Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 23 – 38 – 23 Και ην εν τη συναγωγή αυτών άνθρωπος εν πνεύματι ακαθάρτω, και ανέκραξε 24 λέγων· Έα, τί ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ; ήλθες απολέσαι ημάς; οίδά σε τίς εί, ο άγιος του Θεού. 25 και επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς λέγων· Φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού.
26 και σπαράξαν αυτόν το πνεύμα το ακάθαρτον και κράξαν φωνή μεγάλη εξήλθεν εξ αυτού. 27 και εθαμβήθησαν πάντες, ώστε συζητείν προς εαυτούς λέγοντας· Τί εστι τούτο; τις η διδαχή η καινή αύτη, ότι κατ’ εξουσίαν και τοις πνεύμασι τοις ακαθάρτοις επιτάσσει, και υπακούουσιν αυτώ; 28 και εξήλθεν η ακοή αυτού ευθύς πανταχού εις όλην την περίχωρον της Γαλιλαίας. 29 Και ευθέως εκ της συναγωγής εξελθόντες ήλθον εις την οικίαν Σίμωνος και Ανδρέου μετά Ιακώβου και Ιωάννου. 30 η δε πενθερά Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα, και ευθέως λέγουσιν αυτώ περί αυτής. 31 και προσελθών ήγειρεν αυτήν κρατήσας της χειρός αυτής· και αφήκεν αυτήν ο πυρετός ευθέως, και διηκόνει αυτοίς.
32 Οψίας δε γενομένης, ότε έδυ ο ήλιος, έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας και τους δαιμονιζομένους· 33 και ην η πόλις όλη επισυνηγμένη προς την θύραν· 34 και εθεράπευσε πολλούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις, και δαιμόνια πολλά εξέβαλε, και ουκ ήφιε λαλείν τα δαιμόνια, ότι ήδεισαν αυτόν Χριστόν είναι. 35 Και πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο. 36 και κατεδίωξαν αυτόν ο Σίμων και οι μετ’ αυτού, 37 και ευρόντες αυτόν λέγουσιν αυτώ ότι πάντες σε ζητούσι. 38 και λέγει αυτοίς· Άγωμεν εις τας εχομένας κωμοπόλεις, ίνα και εκεί κηρύξω· εις τούτο γάρ εξελήλυθα.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 23 – 38
23 Και ήτο εις την συναγωγήν τους ένας άνθρωπος, που εξουσιάζετο από την δύναμιν πνεύματος ακαθάρτου και πονηρού. Και εφώναξεν ο άνθρωπος αυτός 24 και είπεν· Άφησέ με· τί κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών και σού, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήλθες να μας διώξης από αυτήν την ευχάριστον κατοικίαν μας και να μας αποπέμψης εις την άβυσσον και με τον τρόπον αυτόν να μας καταστρέψης; Σε γνωρίζω ποιος είσαι. Είσαι ο Μεσσίας, ο κατ’ εξοχήν άγιος, τον οποίον καθηγίασε και καθιέρωσεν εις το έργον αυτού ο Θεός. 25 Και τον επέπληξεν ο Ιησούς και είπε· Κλείσε το στόμα σου και έβγα από αυτόν. 26 Και αφού το πνεύμα το ακάθαρτον με σπασμούς και τιναγμούς τον έρριψε κάτω και έκραξε με μεγάλην φωνήν, έβγήκεν από αυτόν. 27 Και κατελήφθησαν όλοι από μεγάλην έκπληξιν, ώστε να συζητούν μεταξύ τους και να λέγουν· Τί μεγάλο θαύμα είναι αυτό; Και τί είναι η νέα αυτή διδαχή; Πραγματικώς θαυμαστά και πρωτοφανή είναι ταύτα. Διότι με εξουσίαν και δύναμιν όχι μόνον διδάσκει, αλλά και εις τα πνεύματα τα πονηρά και ακάθαρτα διατάσσει και τον υπακούουν. 28 Γρήγορα δε διεδόθη η φήμη του ως μεγάλου διδασκάλου και πρωτοφανούς θαυματουργού εις όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας.
29 Και αμέσως αφού εβγήκαν από την συναγωγήν, ήλθαν μαζί με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην εις το σπίτι του Σίμωνος και του Ανδρέα. 30 Η πενθερά δε του Πέτρου ήτο κατάκοιτος από πυρετόν. Και αμέσως του είπαν δι’ αυτήν, ότι είναι ασθενής. 31 Και αφού επλησίασεν εις το κρεββάτι της, την έπιασεν από το χέρι και την εσήκωσε. Και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός και επειδή δεν ησθάνετο ουδέ την παραμικράν εξάντλησιν, τους υπηρέτει. 32 Και όταν έγινεν εσπέρα και έδυσεν ο ήλιος, του έφεραν όλους τους ασθενείς της περιφερείας εκείνης και τους κατεχομένους από δαιμόνια. 33 Και όλοι οι κάτοικοι της πόλεως είχαν μαζευθή πλησίον της θύρας της οικίας του Πέτρου. 34 Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχον από διάφορα είδη ασθενείας, και πολλά δαιμόνια έβγαλεν από εκείνους, που υπέφεραν από αυτά. Και δεν άφινεν ο Ιησούς τα δαιμόνια να ομιλούν, διότι τον εγνωριζαν, ότι είναι ο Χριστός και εμαρτύρουν περί τούτου, είτε διά να φαίνωνται σύμμαχοι και συνεργάται του, και ύπουλα να ελκύσουν την εμπιστοσύνην του κόσμου, είτε και διά να προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμόν του λαού υπέρ του Ιησού, που θα εδημιούργει πειρασμούς και εμπόδια εις το έργον του. 35 Και το πρωί πολύ πρίν ξημερώση, όταν ακόμη ήτο κατασκότεινα, αφού εσηκώθη, εβγήκε και επήγεν εις τόπον έρημον και εκεί προσηύχετο. 36 Και έτρεξαν κατόπιν του ζητούντες να τον εύρουν ο Σίμων και οι σύντροφοί του. 37 Και αφού τον ηύραν, λέγουν εις αυτόν, ότι όλοι σε ζητούν. Έλα να συνεχίσης την επιτυχίαν σου και μη ψυχραίνης τον ενθουσιασμόν του πλήθους. 38 Και εκείνος τους είπεν· Άς υπάγωμεν εις τα γειτονικά μεγαλοχώρια, διά να κηρύξω και εκεί, διότι δι’ αυτό εβγήκα από την πόλιν και ήλθον εδώ, διά να συνεχίσω προς τα χωρία αυτά την περιοδείαν μου.