Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αποστόλου Φιλίππου, του Αγίου Γρηγορίου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, του Οσίου Ευφημιανού του Κυπρίου και του νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου, πολιούχου της πόλεως της Ρόδου.
Σήμερα πανηγυρίζουν οι κοινότητες, Άρσος Λεμεσού, Ομόδους, η τουρκοκρατούμενη Λύση, η ενορία του Αγίου Φιλίππου στα Λατσιά και η πόλη της Θεσσαλονίκης.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καταγόταν από την Επτάλοφον Πόλη, την Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε το 1296 από γονείς ενάρετους. Ο πατέρας του ήταν συγκλητικός και κατόπιν έγινε μοναχός. Είχε πολλά έμφυτα χαρίσματα, αλλά ένεκα και της ευφυΐας που τον διέκρινε, πολύ γρήγορα πρόβαλαν στην προσωπικότητά του και τα επίκτητα χαρίσματα της γνώσης και της επιστημοσύνης.
Ενώ του ζητήθηκε να ανέβει τα σκαλοπάτια των βασιλικών ανακτόρων, εντούτοις ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολούθησε τον μοναχικό και αγγελικό βίο της αναχώρησης, της ασκήσεως και της προσευχής. Μοίρασε, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και εγκαταλείποντας τις ματαιότητες του κόσμου, ακολούθησε την πορεία της τελείωσης εν Χριστώ Ιησού.
Μόνασε στο Άγιο Όρος, όπου διδάχθηκε κάθε είδους αρετή, και πάνω από όλα, την απώλεια της υποκρισίας και την ένδυση της αυθεντικότητας του απλού φρονήματος.
[irp posts=”383885″ name=”14 Νοεμβρίου: Εορτή του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου”]
Ακολούθως, ήρθε στη Μεγίστη Λαύρα και από εκεί πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και κατόπιν επίσκοπος. Ως αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης αναλώθηκε κυριολεκτικά στο να στηρίξει το ποίμνιο της Εκκλησίας, τόσο με την ενάρετη ζωή του όσο και με τη θεολογική συγγραφική του δημιουργία.
Αντιμετώπισε θεολογικά, τους δυτικούς Βαρλαάμ και Ακίνδυνο, οι οποίοι ταύτιζαν την ουσία με τις ενέργειες του Θεού.
Τότε, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκφράζοντας και επεκτείνοντας τη θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου επισήμανε ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, όχι με τη διάνοια ή το συναίσθημα, αλλά με την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος. Ο χριστιανός μπορεί να έχει μετοχή στο φως και τη ζωή και τη δόξα της Αγίας Τριάδος, μέσω των άκτιστων θείων ενεργειών, διότι η θεϊκή ουσία παραμένει άπειρη και απρόσιτη για τον πεπερασμένο άνθρωπο.