Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 12 – 19 – 12 Εγένετο δε εν ταις ημέραις ταύταις εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού.
13 και ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, και εκλεξάμενος απ’ αυτών δώδεκα, ούς και αποστόλους ωνόμασε, 14 Σίμωνα, όν και ωνόμασε Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, Ιάκωβον και Ιωάννην, Φίλιππον και Βαρθολομαίον, 15 Ματθαίον και Θωμάν, Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Σίμωνα τον καλούμενον Ζηλωτήν, 16 Ιούδαν Ιακώβου και Ιούδαν Ισκαριώτην, ός και εγένετο προδότης, 17 και καταβάς μετ’ αυτών έστη επί τόπου πεδινού, και όχλος μαθητών αυτού, και πλήθος πολύ του λαού από πάσης της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ και της παραλίου Τύρου και Σιδώνος, οί ήλθον ακούσαι αυτού και ιαθήναι από των νόσων αυτών, 18 και οι οχλούμενοι από πνευμάτων ακαθάρτων, και εθεραπεύοντο· 19 και πάς ο όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ’ αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 12 – 19
12 Συνέβη δε κατά τας ημέρας ταύτας να βγή ο Ιησούς εις το όρος διά να προσευχηθή. Και επέρασε την νύκτα ολόκληρον εν τη προσευχή προς τον Θεόν. 13 Και όταν έγινεν ημέρα, εφώναξε πλησίον του τους μαθητάς του και εξέλεξεν από αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ωνόμασεν Αποστόλους. 14 Εξέλεξε δηλαδή τον Σίμωνα, εις τον οποίον έδωσε το όνομα Πέτρος, και τον Ανδρέαν τον αδελφόν του· τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον Φίλιππον και τον Βαρθολομαίον· 15 τον Ματθαίον και τον Θωμάν, τον Ιάκωβον τον υιόν του Αλφαίου και τον Σίμωνα, που τον έλεγαν ζηλωτήν· 16 τον Ιούδαν τον υιόν του Ιακώβου και τον Ιούδαν τον Ισκαριώτην, ο οποίος και έγινε εις το τέλος προδότης.
17 Και όταν κατέβη μαζί με αυτούς από το όρος, εστάθη εις κάποιαν πεδιάδα. Και είχε μαζευθή εκεί πλήθος από μαθητάς του και λαός πολύς από όλην την Ιουδαίαν και από την Ιερουσαλήμ και από την παραλίαν της Τύρου και της Σιδώνος, οι οποίοι ήλθον διά να ακούσουν την διδασκαλίαν του και διά να ιατρευθούν από τας ασθενείας των. 18 Ήσαν δε εκεί και πολλοί, που ηνοχλούντο από πνεύματα ακάθαρτα. Και εθεραπεύοντο. 19 Και όλος ο λαός εζήτει να τον εγγίση· διότι ως Θεάνθρωπος ήτο πηγή χάριτος και δυνάμεως και δεν είχεν ανάγκην να δανεισθή από άλλον ταύτα και η δύναμις αύτή, που έβγαινεν από επάνω του, ιάτρευεν όλους.