μαυροφόρα και παρακάλεσε τον ιερέα να μου πεί να πάω στο σπίτι της, γιατί εμοίαζα πολύ στο παιδί της που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο! Όταν πήγα σπίτι της, είδα την φωτογραφία του παιδιού της. Πραγματικά, μοιάζαμε σαν αδέλφια! Αυτή η καημένη με κοιτούσε μέσα στην εκκλησία και έκανε τον σταυρό της σαν να έβλεπε το παιδί της. Κι εγώ έλεγα: «Την αθεόφοβη, μέσα στην εκκλησία και πως κοιτάζει!» Ω, μετά ξέρετε πως με είχε λειώσει αυτό το περιστατικό; «Για δες, είπα, εσύ να έχεις τέτοιους λογισμούς, ότι ποιος ξέρει τι γυναίκα είναι και μεσ’ στην εκκλησία να μην ντρέπεται καθόλου…, και αυτή η φουκαριάρα να έχει χάσει το παιδί της και να έχει τον καημό της!».
Μία άλλη φορά κατέκρινα τον αδελφό μου που ήταν φαντάρος. Μου έστειλε μήνυμα ο σιτιστής: «Έδωσα στον αδελφό σου δύο μπετόνια με λάδι. Τι έγιναν τα μπετόνια;». «Μα, αυτός εκεί πέρα, είπα, έφερνε στο σπίτι τους στρατιώτες και τους φιλοξενούσαμε, τώρα πως το έκανε αυτό, να πάρει λάδι από το στρατό;». Όποτε πιάνω και γράφω στον αδελφό μου αγανακτισμένος ένα γράμμα… Κι εκείνος μου απαντάει: «Τα μπετόνια να τα ζητήσεις από τη νεωκόρο της κάτω εκκλησιάς»! Αυτός το λάδι το είχε στείλει στην εκκλησία της κάτω Κόνιτσας, γιατί ήταν φτωχή. «Χρόνια πολλά, είπα τότε στον εαυτό μου. Την άλλη φορά κατέκρινες εκείνη τη φουκαριάρα. Τώρα τον αδελφό σου. Άλλη φορά τίποτε-τίποτε!». Θέλω να πω, όταν είδα ότι έπεφτα έξω στις κρίσεις μου, εξέταζα τον εαυτό μου: «Στην τάδε περίπτωση είχα πεί για τον άλλον ότι ενήργησε έτσι, αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άλλη φορά άλλο συμπέρασμα είχα βγάλει κι αλλιώς ήταν». Έτσι έβαλα τον εαυτό μου στην θέση του. «Άλλη φορά, είπα, δεν θα κρίνεις καθόλου. Τελεία-παύλα! Είσαι στραβός και όλα στραβά και ανάποδα τα βλέπεις. Κοίταξε να γίνεις σωστός άνθρωπος». Και μετά, όταν μου φαινόταν κάτι στραβό, έλεγα: «Κάτι καλό θα είναι, αλλά εγώ δεν το καταλαβαίνω. Όσες φορές έβαλα αριστερό λογισμό, έπεσα έξω». Όταν πλέον σιχάθηκα τον εαυτό μου, με την καλή έννοια, όλους τους δικαιολογούσα. Για τους άλλους έβρισκα πάντα ελαφρυντικά και μόνον τον εαυτό μου κατέκρινα. Αλλά, εάν ο άνθρωπος δεν παρακολουθεί τον εαυτό του, όλα τα περνάει απαρατήρητα και μετά στην Κρίση θα είναι αναπολόγητος.
Θέλει παλικαριά, για να κοπεί η κατάκριση.