Γράφει ο Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος
Όπως είναι γνωστόν πρόσφατα (24 και 25 Μαίου) συνήλθε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και έλαβε αποφάσεις σχετικά με τα κείμενα τα οποία θα υπογραφούν ύστερα από ενδεχόμενες διορθώσεις και προσθήκες από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη τον Ιούνιο τρέχοντος έτους.
Οι αποφάσεις που έλαβε η Ιεραρχία ήταν ομόφωνες, εκτός από μία περίπτωση που Ιεράρχης ζήτησε να γραφή στα Πρακτικά η διαφορετική άποψή του, και χωρίς ψηφοφορία, εκτός από την πρόταση που σχετίζεται με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, για την οποία έγινε ψηφοφορία.
Βέβαια, έγινε ευρυτάτη συζήτηση, ακούσθηκαν διαφορετικές απόψεις, αλλά τελικά απ’ ο,τι θυμάμαι δεν ζητήθηκε να γραφούν στα Πρακτικά διαφορετικές απόψεις, εκτός από αυτήν που προανέφερα.
Για τις αποφάσεις αυτές, ιδιαιτέρως για μία που αναφέρεται στους Ρωμαιοκαθολικούς, υπήρξαν από τους σχολιαστές των εκκλησιαστικών αποφάσεων ποικίλες αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές. Άλλοι επικρότησαν αυτήν την απόφαση και άλλη την αποδοκίμασαν. Μάλιστα σε κάποια δημοσιεύματα έγινε λόγος για συζητήσεις μεταξύ «συντηρητικών και προοδευτικών» Ιεραρχών, που απαιτείται μεγάλη συζήτηση για να διευκρινιστούν οι όροι «συντηρητικός» και «προοδευτικός» σε δογματικά και ορθόδοξα θέματα και να χαρακτηρισθούν συγκεκριμένοι Ιεράρχες.
Θα ήθελα να κάνω έναν σχολιασμό για την καλύτερη ενημέρωση και πληροφόρηση των ανθρώπων που παρακολουθούν τα εκκλησιαστικά θέματα.
1. Κατά τον Κανονισμό, την πρώτη ημέρα της Συνεδριάσεως κάθε Ιεραρχίας καταρτίζεται Επιτροπή επί του Τύπου για την ενημέρωση των δημοσιογράφων. Στην παρούσα Ιεραρχία στην Επιτροπή αυτή συγκαταλεγόταν ο γράφων και οι Σεβ. Μητροπολίτες Σύρου Δωρόθεος και Πατρών Χρυσόστομος.
Μετά τις Συνεδριάσεις της Ιεραρχίας γίνεται ενημέρωση, πράγμα που έγινε και στις δύο ημέρες της Συνεδριάσεως της Ιεραρχίας. Ιδιαιτέρως την δεύτερη ημέρα 25 Μαίου, που ελήφθησαν οι αποφάσεις, ενημέρωσα τους παρόντες δημοσιογράφους και είχαν την δυνατότητα να υποβάλουν τις οποιεσδήποτε ερωτήσεις και να λάβουν απαντήσεις. Όσοι δημοσιογράφοι ήταν παρόντες νομίζω έθεσαν τα ερωτήματά τους και ενημερώθηκαν.
Επίσης, μερικοί που δεν μπόρεσαν να παραστούν στην ενημέρωση, μου τηλεφώνησαν και έλαβαν σωστή πληροφόρηση, οπότε απέφυγαν να δημοσιεύσουν πληροφορίες επιλεκτικές και υποκειμενικές.
2. Στην Συνεδρίαση της Ιεραρχίας έγινε ευρύτατη συζήτηση επάνω στην απόφαση και πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που ανέγνωσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός.
Πρέπει να σημειωθή ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος πολύ καιρό πριν είχε στείλει έγγραφο σε όλους τους Αρχιερείς να διατυπώσουν τις απόψεις τους πάνω στα κείμενα τα οποία τους δόθηκαν, και δεκαέξι (16) από αυτούς ανταποκρίθηκαν. Τις προτάσεις των Αρχιερέων η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τις προώθησε στην Ιεραρχία για να λάβη την τελική απόφαση ως κυρίαρχο όργανο.
Κατά την συζήτηση στην Ιεραρχία ο Μακαριώτατος, κατά τρόπο συνοδικό, εκκλησιαστικό και δημοκρατικό, έδωσε πλήρη ελευθερία σε όλους τους Αρχιερείς να διατυπώσουν τις απόψεις τους, πολλές φορές καθ’ υπέρβαση του Κανονισμού.
Τελικά, από την συζήτηση που έγινε την πρώτη ημέρα διαπιστώθηκε ότι μερικές προτάσεις Αρχιερέων, οι οποίες κωδικοποιήθηκαν από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, έπρεπε να αποσυρθούν, επειδή δεν προβλεπόταν από τον Κανονισμό λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, και οι άλλες να τεθούν, την επομένη ημέρα, στην κρίση των Ιεραρχών για την τελική απόφαση.
Την δεύτερη ημέρα της Συνεδριάσεως έγινε συζήτηση, σε μερικές περιπτώσεις ήταν έντονη, έλαβαν τον λόγο πολλοί Αρχιερείς και ανέπτυξαν τις απόψεις τους και το τελικό συμπέρασμα είναι ότι για το θέμα του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών έγινε ψηφοφορία, για το θέμα του αυτονόμου καταγράφηκε μία διαφωνία, και για τα άλλα θέματα ελήφθησαν ομόφωνες αποφάσεις, ύστερα από μερικές βελτιώσεις των κειμένων.
3. Σχετικά με την απόφαση της Ιεραρχίας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» και συγχρόνως «γνωρίζει την ύπαρξη άλλων Χριστιανικών κοινοτήτων και ομολογιών», που ελήφθη ομοφώνως, διότι στο τέλος δεν ζητήθηκε από κάποιον Ιεράρχη να γραφή στα Πρακτικά η διαφωνία του, θα πρέπει να τονισθούν δύο σημεία:
Πρώτον. Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» έχει μερικά αντιφατικά σημεία, ήτοι:
Γίνεται λόγος για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησίας είναι η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» και συγχρόνως ότι «η Ορθοδοξία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής…».
Επίσης γίνεται λόγος για την ενότητα της Εκκλησίας, ότι «κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή» και συγχρόνως ότι ο διάλογος γίνεται «με αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Δηλαδή, άλλοτε η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη και άλλοτε αναζητάται.
Ένα κείμενο το οποίο εξέρχεται από μια τέτοια Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, πρέπει να είναι καθαρό και να μην αφήνη υπονοούμενα και να μην έχη υποσημειώσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προτάθησαν πολλές λύσεις για διόρθωση. Η μία πρόταση ήταν να γίνη λόγος για Ετερόδοξες Εκκλησίες και η άλλη να γίνη λόγος για Εκκλησίες εντός εισαγωγικών. Και οι δύο αυτές προτάσεις θεωρήθηκαν ότι έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και γι’ αυτό επεκράτησε η πρόταση για την ονομασία τους ως «Χριστιανικές Κοινότητες».
Δεύτερον. Η πρόταση για την φράση «Χριστιανικές Κοινότητες και Ομολογίες», ήταν του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου.
Σε έγγραφό του που απέστειλε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο (υπ’ αριθμ. Πρωτ. 183/1-4-2016), αφού αναφερόταν στις συζητήσεις που έγιναν στο Σαμπεζύ της Γενεύης, μεταξύ 10 και 17 Οκτωβρίου 2015, σχετικά με το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ως προς τον αποδιδόμενο όρο Εκκλησία για τους Ρωμαιοκαθολικούς, στην συνέχεια ως διορθωτική πρόταση έθεσε την έκφραση Χριστιανικές Ομολογίες και Κοινότητες.
Έγραφε:
«…Εάν η “λογομαχία” (πρβλ. Μ. Βασιλείου, PG 31, 688D-689A. 29, 477A-500A. Γρηγορίου Θεολόγου, PG 35, 1077B), αφορά αποκλειστικώς και μόνον την χρήσιν του όρου και την συγκεκριμένην έκφρασιν είναι δυνατόν να υιοθετηθεί ως διορθωτική πρότασις, επί της ανωτέρω εκφράσεως του κειμένου, η “άλλων ή λοιπών Χριστιανικών Ομολογιών και Κοινοτήτων”».
Τελειώνοντας τον μικρό αυτόν σχολιασμό, θέλω να δώσω την μαρτυρία ότι οι πρόσφατες αποφάσεις της Ιεραρχίας κινήθηκαν σε συναινετικό επίπεδο. Η Ιεραρχία είχε την δυνατότητα να προχωρήση σε ψηφοφορίες για να φανούν οι τάσεις μεταξύ των Ιεραρχών, αλλά το απέφυγε και επέλεξε να γίνη συζήτηση για κάθε πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οπότε στάθηκε σε ένα υψηλό επίπεδο και φάνηκε η ενότητά της.
Αυτό οφείλεται και στον τρόπο με τον οποίον κατηύθυνε την συζήτηση ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, δηλαδή το έκανε με ευστροφία, υψηλό αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητα, αλλά οφείλεται και στην ώριμη στάση την οποία κράτησαν οι Ιεράρχες.
Η Ιεραρχία σε μια κρίσιμη στιγμή παρουσιάσθηκε ενωμένη, παρά τα όσα «παραπολιτικά» γράφονταν, γράφονται και λέγονται.