ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ: Η αγάπη του και η ευαισθησία του τον έκαναν να φροντίζη και για τα πετεινά του ουρανού. Είχε κάνει με το σμιλάκι του μία στερνούλα σε ένα σημείο του βράχου και δίπλα ισοπέδωσε την επιφάνεια του βράχου σαν τραπέζι.
Δύο φορές την ημέρα έβαζε βρόχινο νερό στην λακκούβα και βρεγμένο παξιμάδι. Παρέθετε τράπεζα στα πουλάκια. Χτυπούσε τα χέρια του, φώναζε με ένα δικό του τρόπο και έρχονταν σμήνη από κοτσύφια, περιστέρια και άλλα πουλιά. Έτρωγαν, έπιναν νερό, λούζονταν στην στερνούλα και αφού χόρταιναν, έφευγαν και ύστερα έρχονταν άλλα. Είχε και ένα κοκκινολαίμη, που τον φώναζε «Λαλούλη», με τον οποίο είχε περισσότερη οικειότητα και τον φρόντιζε ιδιαίτερα.
Όταν δέν μπορούσε πλέον νά αυτοεξυπηρετηθή, οι Δανιηλαίοι ήθελαν νά τόν πάρουν γιά νά τόν γηροκομήσουν, αλλ᾿ αυτός δέν ήθελε ν᾿ αφήση τό Κελλί του. Παρεκάλεσε τότε τόν π. Ιλαρίωνα νά πηγαίνη νά τόν βοηθά. Εκείνος τόν ρωτούσε αν θέλη καμμιά σούπα, ρύζι, χυλό, αλλά αυτός ζητούσε μόνο βραστές πατάτες, πού τίς έτρωγε μέ χοντρό αλάτι μαζεμένο από τίς αλυκές. Του έδινε τό φαγητό στό στόμα γιατί τά χέρια του δέν τά κουνούσε.
«Κάποια μέρα», διηγήθηκε ο γερω–Ιλαρίων, «μού είπε νά γεμίσω ένα στερνάκι μέ νερό πίσω σ᾿ ένα βράχο. Μόλις έβαλα νερό, τό ηλιοβασίλεμα μαζεύτηκαν πουλιά διάφορα, κοκκινολαίμηδες, σπίνοι, κοτσύφια καί άλλα, πάρα πολλά. Γέμισε ο τόπος. Έπιναν νερό, κολυμπούσαν καί πήγαιναν γύρω–γύρω από τόν γερω–Γαβριήλ· κάθονταν καί τόν κοιτούσαν στά μάτια. Είδε τήν απορία μου καί μού λέει: “Αυτά τά έχω μαναράκια. Τά έχω μάθει νάρχωνται τό ηλιοβασίλεμα”. Ύστερα του είπα:
Όταν ο γερω–Γαβριήλ βάρυνε περισσότερο, δέχθηκε νά πάη στούς Δανιηλαίους. Τόν ανέβασαν μέ φορείο. Μέχρι τότε είχε τυπικό νά κοινωνά κάθε μέρα. Είχε ευλογία απ᾿ τόν Πνευματικό του καί είχε Άγιον Άρτο στό Εκκλησάκι του. Οι Δανιηλαίοι όμως του είπαν:
–Γερω–Γαβριήλ, αυτό εμείς δέν μπορούμε νά τό δεχθούμε, νά σέ κοινωνούμε κάθε μέρα.
–Κοιτάξτε, τούς είπε. Όσο ήμουν στό Κελλί μου έκανα αυτό πού ήθελα. Άλλο εκεί, άλλο εδώ. Εδώ θ᾿ ακολουθήσω τό τυπικό σας. Θαύμασαν οι πατέρες από τήν απάντησή του καί του είπαν:
–Όποτε θέλεις θά σέ κοινωνούμε.
Η συνοδεία των Δανιηλαίων με την αρχοντική προς όλους αγάπη τους τόν περιέθαλψαν στα τελευταία του καί τόν κοινωνούσαν κάθε μέρα.
Του είπαν ότι πλησιάζει η εορτή του και απάντησε ότι αυτός δεν θα είναι μαζί τους. Προείδε σαφώς την κοίμησή του. Ζήτησε κάποια ημέρα να κοινωνήση. Όταν του είπαν ότι ακόμα είναι στον Όρθρο, είπε να τον κοινωνήσουν με Άγιον Άρτο γιατί κατάλαβε ότι μέχρι την Λειτουργία θα έχει φύγει, καί τόν κοινώνησαν.
Είχαν μαζευτή κοντά του οι πατέρες. Επειδή ήταν ώρα ακολουθίας, τους είπε: «Άντε, πηγαίνετε στην ακολουθία, αφήστε με εμένα». Ο Γέροντάς τους όμως στην Εκκλησία σκέφθηκε: «Καλά, ο άνθρωπος είναι στα τελευταία του και μείς τον αφήνουμε μόνο του;». Και γυρνώντας τον είδε να αφήνη τις τελευταίες του πνοές.
Εκοιμήθη στις 3 Νοεμβρίου 1968.





















