Άγιο Όρος: Είναι, δικαιοπολιτικά, τουλάχιστον αξιοθαύμαστο το γεγονός, πως εν έτει 2021 μία ενδοκρατική και διεθνής διοικητική μοναδικότητα υπερχιλιόχρονου βίου διατηρείται αλώβητη και διαφυλάσσεται από μία σειρά διατάξεων στα ελληνικά Συντάγματα του 1925/1926 (άρθρα 106-109), του 1927 (άρ 109-112), του 1952 (άρ 103), καθώς επίσης στο άρθρο 105 του ισχύοντος, σήμερα, Συντάγματος του 1975 (και κατόπιν των αναθεωρήσεων 1986/2001/2008/2019).
Γράφει ο Μιχάλης Γκολέμης
Πέραν της συνταγματικής θεμελίωσης της διοικητικής αυτοδιαχείρισης των υποθέσεων της Μοναστικής Πολιτείας του Άθω από τους αγιορείτες μοναχούς, θεμελιακό της οργάνωσης και της θεσμικής λειτουργίας του Αγίου Όρους κείμενο συνιστά ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ), ο οποίος, τον Μάιο του 1924, συντάχθηκε από πενταμελή επιτροπή αγιορειτών μοναχών και εγκρίθηκε από τη Μεγάλη Διπλή Έκτακτη Σύναξη, για να τεθεί δύο χρόνια αργότερα εν ισχύι το -κυρωτικό του ΚΧΑΟ- Νομοθετικό Διάταγμα «περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους», στις 16 Σεπτεμβρίου 1926.
Το άρθρο 105 του ισχύοντος Συντάγματος συνιστά μια εκτενή διάταξη, η οποία με τις πέντε παραγράφους της ανατέμνει εναργώς το σύνολο των θεσμών του Αγίου Όρους, τους οποίους αποκρυσταλλώνει νομοθετικά κατόπιν άνω των δέκα αιώνων υποδειγματικής λειτουργίας τους. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα ειδικό συνταγματικό περιβάλλον, που κατοχυρώνει καθεστώς διευρυμένης αυτοδιοικήσεως για την Αθωνική Πολιτεία και ενισχύεται από την υπέρτερη του τυπικού νόμου νομική ισχύ του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (1924) και του κυρωτικού του Νομοθετικού Διατάγματος του 1926. Άλλωστε, το Δίκαιο του Αγίου Όρους είναι ειδικό (lex specialis), συνεπώς υπερισχύει έναντι γενικότερων ρυθμίσεων (lex generalis), τοπικό, διότι ισχύει αποκλειστικά στη Χερσόνησο του Άθω (όπως αυτή οριοθετείται στο άρ. 105 παρ. 1 εδ. α΄ Σ, «Η χερσόνησος του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους»), και εξαιρετικό, καθώς καλύπτει τις έννομες σχέσεις και την οργάνωση της πολιτικοκοινωνικής ζωής μόνο των περίπου 2.500 Αθωνιτών Μοναχών, εγγεγραμμένων στο Μοναχολόγιο του Αγίου Όρους, στο οποίο καταχωρίστηκαν μετά την κουρά τους και τη συνακόλουθη αλλαγή του ονόματός τους.
Σ΄ αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί η κομβικής ιστορικής και διπλωματικής σημασίας ρύθμιση του άρ 105 παρ. 1 εδ. γ΄, σύμφωνα με την οποία όλοι οι μονάζοντες στην ως άνω προσδιορισθείσα περιοχή του Αγίου Όρους, άμα τη προσλήψει τους ως δοκίμων ή μοναχών, αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια και μάλιστα «χωρίς άλλη διατύπωση». Είναι απολύτως σαφές πως κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η κατασίγαση των επάλληλων διεκδικήσεων κρατών του σλαβικού τόξου επί της περιοχής του Αγίου Όρους, που βρίσκεται αναμφίλεκτα σε νευραλγική γεωστρατηγική – γεωπολιτική θέση (έλεγχος του βορείου Αιγαίου και των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων).
Αρκεί απλώς να αναλογισθεί κανείς πως, στο πλαίσιο της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου το 1913, η ρωσική διπλωματία άσκησε σφοδρές πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, δίνοντάς του την επιλογή να περιέλθει η Καβάλα στην ελληνική επικυριαρχία, υπό τον όρο ότι το Άγιον Όρος δε θα ενταχθεί στην ελληνική επικράτεια, αλλά θα εγκαθιδρυθεί σε αυτό καθεστώς διεθνούς συγκυριαρχίας και θα διοικείται από πέντε κράτη (Ελλάδα, Ρωσία, Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία), καθένα από τα οποία θα έχει έναν εκπρόσωπο στην «Επιτροπή Διεθνούς Συγκυριαρχίας».
Η διεθνοποίηση του αγιορείτικου ζητήματος το 1913 δεν αποτελούσε μία ανέρειστη προοπτική, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν πως ακόμη και σήμερα σε ορισμένες εκ των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους υπάρχει σαφής εθνοτικός – ταυτοτικός χαρακτήρας. Επί παραδείγματι, στην Ι.Μ. Αγίου Παντελεήμονος μονάζουν Ρώσοι, στην Ι.Μ. Ζωγράφου Βούλγαροι, στην Ι.Μ. Χιλανδαρίου Σέρβοι, ενώ στη Ρουμάνικη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου εγκαταβιώνουν πολλοί Ρουμάνοι.
Πάντως, με τη χάραξη των βόρειων συνόρων του ελληνικού κράτους διά της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το ίδιο έτος (1913), το Άγιον Όρος συμπεριλήφθηκε στην ελληνική επικράτεια. Επομένως, η αμεσότατη απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από κάθε αγιορείτη δόκιμο ή μοναχό απέβη ο πλέον ευφυής τρόπος λείανσης υπόδηλων εθνικιστικών γωνιών. Ως προς δε το θρήσκευμα των μοναζόντων εννοείται πως αυτό θα πρέπει να είναι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, με τη ρητή μάλιστα απαγόρευση εγκαταβίωσης ετερόδοξων ή σχισματικών στο Άγιον Όρος (άρ 105 παρ. 2 εδ. δ΄ Σ) και την επίσης σαφή πνευματική υπαγωγή της Αθωνικής Πολιτείας στην άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (άρ 105 παρ. 1 εδ. β΄ Σ).
Ήδη στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρ 105 Σ κατοχυρώνεται πως το Άγιον Όρος αποτελεί «αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους» και μάλιστα «σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του», αρχής γενομένης από το 883 μ.Χ., οπότε εκδόθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα σιγίλιο (μετά το οποίο προστέθηκαν πολλά ακόμη ανάλογα διατάγματα βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά τους επόμενους αιώνες), με το οποίο αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά η κυριαρχία των αγιορειτών μοναχών στην εδαφική επικράτεια του Αγίου Όρους και κατοχυρώθηκε η διοικητική ανεξαρτησία της αθωνικής χερσονήσου από κάθε κρατική αρχή.
Βάσει του ισχύοντος Συντάγματος, το Άγιον Όρος απολαμβάνει ακόμη και πλεονεκτικής τελωνειακής και φορολογικής μεταχείρισης, καθώς επίσης εντός των κόλπων της ασκείται μία ιδιαίτερη δικαστική εξουσία εκ μέρους των μοναστηριακών αρχών και της Ιεράς Κοινότητας (άρ 105 παρ. 5 εδ. β΄ Σ). Επιπλέον, το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους εκδηλώνεται αφενός στην έκδοση ειδικού Διαμονητηρίου προς φιλοξενία σε συγκεκριμένη Μονή και για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα (ισχύει, όπως είναι ευρέως γνωστό, ο θεσμός του «αβάτου», σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται γενικώς η είσοδος γυναικών στο Άγιον Όρος) και αφετέρου στην ύπαρξη ειδικής αστυνόμευσης, εδρευούσης στη Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους (Αστυνομικό Τμήμα Δάφνης Αγίου Όρους).
Είναι δε άξια επισήμανσης η συνταγματική πρόβλεψη πως η κυριαρχία του Ελληνικού Κράτους πάνω στο Άγιον Όρος «παραμένει άθικτη», που από ικανή μερίδα των συνταγματολόγων-δημοσιολόγων έχει χαρακτηρισθεί ως φοβική και εθνικά ανασφαλής διατύπωση άνευ λόγου, καθότι η κατοχύρωση του αυτοδιοικήτου του Αγίου Όρους ουδέποτε και με κανέναν τρόπο δε θα μπορούσε να (παρ)ερμηνευθεί ως εξαίρεση της συγκεκριμένης περιοχής από την ελληνική επικράτεια – κυριαρχία.
Δυνάμει του άρ 105 παρ. 4, «η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων» συνιστά υπόθεση διττής επόπτευσης, αφενός εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς το πνευματικό μέρος και αφετέρου εκ του Κράτους ως προς το διοικητικό μέρος, το οποίο βεβαίως είναι αρμόδιο για τη διασφάλιση των εννόμων αγαθών της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Όσον αφορά στη διοικητική – κρατική εποπτεία, αυτή ασκείται από τον (Πολιτικό) Διοικητή του Αγίου Όρους (άρ 105 παρ. 5 εδ. α΄ Σ), θέση στην οποία τοποθετείται Έλληνας πολίτης από το Υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο ανήκει η διαχείριση των αγιορειτικών υποθέσεων. Έδρα της Διοίκησης αποτελεί η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, οι Καρυές. Από την άλλη πλευρά, η «ανώτατη εποπτεία» του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι σαφώς πνευματικής υφής και περιορίζεται σε μικρό αριθμό τυπικών κατά βάση διαδικασιών.
Το έδαφος της χερσονήσου του Άθω, για το οποίο θεσπίζεται το αναπαλλοτρίωτο, διαιρείται -όχι κατά ίσα μέρη ούτε ισοσθενώς- σε είκοσι τμήματα, καθένα από τα οποία διοικείται από μία εκ των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους (άρ 105 παρ. 2 εδ. α΄ Σ), ο αριθμός των οποίων (20) είναι αμετάβλητος (άρ 105 παρ. 2 εδ. γ΄ Σ). Οι είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους κατά ιεραρχική τάξη, στην οποία επίσης κάθε μεταβολή είναι ανεπίτρεπτη (άρ 105 παρ. 2 εδ. γ΄ Σ), είναι οι εξής: Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (ιδρύθηκε το 963), Ιερά Μονή Βατοπεδίου (ιδρύθηκε το 972), Ιερά Μονή Ιβήρων (ιδρύθηκε το 972), Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (σέρβικη) (ιδρύθηκε το 1197), Ιερά Μονή Διονυσίου (ιδρύθηκε το 1375), Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου (ιδρύθηκε τον 12° αιώνα), Ιερά Μονή Παντοκράτορος (ιδρύθηκε το 1363), Ιερά Μονή Ξηροποτάμου (ιδρύθηκε το 970), Ιερά Μονή Ζωγράφου (βουλγάρικη) (ιδρύθηκε γύρω στο 973), Ιερά Μονή Δοχειαρίου (ιδρύθηκε γύρω στο 970), Ιερά Μονή Καρακάλου (ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα), Ιερά Μονή Φιλοθέου (ιδρύθηκε γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα), Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα), Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα), Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (από το 1541), Ιερά Μονή Ξενοφώντος (ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα), Ιερά Μονή Γρηγορίου (ιδρύθηκε πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα), Ιερά Μονή Εσφιγμένου (ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα), Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος (ρωσική) (ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα) και Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου (ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα).
Στον Καταστατικό Χάρτη Αγίου Όρους οι ως άνω είκοσι Ιερές Μονές χαρακτηρίζονται ως κυριαρχικές ή κυρίαρχες σε αντιδιαστολή προς τα «υποτελή τους εξαρτήματα», σχέση η οποία είναι επίσης αμετάβλητη (άρ 105 παρ. 2 εδ. γ΄ Σ). Στην κατηγορία των μοναστικών καθιδρυμάτων που λειτουργούν ως υποτελή εξαρτήματα των κυριαρχικών-κυρίαρχων Ιερών Μονών ανήκουν οι σκήτες, τα κελιά, οι καλύβες, τα ησυχαστήρια και τα καθίσματα. Εσωτερικά διοικητικά όργανα των Ιερών Μονών αποτελούν ο Ηγούμενος, ο οποίος είναι ισόβιος (άρ 115 ΚΧΑΟ), η Γεροντία (ή Γεροντική Σύναξη ή Σύναξη των Προϊσταμένων), που είναι το κυριότερο συλλογικό διοικητικό όργανο των Μονών με αποφασιστική αρμοδιότητα, και η Επιτροπή, που είναι διμελές ή τριμελές όργανο με εκτελεστικές αρμοδιότητες συμφώνως προς τις αποφάσεις της Γεροντίας.
Σύμφωνα με το άρ. 105 παρ. 2 εδ. β΄ Σ, η διοίκηση του Αγίου Όρους ασκείται από αντιπροσώπους των Ιερών Μονών, οι οποίοι αποτελούν την Ιερά Κοινότητα. Πρόκειται για το σημαντικότερο κεντρικό όργανο αυτοδιοικήσεως του Αγίου Όρους, το οποίο εδρεύει στην πρωτεύουσα, τις Καρυές, και αποτελείται από τους είκοσι συνολικά αντιπροσώπους των είκοσι Ιερών Μονών, οι οποίοι έχουν ενιαύσια θητεία. Η Ιερά Επιστασία είναι το εκτελεστικό όργανο του Αγίου Όρους, δρα συμφώνως και προς εκπλήρωση των αποφάσεων της Ιεράς Κοινότητας και αποτελείται από τέσσερεις Επιστάτες (έτσι αποκαλούνται οι αντιπρόσωποι που ορίζουν οι Μονές προς εκπροσώπησή τους στην Ιερά Επιστασία).
Οι είκοσι Ιερές Μονές χωρίζονται σε πέντε σταθερές τετράδες, εκ των οποίων κάθε μία ασκεί κυκλικά την Επιστασία για έναν χρόνο, έτσι ώστε η κάθε τετράδα Μονών να ασκεί την Επιστασία του Αγίου Όρους έναν χρόνο ανά πενταετία. Με βάση την ιεραρχική τάξη των Ιερών Μονών, που παρατέθηκε ανωτέρω, σε κάθε τετράδα ο Επιστάτης της πρώτης τη τάξει Μονής καλείται Πρωτεπιστάτης και είναι ο Πρόεδρος της Ιεράς Επιστασίας (καλείται και «Άγιος Πρώτος» και είναι, αν θα μπορούσαμε να το πούμε σχηματικά κατ’ αναλογίαν, ο «πρωθυπουργός» του Αγίου Όρους).
Πέραν των δύο αυτών οργάνων, υπάρχουν και οι αποκαλούμενες Έκτακτες Συνάξεις. Πρόκειται αφενός για την Έκτακτη Εικοσαμελή Σύναξη ή Δισενιαύσια Ιερά Σύναξη (ΔΙΣ), που αποτελείται από τους καθηγουμένους και προϊσταμένους των είκοσι Μονών και είναι το ανώτατο νομοθετικό και δικαστικό όργανο του Αγίου Όρους, και αφετέρου για την Έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη και την Έκτακτη Μεγάλη Τριπλή Ιερά Σύναξη.
Όπως είναι εμφανές, η αποστολή δύο ή τριών αντιπροσώπων από κάθε μονή, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται Συνάξεις συνολικά 40 ή 60 μελών αντίστοιχα, σχετίζεται με τη σημασία των αποφάσεων που πρόκειται να ληφθούν -και το συνακόλουθο κύρος που απαιτείται- για την οργάνωση και λειτουργία της Αθωνικής Πολιτείας. Κι εδώ, τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ένα ακόμη αμετάβλητο που καθιερώνεται στο άρ 105 παρ. 2 εδ. γ΄ Σ, αυτό που αφορά στο ως άνω περιγραφέν διοικητικό σύστημα του Αγίου Όρους, ώστε να συνεχίζει να διατηρείται αναλλοίωτη η μακραίωνη αγιορείτικη παράδοση.
pollsandpolitics.gr