του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Από πολλά χρόνια απορούσα γιατί ο Πατριάρχης της Μόσχας στις καθημερινές εμφανίσεις του φορούσε ένα λευκό ιδιαίτερο επανωκαλύμμαυχο, καθώς επίσης οι Ρώσοι Μητροπολίτες, όπως και οι Προκαθήμενοι άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στις Βόρειες Χώρες φορούσαν «λευκό επανωκαλύμμαυχο».
Σε ερωτήσεις που υπέβαλα τότε σε διαφόρους μου δόθηκε η απάντηση ότι στους Ορθοδόξους Σλάβους επικρατούσε η συνήθεια όσοι Αρχιερείς προέρχονται από τον έγγαμο Κλήρο να φορούν λευκό επανωκαλύμμαυχο, προς διάκριση από τους Επισκόπους που προέρχονται από τον μοναχισμό και έτσι επικράτησε για όλους τους προκαθημένους διακεκριμένους Μητροπολίτες.
Η απάντηση όμως αυτή δεν έλυνε τον προβληματισμό μου για το θέμα αυτό, οπότε αναζήτησα πιο συγκεκριμένες απαντήσεις.
Μελετώντας το θέμα κατά καιρούς, διαπίστωσα ότι ο μύθος του «λευκού καμηλαυκίου» ή «λευκού επανωκαλυμμαύχου» προέρχεται από το απώτερο παρελθόν και συνδέεται με την θεωρία ότι η Εκκλησία της Μόσχας είναι η «Τρίτη Ρώμη».
Η λέξη «καμελαύκιον» σημαίνει είδος καλύμματος της κεφαλής, η δε λέξη «καλυμμαύχιον» είναι λέξη νεώτερης επινόησης, που προέρχεται από την λέξη κάλυξ -υκος και από το ρήμα καλύπτω, που σημαίνει κάλυμμα, σκέπασμα (Λεξικό Liddell-Scott). Πρόκειται για το κάλυμμα της κεφαλής των Κληρικών και όταν τίθεται πάνω σε αυτό επιρριπτάριον τότε αυτό λέγεται επανωκαλύμμαυχον.
Αναφερόμενος στον μύθο του «λευκού καμηλαυκίου» έχουμε υπ’ όψιν ότι τον 8ο αιώνα μ.Χ. οι θεοκρατικές ιδέες του Καρλομάγνου και των διαδόχων του ήλθαν σε σύγκρουση με τις θεοκρατικές ιδέες των Παπών. Από τον αγώνα αυτόν εμφανίσθηκαν οι «ψευδοισιδώρειες διατάξεις» και η «ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά». Πρόκειται για πλαστά κείμενα «πλάσματα της φαντασίας», που γράφηκαν μεταξύ 752-778 και ήταν μια μεγάλη νοθεία με μεγάλα αποτελέσματα.
Συμφωνα με την ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά, ο Μέγας Κωνσταντίνος όταν αναχωρούσε από την Δύση παρεχώρησε στον Πάπα την διοίκηση του δυτικού Ρωμαικού Κράτους, αυτοκρατορική εξουσία, αυτοκρατορικές τιμές και αυτοκρατορικά διάσημα, δηλαδή πορφύρα, ερυθρά πέδιλα, σκήπτρο, στέμμα και Λατερανό ανάκτορο. Την νοθεία της Κωνσταντινείου δωρεάς απέδειξε ο Λαυρέντιος Βάλλας (+1457) τον 15ο αιώνα μ.Χ. (Αρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης).
Γι’ αυτό το θέμα έχουν γραφεί πολλά σχετικά κείμενα, εδώ θα αναφερθώ σε τρία από αυτά.
Κατ’ αρχάς διάβασα το εμπεριστατωμένο λήμμα του Α. Οστάπωφ, Πρωτοπρεσβυτέρου και Καθηγητού της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (1966) για την Ρωσική Εκκλησία, όπου αναφέρονται τα σχετικά με την θεωρία περί της Τρίτης Ρώμης, σε συνδυασμό με την «λευκή μίτρα» του Μόσχας.
Συγκεκριμένα γράφεται ότι ο μοναχός Πσκώφ Φιλόθεος σε επιστολή του που απέστειλε στον Βασίλειο Ιβάνοβιτς τόνιζε ότι «η αρχαία Ρώμη εξέπεσεν εις την αίρεσιν του Απολιναρισμού. Οι Αγαρηνοί έσπασαν τας θύρας της δευτέρας Ρώμης διά των πελεκεών των, αλλ’ η τρίτη Ρώμη, η σύγχρονος… λάμπει ως ο ήλιος». Έπειτα ο ηγεμών τονίζει ότι «δύο Ρώμαι έπεσαν, η τρίτη ίσταται ορθή και δεν θα υπάρξη τετάρτη».
Στην συνέχεια ο Οστάπωφ στο κείμενό του αυτό γράφει:
«Η θεωρία αύτη απετέλεσε το υπόβαθρον της ρωσικής υπερηφανείας, ενώ πολλαί παράλληλοι παραδόσεις παρουσιάζουν ανάλογον πνεύμα, ως η παράδοσις περί της εικόνος της Παναγίας του Τιχβίν, ήτις, κατά τον σχετικόν θρύλον, φιλοτεχνηθείσα κατ’ εντολήν του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού, εστάλη υπ’ αυτού εις Ρώμην κατά την εικονομαχίαν, μετά εκατόν και τριάκοντα έτη επεστράφη εις Κωνστανινούπολιν και 60 έτη προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μετέβη κατά θαυμαστόν τρόπον εις Τιχβίν. Σαφεστέρα είναι η παράδοσις περί της λευκής μίτρας ή επανωκαλυμμαύχου, ήτις αποτελεί σλαβικήν τροποποίησιν της Ψευδο-Κωνσταντινείου δωρεάς. Η λευκή μίτρα εδόθη κατά την παράδοσιν εις τον πάπαν Σίλβεστρον, ένεκα όμως της αιρέσεως του Απολιναρισμού, εις ην περιέπεσαν ο βασιλεύς Μ. Κάρολος και ο πάπας Φορμόσος, μετέβη κατά θαυμαστόν τρόπον εις Κωνσταντινούπολιν, αλλ’ ο πατριάρχης Φιλόθεος διέταξε να μεταφερθή εις Νοβγκορόντ ειπών: “Εις την τρίτην Ρώμην ήτις είναι η Ρωσία, αστράπτει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Γνώρισον, ω Φιλόθεε, ότι πάσαι αι χριστιανικαί αυτοκρατορίαι φθάνουν εις το τέλος των και ενούνται μεταξύ των εν τη μόνη αυτοκρατορία της Ρωσίας… Ο Κύριος θα ανυψώση τον Ρώσον τσάρον υπεράνω πάντων των εθνών και πολλοί τσάροι των άλλων εθνών θα υποταγούν εις την αυτοκρατορίαν του. Το πατριαρχικόν αξίωμα θα μεταφερθή εν συνεχεία εκ της αυτοκρατορικής ταύτης πόλεως εις την ρωσικήν γην διά να τεθή υπό την εξουσίαν της και η χώρα θα κληθή αγία Ρωσία”».
Στο θέμα του «λευκού καμηλαυκίου» αναφέρεται και ο π. John Meyendorff σε κείμενό του με τίτλο «Υπήρξε ποτέ “Τρίτη Ρώμη”; Παρατηρήσεις για την Βυζαντινή Κληρονομιά στη Ρωσία» (βλ. εις Η Βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης), το οποίο συνδέει το λευκό καμηλαύκιον με την θεωρία περί της «Τρίτης Ρώμης».
Ο John Meyendorff, έχοντας υπ’ όψη του αυτό, επαναλαμβάνει την νέα παραλλαγή αυτών των διατάξεων με τον μύθο του «λευκού επικαλύμμαυκου». Γράφει:
«Κοντά σ’ αυτά, στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Γενναδίου (1484-1509), εμφανίστηκε στο Νόβγκοροντ μια περίεργη ρωσική παραλλαγή της Δωρεάς του Κωνσταντίνου, ο θρύλος του λευκού επικαλύμμαυκου. Σύμφωνα με αυτόν το θρύλο, ένα λευκό επικαλύμμαυκο (ρωσ. κλομπούκ) είχε δωρηθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον πάπα Σύλβεστρο, ύστερα από το βάπτισμά του. Ο τελευταίος ορθόδοξος πάπας, προβλέποντας την πτώση της Ρώμης στην αίρεση, έστειλε το επικαλύμμαυκο για ασφαλή φύλαξη στον πατριάρχη Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος τελικά (προβλέποντας με τη σειρά του την προδοσία της Φλωρεντίας) έστειλε το πολύτιμο κειμήλιο στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ. Έτσι, όχι μόνο η Μόσχα, αλλά και το Τβερ και το Νόβγκοροντ διεκδικούσαν σε ένα βαθμό το δικαίωμα να είναι κληρονόμοι της “Ρώμης” και κέντρα της αληθινής χριστιανικής πίστης».
Στο θέμα αυτό σημαντικές επισημάνσεις κάνει ο συμφοιτητής μου στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή του στην νέα έκδοση «Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων» των Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή (εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2002).
Στην αρχή αναφέρεται στο πλαστό κείμενο του 8ου αιώνος, της λεγομένης «Κωνσταντινείου δωρεάς», που είδαμε προηγουμένως για τον «λαμπρόν λευκόν “φρύγιον” σκούφον», και σημειώνει ότι αυτό το προνόμιο το είχε αποδεχθή ο Βαλσαμών, με την παρατήρηση ότι παρόμοια αυτοκρατορικά εμβλήματα έπρεπε να φέρη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επειδή, σύμφωνα με την απόφαση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα ίδια προνόμια με τον Πάπα Ρώμης. Όμως, όπως παρατηρεί ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην ορθόδοξη Χριστιανική Ανατολή υπήρχαν ισχυρές πνευματικές αντιστάσεις «αι οποίαι απέτρεψαν την διολίσθησιν του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εις την ματαιότητα του εγκοσμίου μεγαλείου. Οι Πατριάρχαι παρέμειναν πιστοί εις την αποστολικήν απλότητα και το ασκητικόν ιδεώδες. Ενίκησαν τον πειρασμόν και δεν αντέγραψαν τον αυτοκρατορικόν τρόπον διαβιώσεως των μεσαιωνικών παπών της Ρώμης, τον οποίον εξ άλλου επέκρινον τότε εντόνως ακόμη και κορυφαίοι εκπρόσωποι του Δυτικού Χριστιανισμού, όπως ο περίφημος μοναχός και μυστικός θεολόγος Βερνάρδος του Clairvaux (1090-1153)».
Και μετά από αυτό ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος γράφει ότι «η “κωνσταντίνειος δωρεά” ήσκησε μεγάλην επίδρασιν εις την ορθόδοξον Ρωσίαν. «Εκεί ενεφανίσθη προσέτι μία διασκευή και επέκτασις του μύθου, περιλαμβάνουσα την ανά τους αιώνας ιστορίαν του “λευκού καμηλαυκίου” (belyi klobuk), δηλαδή του λευκού εκείνου “φρυγίου” σκούφου, τον οποίον δήθεν είχε δωρήσει ο Μέγας Κωνσταντίνος εις τον πάπαν Σίλβεστρον».
Στην συνέχεια γράφει:
«Φαίνεται ότι η μετά την εκθρόνισιν του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Καλέκα (Φεβρ. 1347), η προαναφερθείσα λευκή καλύπτρα της κεφαλής του κατέληξεν (ίσως αγορασθείσα υπό Ρώσων προσκυνητών ή εμπόρων) εις το Novgorod, κέντρον τότε μιάς μεγάλης ανεξαρτήτου δημοκρατίας εις την βόρειον Ρωσίαν. Οπωσδήποτε είναι βέβαιον ότι την εποχήν εκείνην ο τότε αρχιεπίσκοπος του Novgorod Βασίλειος (1330-1351) ήρχισε πρώτος να φορή “λευκόν καμηλαύκιον”! Τούτο κατέστη από τότε αποκλειστικόν προνόμιον των αρχιεπισκόπων του Novgorod, έως ότου ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος (1526-1542), εκλεγείς μητροπολίτης Μόσχας (1542-1563), μετέφερε μεθ’ εαυτού εις Μόσχαν και το προνόμιον του “λευκού καμηλαυκίου”. Την αλλαγήν επεκύρωσε κατόπιν η ρωσική σύνοδος του 1564».
Η αιτιολόγηση του προνομίου αυτού γίνεται με δύο μορφές. Κατά την πρώτη μορφή, πολλούς αιώνες μετά τον Σίλβεστρον Πάπα Ρώμης, το “λευκόν καμηλαύκιον” έφυγε από την Ρώμη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της αιρέσεως των αζύμων (του απολλιναρισμού), στην οποίαν υπέπεσαν ο αυτοκράτωρ Κάρολος και ο πάπας Φορμόζος, και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το απέστειλε στον αρχιεπίσκοπο του Novgorod Βασίλειο. «Εις την δευτέραν μορφήν του κειμένου μάλιστα η Ρωσία ονομάζεται “τρίτη Ρώμη”, με υπονοουμένην αναφοράν ειδικώς εις την πρωτεύουσαν Μόσχαν. Τοιουτοτρόπως διά του “λευκού καμηλαυκίου” η Μόσχα, η οποία από του 1589 ανυψώθη εις πατριαρχείον, ενεφανίζετο πλέον ως η τρίτη Ρώμη, διάδοχος της πεσούσης εις την αίρεσιν παλαιάς Ρώμης και της καταληφθείσης υπό των Τούρκων Κωνστατινουπόλεως – νέας Ρώμης. Η μεσαιωνική παπική ιδεολογία είχε μεταφυτευθή εις την Ορθόδοξον Ρωσίαν!».
Και καταλήγει ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος:
«Μέχρι σήμερον ο πατριάρχης Μόσχας εξακολουθεί να φορή το “λευκόν καμηλαύκιον”(το γνωστόν χαρακτηριστικόν λευκόν κάλυμμα της κεφαλής του). Τοιουτοτρόπως ο παπικός μύθος της “Κωνσταντινείου δωρεάς” επιβιώνει διά του συμβόλου τούτου εν τη Ορθοδόξω Ρωσία! Αντιθέτως, έχει λησμονηθή εις τον τόπον της γεννήσεώς του, την Ρώμην, αφ’ ότου μάλιστα ο πάπας Παύλος ΣΤ’ (1963-1978) κατήργησε και την χρήσιν της παπικής τιάρας, η οποία απετέλει την τελευταίαν ανάμνησιν του λευκού εκείνου “φρυγίου” σκούφου του μύθου (του “λευκού καμηλαυκίου”, κατά την ρωσικήν διασκευήν)».
Όλα αυτά δείχνουν το πως η αποστολική ζωή, που είναι η βάση του επισκοπικού χαρίσματος, εκκοσμικεύεται και συνδέεται με εγκόσμιες εξουσίες και κοσμικές νοοτροπίες. Φυσικά ο μύθος «του λευκού καμηλαυκίου» δεν είναι το μόνον δείγμα της εκκοσμικεύσεως του επισκοπικού χαρίσματος, αλλά αυτό ήταν το αντικείμενον του παρόντος άρθρου.
Τελικά, την «τάξη» που πρέπει να υπάρχη μέσα στην Εκκλησία πρέπει να την ερμηνεύουμε και να την στηρίζουμε στο κανονικό δίκαιο και να μην την αναγάγουμε, όπως κάνουν μερικοί, στο δόγμα και στους μύθους που δικαιολογούν εγκόσμιες εξουσίες.