Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή, Ιεροκήρυκος και Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας
Η αναίρεση της νεοπαγανιστικής κριτικής
Τό θέμα που θα επιχειρήσουμε να διαπραγματευθούμε είναι αυτό της συνάντησης του αρχαιοελληνικού πνεύματος με τη χριστιανική πίστη, η καταρχήν σύγκρουση και η τελική σύνθεση η οποία επετεύχθη.
Θα εκκινήσω τη διαπραγμάτευση του θέματος από μία σοβαρή ποιμαντική διαπίστωση η οποία είναι κοινό κτήμα όλων μας. Έχουμε αντιληφθεί όλοι μας ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία έξαρση του νεοπαγανισμού και της νεοειδωλολατρείας. Είναι πράγματι λυπηρό το φαινόμενο το γεγονός ότι οι αυτοαποκαλούμενοι νεοειδωλολάτρες και νεοπαγανιστές κάνουν συνεχώς και πιο έντονη την παρουσία τους σε τηλεοπτικούς σταθμούς και κανάλια όπου προπαγανδίζουν τις ιδέες τους και υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι Έλληνες καθώς πιστεύουν στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Διαπιστώνουμε ότι αν και ο σύγχρονος κόσμος καυχιέται ότι έχει απαλλαγεί από τις δεισιδαιμονίες, προλήψεις και ψεύτικα είδωλα του παρελθόντος, όμως γινόμαστε μάρτυρες της επιστροφής στην αμάθεια.
Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ότι οι θιασώτες του νεοπαγανισμού επιδίδονται σε μια άνευ όρων σκληρή και άδικη πολεμική εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν θα ασχοληθούμε με τη φαιδρά πλευρά του ζητήματος η οποία περιλαμβάνει τις διάφορες παραστάσεις αρχαιολατρείας με χιτώνες και μανδύες που κατά καιρούς δίδονται, ούτε θα υπεισέλθουμε να αναζητήσουμε τον σκοπό που εξυπηρετεί όλη αυτή η κίνηση καθώς ολοένα και πιο πολύ ακούγεται ότι η προσπάθεια αναβίωσης του νεοπαγανισμού προέρχεται από ξένα κέντρα τα οποία θέλουν να διασπάσουν τον ελληνισμό, υπηρετώντας το «διαίρει και βασίλευε», να τον αποκόψουν από τον Χριστιανισμό με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της πατρίδας μας. Αυτό το οποίο θα μας απασχολήσει στη σημερινή εισήγηση είναι η κριτική της νεοπαγανιστικής ιδεολογίας έναντι του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας, η αναίρεση αυτής της κριτικής και η ανατροπή των επιχειρημάτων της. Θα δείξουμε ότι η κριτική του νεοπαγανισμού είναι έωλη καθώς στηρίζεται σε σαθρά επιχειρήματα. Θα αποδείξουμε ότι η χριστιανική θεολογία αποτελεί το γνήσιο συνεχιστή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Η πρώτη και κύρια κατηγορία που εκτοξεύεται από τους συγκεκριμένους κύκλους είναι ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί την καταστροφή του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Η άποψη αυτή όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας αποτέλεσαν τις κορυφές της παγκόσμιας διανόησης καθώς ξεχώρισαν σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης επιστήμης. Οι χριστιανοί, από τους πρώτους αιώνες, μελέτησαν τα έργα των σοφών της Ελλάδας, κατανόησαν την φιλοσοφική τους σκέψη και υιοθέτησαν το χρήσιμο και το ωφέλιμο. Γι’ αυτό άλλωστε και οι μορφές μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων όπως του Σωκράτους, του Πλάτωνα, του Ηρακλείτου κ.ά., απεικονίζονται στους νάρθηκες πολλών Εκκλησιών και Μοναστηριών, όπως της Μονής Μεγίστης Λαύρας, των Ιβήρων. Εάν επισκεφθεί κάποιος την Ιερά Μονή Φιλανθρωπινών που βρίσκεται σε ένα νησάκι, στη λίμνη των Ιωαννίνων, με έκπληξη του θα διαπιστώσει ότι ορισμένες νωπογραφίες είναι αφιερωμένες εις τους προ Χριστού Έλληνες «χριστιανούς», όπως ο Πλάτων, ο Σόλων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Θουκυδίδης! Τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας, η Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα έργα των μεγάλων Πατέρων επίσης έχουν γραφτεί στην ελληνική όπως και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας. Τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας κοσμούνται από τους λόγους και τα απανθίσματα των αρχαίων συγγραφέων. Ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος στο σύγγραμμά του “ Πρός τούς νέους, ὅπως, ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων ”, δίνει το μέτρο και δείχνει τον τρόπο της σωστής επιλογής του αρχαίου πλούτου. Υιοθετούμε οτιδήποτε είναι ωφέλιμο από τα αρχαιοελληνικά κείμενα και αγνοούμε οτιδήποτε δεν ωφελεί.
Ο ελληνικός πολιτισμός μας, η ελληνική μας φιλοσοφία διασώζεται μέσα στην Ορθοδοξία. Ο Χριστιανισμός προσέλαβε την ελληνική γλώσσα και την φιλοσοφία και την χρησιμοποίησε στη λατρεία και τη Θεολογία. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε στοιχεία από τον Ελληνισμό για να επενδύσει το κήρυγμά της με μια γλώσσα που θα το έκανε κατανοητό. Έτσι π.χ. όροι όπως «ομοούσιος», «ουσία», «υπόσταση», «ενυπόστατο», «εκπόρευση» κ.α., είναι γεννήματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας τα οποία υιοθετήθηκαν από τους μεγάλους χριστιανούς διανοητές όπως είναι οι άγιοι Πατέρες μας. Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, στο έργο του “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν”, αναφέρει τα εξής για την τελειότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας:
«Οι Έλληνες … δια της γλώσσης παρουσίασαν την τελειοτέραν δυνατήν μορφήν εκφράσεως του ανθρωπίνου λόγου. Την μορφήν ταύτην της εκφράσεως προσέλαβε και εχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεού εις την λατρείαν επί δύο χιλιετίας η Εκκλησία του Χριστού. Η Λειτουργία ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικόν να έχη ως εκφραστικόν όργανον την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν. Η χρήσις του τελειοτέρου υπάρχοντος γλωσσικού οργάνου εις τας λατρευτικάς συνάξεις βοηθεί τους πιστούς να διατηρούν την αίσθησιν του Τελείου και συμβάλλει εις την πληρεστέραν δυνατήν κοινωνίαν μετ’ Αυτού». Οι Έλληνες έφτασαν την ανθρώπινη γλώσσα στα υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης ώστε σήμερα αυτό να το βιώνουμε ως διεθνοποίηση πολλών επιστημονικών ελληνικών λέξεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επιστημονική ορολογία να εξαρτάται αποκλειστικά από το ελληνικό λεξιλόγιο.
Η πορεία αυτής της χρήσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού άρχισε με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος, αν και Ιουδαίος με ελληνιστική μόρφωση, στην ομιλία του προς τους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο δημιουργεί αυτό το άνοιγμα προς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ο Απόστολος Παύλος ήταν αυτός που υπερασπίστηκε με πάθος την μη τήρηση των νομικών διατάξεων από τους νεοφώτιστους εθνικούς, αυτός που έδωσε το Χριστιανισμό στην Ελλάδα, ο φωτιστής των Ελλήνων. Κήρυξε στην Αθήνα αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις (Βέροια, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Κόρινθος, Σαλαμίνα της Κύπρου, Έφεσο κ.α.), όπου ίδρυσε Εκκλησίες. Αυτό το άνοιγμα συνεχίστηκε με τους Απολογητές, τους συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. που υπερασπίζονταν το Χριστιανισμό απέναντι στους μορφωμένους ειδωλολάτρες, και ολοκληρώθηκε με τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, με γνωστότερους, βέβαια, τους τρείς Ιεράρχες (4ος αιώνας μ.Χ.). Γι΄ αυτό άλλωστε πολλοί σύγχρονοι στοχαστές έχουν επισημάνει ότι η απόρριψη του Χριστιανισμού, της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποτελεί μία βαθύτατα ανθελληνική στάση.
Αλλά και στο επίπεδο της τέχνης η αρχαία εκκλησία για να εκφραστεί χρησιμοποίησε κατ’ αρχήν τη γλώσσα των συμβόλων, παρέλαβε τα αρχαία ειδωλολατρικά σύμβολα και τους έδωσε νέο περιεχόμενο και σκοπό. H χριστιανική τέχνη γεννήθηκε την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας (2ος-4ος αιώνας μ.X.) στους κόλπους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και για να εκφραστεί χρησιμοποίησε την εικαστική γλώσσα της εποχής. Η διακόσμηση στους τάφους και τις κατακόμβες γινόταν με νωπογραφίες (ζωγραφιές σε νωπό κονίαμα). Oι χριστιανοί δανείστηκαν μορφές οικείες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, στις οποίες προσέδωσαν νέο περιεχόμενο.
H μορφή του ποιμένα με τον αμνό στους ώμους, η οποία έλκει την καταγωγή της από τα ελληνικά αγάλματα του μοσχοφόρου ή κριοφόρου, χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει την ιδέα του Xριστού ως Kαλού Ποιμένος που, σύμφωνα με τα ευαγγελικά χωρία, «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»(Iωάν. 10, 11). O Oρφέας, ο μυθικός κιθαρωδός από τη Θράκη, που μάγευε με τη λύρα του τα ζώα γύρω του στα έργα της ύστερης αρχαιότητας, θεωρήθηκε από τους χριστιανούς ότι μπορούσε να αποδώσει αλληγορικά τον Xριστό που με το λόγο του μαλακώνει τις καρδιές ακόμη και των σκληρότερων ανθρώπων και θέλγει με την διδασκαλία του και εξημερώνει τα θηρία των παθών μας. Ένα άλλο σύμβολο είναι αυτό του Φοίνικα, το μυθικό πουλί που σύμφωνα με τον αιγυπτιακό μύθο όταν πρόκειται να πεθάνει πετάει πολύ ψηλά, καίγεται από τις ακτίνες του ηλίου και ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Αποτελεί σύμβολο της Ανάστασης. Ο Φοίνικας με το στέμμα πέρασε και στην παλαιοχριστιανική εικονογραφία και στην επιγραφολογία ως σύμβολο της νίκης και της επιβράβευσης, η οποία είναι, για τον πιστό χριστιανό, η ζωή στον παράδεισο.
Συναντούμε λοιπόν όλα αυτά τα σύμβολα στη ζωγραφική των κατακομβών, στα επιδαπέδια περίτεχνα ψηφιδωτά των παλαιοχριστιανικών βασιλικών, στις ανάγλυφες παραστάσεις των θωρακίων του φράγματος του πρεσβυτερίου ή των σαρκοφάγων. Ο Χριστιανισμός λοιπόν ως νέα θρησκεία, δανείστηκε όλα τα γνωστά εκφραστικά μέσα και δεν αρνήθηκε καμιά τέχνη. Η γλυπτική μόνο περιορίστηκε στον διακοσμητικό της ρόλο εξαιτίας της επιφυλακτικής στάσης των χριστιανών καλλιτεχνών απέναντι στα ειδωλολατρικά αγάλματα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι απέρριψε ο Χριστανισμός από την αρχαία ελληνική κοσμοθεωρία. Ο Χριστιανισμός απέρριψε την ειδωλολατρεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η ειδωλολατρεία αποτελεί τη διαστροφή της ορθής γνώσης. Εξαιτίας της πτώσης εμφανίστηκε η ειδωλολατρεία η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με την αληθινή πίστη. Η Εκκλησία κατέκρινε όλες εκείνες τις ειδωλολατρικές πρακτικές των Ελλήνων οι οποίες ουσιαστικά δεν ήταν όλες ελληνικά προϊόντα, αλλά ξενόφερτες βαρβαρικές επιδράσεις όπως, η λατρεία του Διονύσου που ήλθε από την Ανατολή, και οι οποίες ουσιαστικά υιοθετούνταν από τον αμόρφωτο κόσμο και δεν γίνονταν αποδεκτές από τους μεγάλους φιλοσόφους μας. Η επιστροφή στη λατρεία των ειδώλων αποτελεί λατρεία της αγνωσίας και του σκότους, επιστροφή στη δουλεία των αντίθεων δυνάμεων, επιστροφή σ’ ένα παρελθόν όπου ο άνθρωπος ήταν υποταγμένος στην αμάθεια και στις δυνάμεις του κακού. Λατρεία των ειδώλων σημαίνει λατρεία του σατανά. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η λατρεία των ειδώλων συνοδευόταν πολλές φορές και από ανθρωποθυσίες. Είναι γνωστές οι ανθρωποθυσίες προς τιμήν του θεού Μολώχ και του Βάαλ, όπου θυσίαζαν παιδιά. Από αυτές τις αντίθεες δυνάμεις του κακού μάς ελευθέρωσε και ο Χριστός και αν γοητευόμαστε από μία δήθεν επιστροφή σ’ ένα ρομαντικό παρελθόν σημαίνει ότι αποποιούμαστε την ελευθερία του Χριστού και αποδεχόμαστε τη δουλεία του διαβόλου.
Μεταξύ των συγχρόνων ειδωλολατρικών κύκλων έχουν διαμορφωθεί κάποιες μετριοπαθέστερες ομάδες οι οποίες αν και αναγνωρίζουν ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί ένα αγαθό της ελληνικής παράδοσης, όμως αρνούνται να αποδεχτούν το ιουδαϊκό υπόβαθρό του και απορρίπτουν την ιουδαϊκή παράδοση από την οποία γεννήθηκε. Μάλιστα καταφέρονται εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης υποστηρίζοντας ότι πρέπει ο Χριστιανισμός ν’ αποκοπεί από την Ιουδαϊκή παράδοση καθώς πρεσβεύουν έναν εξελληνισμένο Χριστιανισμό. Οι Πατέρες μας, και ειδικότερα ο άγιος Επιφάνιος, στην αντιγνωστική του πολεμική, τονίζει έντονα την ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η ενότητα εκφράζεται μέσα από το γεγονός ότι ο ίδιος Θεός αποκαλύφθηκε στην εποχή του Νόμου και της Χάριτος, στην εποχή της Παλαιάς και στην εποχή της Καινής Διαθήκης.
Ο άσαρκος Θεός Λόγος ήταν αυτός που φανερώθηκε στους αγίους άνδρες του Ισραήλ και ενσαρκώθηκε κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Ο Ιησούς Χριστός είναι η εκπλήρωση των προφητικών προρρήσεων, το τέλος των παλαιοδιαθηκικών προφητειών. Ο ίδιος ο άσαρκος Λόγος μίλησε στους ανθρώπους δια των προφητών και των αγίων ανδρών του Ισραήλ, του οποίου την άκτιστη δόξα είδε ο προφήτης Ησαϊας. «ταῦτα εἶπεν ῾Ησαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ», αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης(Ιωάν. 12,41). Ο Ιησούς Χριστός, αν και στιγμάτισε με έντονο και καυστικό τρόπο την υποκρισία των Φαρισαίων και των άλλων εκπροσώπων του Νόμου (Ματθ.23,1-7) δεν απαίτησε από τους ανθρώπους ν’ απορρίψουν το Νόμο και τη διδασκαλία των προφητών, αλλά να τον τηρούν (Λουκ. 10,27-28). Όμως ερμήνευσε εκ νέου το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, τόνισε τις παρερμηνείες που είχαν γίνει από εκπροσώπους του Ιουδαϊκού κατεστημένου, και υπογράμμισε το ουσιώδες στοιχείο του Νόμου που είναι η αγάπη.
Η Παλαιά Διαθήκη έγινε Αγία Γραφή για την πρώτη Εκκλησία, στηριζομένη στην αυθεντία του Κυρίου ο οποίος μας προτρέπει: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ» (Ιωάν. 5, 39). Η αγάπη και η Χάρη της Καινής Διαθήκης συμπληρώνει αλλά και υπερβαίνει το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Η Καινή Διαθήκη αποτελεί την συνέχεια της Παλαιάς, ως εκπλήρωση των παλαιών προσδοκιών και ως πρόδρομος της εσχατολογικής εκπλήρωσης. Ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης είναι η σκιά της νέας εποχής που ανέτειλε με την έλευση του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Εάν αρνούμεθα την Παλαιά Διαθήκη, αρνούμεθα τις ρήσεις των προφητών περί του Κυρίου μας και το βαθύτερο νόημα του σωτηριώδους έργου του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς είναι ο ενσαρκωμένος Λόγος, Αυτός που έρχεται να εκπληρώσει τις προσδοκίες των προφητών.
Μία άλλη κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον της Εκκλησίας είναι ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τα αρχαία ιερά. Η κατηγορία αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι οι χριστιανοί δεν κατέστρεψαν τα αρχαία ιερά αλλά τα μετέπλασσαν και τα διαμόρφωσαν ώστε να υποδεχθούν τη λατρεία της χριστιανικής πίστης. Ασφαλώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις ακραίων πράξεων, που κι αυτές εντάσσονται στο ψυχολογικό κλίμα της εποχής, στις εντάσεις, στις αντιπαλότητες και τους ανταγωνισμούς, ακόμη και στο φανατισμό. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια έντονη αντιπαλότητα η οποία τροφοδοτήθηκε από το μένος των ειδωλολατρών εναντίον των χριστιανών κατά την περίοδο των διωγμών καθώς επί τρεις αιώνες οι ειδωλολάτρες εδίωξαν, βασάνισαν, εφόνευσαν τους χριστιανούς. Η χορεία των μαρτύρων αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα. Κατά συνέπεια, ανθρώπινο ήταν ορισμένοι χριστιανοί να προβούν σε ορισμένες ακρότητες.
Αυτό όμως αποτελεί την εξαίρεση ενώ κατά κανόνα η χριστιανική εκκλησία επιλέγει άφοβα, θα λέγαμε το επιδιώκει κιόλας, να τελέσει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μέσα σε αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς ή και σε αρχαία ιερά και Ασκληπιεία, επιφέροντας τις απαραίτητες τροποποιήσεις και αναπλάσεις κάθε φορά. Εφόσον ο αριθμός των ειδωλολατρών μειώθηκε αισθητά, κατά συνέπεια δεν υπήρχε λόγος ύπαρξης τόσο πολλών ειδωλολατρικών ιερών. Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: Η Αντιόχεια ήταν το πιο ισχυρό κέντρο της ειδωλολατρίας στην Ανατολή. Η θεαματική πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναφέρει την ειδωλολατρία, να προσφέρει θυσίες στον περίφημο για το χρυσελεφάντινο άγαλμα ναό του Απόλλωνα στο προάστιο της Δάφνης, στην Αντιόχεια, τον έφερε αντιμέτωπο με τη σκληρή πραγματικότητα.
Τον υποδέχθηκε στον έρημο από ειδωλολάτρες ναό, ένας ειδωλολάτρης ιερέας με ισχνή χήνα στα χέρια του για τη θυσία, πληρωμένη από το πενιχρό του βαλάντιο, χωρίς καμιά συμμετοχή των κατοίκων της πόλεως, και μάλιστα σε αντίθεση προς την πάνδημη συμμετοχή του λαού στη «γενέθλιο ημέρα» του μάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος είχε ταφεί στο ιερό άλσος του ναού αυτού. Η νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν λοιπόν και όχι μια δήθεν κακότητα των χριστιανών προσδιόρισε την μετάπλαση των ειδωλολατρικών ναών σε χριστιανικούς.
Με το πέρας των διωγμών οι χριστιανοί δεν φοβούνται πλέον να προσεγγίζουν τους αρχαίους χώρους, τους χρησιμοποιούν αφού τους μεταπλάσσουν και τους εξαγνίσουν. Το πρώτο μεγάλο παράδειγμα αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας στον “Βίο του Κωνσταντίνου”(ΙΙΙ, 26-29). Πάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης, κατά την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και με την εποπτεία της αγίας Ελένης οικοδομήθηκε και υψώθηκε ο Πανάγιος Τάφος στα Ιεροσόλυμα. Πρόκειται για την πρώτη κατασκευή χριστιανικού ναού πάνω σε ειδωλολατρικό ιερό και μάλιστα το αγιότερο και ιερότερο μνημείο όλου του Χριστιανισμού.
Όσον αφορά τη στάση απέναντι στα αρχαία ιερά εφαρμόζονται δυό επιλογές, ανάλογα κάθε φορά με τις ανάγκες ή τις δυνατότητες. Η πρώτη επιλογή είναι ότι πάνω στα ερείπια του αρχαίου ιερού χτίζεται ο χριστιανικός ναός με οικοδομικά υλικά που του προσφέρουν τα ερείπια, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την παλαιοχριστιανική βασιλική της Δωδώνης, με τους ναούς που υψώθηκαν στους Δελφούς, στην Επίδαυρο, στον Ακροκόρινθο και σε άλλα αρχαιοελληνικά ιερά και μαντεία. Η δεύτερη επιλογή είναι ότι μεταπλάθονται εσωτερικά οι σωζόμενοι ειδωλολατρικοί χώροι και χρησιμοποιούνται ως ναοί για την λατρεία. Στην αρχαία Ολυμπία υπήρχε ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα το εργαστήριο του μεγαλύτερου γλύπτη όλων των εποχών, του Φειδία. Οι χριστιανοί της περιοχής το μετέτρεψαν από εργαστήριο τέχνης σε οίκο Θεού.
Είναι ενδεικτικό, αλλά και άξιο σχολιασμού, το γεγονός της μετατροπής των κορυφαίων ιερών κτιρίων της Ακρόπολης των Αθηνών σε χριστιανικά. Στην Αθήνα η μετατροπή τους για λειτουργική χρήση αρχίζει από τον 5ο αιώνα. Το Ασκληπιείο κατεδαφίστηκε και με τα οικοδομικά υλικά του πάνω στον ίδιο χώρο χτίστηκε η Παλαιοχριστιανική βασιλική του Ασκληπιείου Αθηνών. Είναι ενδεικτικό ότι την αρχαία κρήνη του Ασκληπιείου την μετέτρεψαν σε βαπτιστήριο και ότι ενώ αρχικά ο ναός αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, αργότερα τον αφιέρωσαν στους Αγίους Αναργύρους, όπως ακριβώς και ο Ασκληπιός ήταν προστάτης της ιατρικής. Επίσης, το μνημείο των μνημείων, ο Παρθενώνας, τον 5ο αιώνα διαμορφώνεται εσωτερικά σε τρίκλιτη βασιλική που διέθετε ευρύχωρο νάρθηκα, καθώς και υπερώα.
Η παρθένος Αθηνά αντικαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία, η οποία από τους Αθηναίους πιστούς ονομάστηκε “Παναγία Αθηνιώτισσα”. Ακόμη θα πρέπει να επισημάνουμε τη μετάπλαση του Ερεχθείου πάνω στην Ακρόπολη σε τρίκλιτη δρομική βασιλική με αψίδα ανατολικά και νάρθηκα, αίθριο και φιάλη δυτικά, τον 6ο αιώνα. Παράλληλα, την ίδια εποχή, μετατράπηκε σε μονόχωρο ναό και με πεντάπλευρη αψίδα, το Θησείο. Από ναός αφιερωμένος στον Ήφαιστο μετονομάστηκε σε Άγιο Γεώργιο. Στην βυζαντινή εποχή, και συγκεκριμένα στα χρόνια 1182-1204 αξίζει να ρίξουμε μια ματιά κάτω από τη βορινή μεριά της Ακρόπολης. Εκεί, σε ένα μικρό, αλλά ασυνήθιστο και περίκομψο μνημείο, λειτουργούσε ο μεγάλος λόγιος και συγγραφέας Μιχαήλ Χωνιάτης, Μητροπολίτης Αθηνών. Από επιφανή οικογένεια και με εξαίρετες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε μεγάλους πανεπιστημιακούς δασκάλους και στη Θεσσαλονίκη κοντά στον φιλόλογο και σχολιαστή του Ομήρου, Μητροπολίτη Ευστάθιο, δέχθηκε με ενθουσιασμό τη θέση που του πρόσφεραν από αγάπη προς το αρχαίο κλέος και την αρχαία πνευματική ακτινοβολία της πόλης. Λειτουργούσε στο μικρό ναϊσκο της Παναγίας Γοργοεπηκόου ή του Αγίου Ελευθερίου, ένα αρχιτεκτόνημα που χτίστηκε με θραύσματα, μάρμαρα, ανάγλυφες παραστάσεις, που προέρχονται από αρχαία ιερά και ναούς. Οι χριστιανοί μαστόροι πάνω στις χτισμένες μαρμαρόπετρες, που απεικονίζουν σατύρους, γυναικείες μορφές, επιτύμβια ανάγλυφα με ανδρικές ή γυναικείες παραστάσεις, ακόμη και αναθηματικό ανάγλυφο με ολόσωμη τη θεά Κυβέλη, σκάλισαν ανάγλυφους μεγάλους σταυρούς, για να εξαγιάσουν με αυτό τον τρόπο το κτήριο και το χώρο.
Αν και οι αρχαίοι ναοί μετατρέπονται σε χριστιανικές εκκλησίες όμως παραμένει μία βασική διαφορά. Για την χριστιανική αντίληψη ο ναός δεν αποτελεί κατοικία του Θεού όπως συνέβαινε με τους αρχαίους ελληνικούς ναούς ή με τον Ναό των Ιεροσολύμων. Ξέρουμε πώς στο κεντρικό συγκρότημα του ναού του Σολομώντος δεν γινόταν καμιά τελετή στο εσωτερικό του ναού. Εκεί φυλάσσονταν τα ιερά σύμβολα της Ιουδαϊκής θρησκείας. Οι πιστοί έμεναν πάντα έξω στις αυλές του. Έξω στο βωμό λάβαιναν χώρα οι θυσίες και οι τελετές. Κατά παρόμοιο τρόπο και στον αρχαιοελληνικό ναό το εσωτερικό του ήταν αφιερωμένο στο θεό ή στη θεά που φιλοξενούσε το άγαλμα. Κανένας άνθρωπος δεν είχε το δικαίωμα να εισέρχεται και όλες οι θυσίες και οι τελετές γίνονταν στο βωμό έξω από το ναό επειδή ο ναός αποτελούσε αποκλειστικά κατοικητήριο του λατρευομένου θεού. Ο λαός έμενε έξω. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στον χριστιανικό ναό.
Στο διάλογό του με τη Σαμαρείτισσα, ο Κύριος φανερώνει ποια είναι η πραγματική λατρεία. Στην ερώτησή της σε ποιο μέρος πρέπει οι άνθρωποι να λατρεύουν το Θεό, στα Ιεροσόλυμα ή στο όρος Γαριζίν, ο Ιησούς τής απάντησε: «Πίστεψέ με, γυναίκα, είναι κοντά ο καιρός που δεν θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ’ αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα… Είναι κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας, που όσοι πραγματικά λατρεύουν, θα λατρέψουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια· γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια». «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν»(Ιωαν.4,24). Στον χριστιανικό ναό ο λαός του Θεού βρίσκεται μέσα στο ναό και λατρεύει το Θεό, που είναι Πνεύμα και βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο. Μέσα στο ναό συνέρχονται οι πιστοί για να τελέσουν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που αποτελεί και το κατεξοχήν κορυφαίο γεγονός της λατρείας μας.
Τέλος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διασώζεται μέσα στα έθιμα του λαού μας. Όμως, ας δούμε το πολύ ενδιαφέρον θέμα πώς, και σε ποιο βαθμό τα διάφορα ειδωλολατρικά έθιμα ενσωματώθηκαν μέσα στην καθημερινή βιοτή των χριστιανών, μετεξελίχθηκαν και έλαβαν ένα νέο περιεχόμενο και νόημα, αλλά και ποιά σημασία έχουν αυτά τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα για την πνευματική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας σήμερα. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μετά τον 4ο αιώνα, μετά την κατάπαυση των διωγμών και την καθιέρωση της ανεξιθρησκείας, δημιουργήθηκε μία εντελώς καινούργια ποιμαντική κατάσταση στο χώρο της Εκκλησίας. Το μεγαλύτερο πνευματικό εμπόδιο, που συνάντησε η ιεραποστολή της αρχαίας Εκκλησίας κατά τον εκχριστιανισμό του τότε ελληνορωμαϊκού κόσμου, δεν ήταν τόσο η πίστη στους μεγάλους και επώνυμους θεούς, όσο στην ύπαρξη απειράριθμων μικρών θεών-δαιμόνων, που συνδεόταν με μια λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένη πρωτόγονη λατρεία της φύσης. Πρόκειται για μια μορφή λαϊκής θρησκευτικότητας, που παρότι δεν ανήκε στις ανώτερες μορφές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ήταν αυτή που παρουσίασε την μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, διότι συνδεόταν πολλαπλώς με τη γη, από την καλλιέργεια της οποίας και ζούσαν κυρίως οι στην πλειονότητά τους αγροτικοί πληθυσμοί της εποχής αυτής.
Γι΄ αυτό και εύστοχα παρατηρήθηκε ότι ο αγώνας της Εκκλησίας εναντίον της ειδωλολατρίας γνώρισε μια ξεχωριστή ένταση, όταν η Εκκλησία συγκρούστηκε με την ύπαιθρο, δηλαδή, το στρώμα εκείνο του πληθυσμού, για το οποίο η ειδωλολατρική λατρεία αποτελούσε ένα οργανικό μέρος της σχέσης των ανθρώπων με τη φύση. Δηλαδή, μαζί με την απάρνηση μιας αιωνόβιας θρησκείας, όπως ήταν η ειδωλολατρία, ο πολύς λαός καλείτο να εγκαταλείψει ταυτόχρονα κι ένα πλήθος λαϊκών συνηθειών, που εξακολουθούσαν και μετά την μεταστροφή του στο χριστιανικό ευαγγέλιο, να τον συγκινούν. Και τούτο διότι συνδέθηκαν μακραίωνα με τα σπουδαιότερα γεγονότα της καθημερινής του ζωής, όπως είναι η γέννηση, ο γάμος, η υγεία, οι χαρές και οι λύπες της ζωής, η γονιμότητα της γης, η εναλλαγή των εποχών και γενικά το μυστήριο του χρόνου, ο θάνατος και η μετά θάνατον ζωή. Πολλά δε από αυτά υπαγορεύονταν από τους κοινούς για όλους τους ανθρώπους νόμους της φύσεως και μπορούσαν, είτε αυτούσια, είτε ανανοηματοδοτούμενα χριστιανικά, να ενσωματωθούν εύκολα στην προοδευτικά δημιουργούμενη χριστιανική λαϊκή παράδοση. Προς την δημιουργία αυτής ακριβώς της νέας παράδοσης επικεντρώθηκε στο εξής η όλη ιεραποστολική προσπάθεια της Εκκλησίας, με ιδιαίτερη όμως έμφαση στην αποκάθαρση του βίου των χριστιανών, από οιοδήποτε στοιχείο ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με αυτό καθαυτό το δόγμα και το ήθος της χριστιανικής πίστεως.
Τα διάφορα λαϊκά έθιμα που βιώνονται στις ημέρες του Δωδεκαημέρου, το Πάσχα, στα διάφορα γεγονότα του λαού μας φανερώνουν ότι η Εκκλησία μας προσέλαβε τα διάφορα έθιμα του λαού μας, τα μετέπλασσε, τα ενέδυσε με ένα νέο περιεχόμενο. Όπως ακριβώς έπραξε και ο Υιός και Λόγος του Θεού ο οποίος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση την οποία ανακαίνισε, θεράπευσε και αναδημιούργησε, κατά τον ίδιο τρόπο, η Εκκλησία προσλαμβάνει όλες τις διαστάσεις την ανθρώπινης ζωής, τις ανακαινίζει, τις καθαίρει από όλα τα μη ωφέλιμα και τις λαμπρύνει. Όπως ο Θεός Λόγος δεν απέρριψε την ανθρώπινη φύση, κατά τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία δεν αρνείται καμιά διάσταση της ανθρώπινης ζωής αλλά τις προσλαμβάνει και τις τοποθετεί στη σωστή τους θέση απαλλαγμένες από οτιδήποτε το εφάμαρτο. Θα μπορούσαμε να συνοψίσομε τη στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι των λαϊκών εθίμων στις εξής βασικές αρχές: α) απόλυτος σεβασμός και φροντίδα συντήρησης και καλλιέργειας για τα έθιμα εκείνα, που συνηχούν προς το ορθόδοξο δόγμα και το ορθόδοξο λειτουργικό ήθος. β) ποιμαντική ανοχή και πνεύμα παιδαγωγικής αξιοποίησης προς εκείνα που δεν δημιουργούν ιδιαίτερα πνευματικά προβλήματα, όπως π.χ. αυτά που αναφέρονται στην αγάπη προς τη φύση, την προστασία του περιβάλλοντος και την καλώς νοούμενη ψυχαγωγία των ανθρώπων. (Τζέρπος, Δ., πρωτοπρ., Η Ορθόδοξη λατρεία στα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού, Εισήγηση στο ΣΤ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Σύρος: 20-23 Σεπτεμβρίου 2004).
Συμπερασματικά μπορούμε να επισημάνουμε ότι η αρχαία Ελλάδα έδωσε ό,τι προορίστηκε να δώσει για να εκφραστεί με τον τελειότερο τρόπο το χριστιανικό κήρυγμα. Οι Έλληνες σοφοί, ήταν οι λύχνοι που προετοίμασαν τον κόσμο για να υποδεχτεί το Φώς, που είναι ο Χριστός. Όπως όταν ανατέλλει ο αισθητός ήλιος , οι άνθρωποι στις οικίες τους σβήνουν τα λυχνάρια τους, “ αργούσι λύχνοι τη του Ηλίου παρουσία”, κατά την έκφραση του Μεγάλου Βασιλείου, (P.G.32, 165Β), κατά τον ίδιο τρόπο, με την εμφάνιση του Χριστού, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία υποχωρεί, ενώπιον του χριστιανικού κηρύγματος και λαμβάνει νέο νόημα και αποστολή.
Οι ένδοξοι πρόγονοί μας δεν είχαν το δίλημμα να διαλέξουν μεταξύ αρχαίου Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Ούτε έπασχαν από κάποια σχιζοφρένεια λόγω της ελληνικής και της ταυτόχρονης χριστιανικής τους ιδιότητος. Γνήσιοι Έλληνες και αγωνισταί, όπως ο Μακρυγιάννης, ζούσαν την ενότητα των δύο κόσμων και σ΄ αυτήν έβρισκαν την ταυτότητά τους διότι ο Χριστιανισμός ποτέ δεν περιφρόνησε τον ελληνικό πολιτισμό και σκέψη, ποτέ δεν απέρριψε τα μεγάλα διανοητικά επιτεύγματα της φυλής μας. Η Εκκλησία υιοθέτησε τον ελληνικό πολιτισμό σε βαθμό ώστε αυτό να μην έρχεται αντιμέτωπο με την νέα πίστη που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική σκέψη έχει διασωθεί μέσα στην Ορθοδοξία και δια της ιεραποστολής μεταδόθηκε σε άλλους πολιτισμούς. Γι΄αυτό το λόγο η άρνηση της ορθόδοξης χριστιανικής μας κληρονομιάς είναι βαθύτατα ανθελληνική στάση.
Για το σύγχρονο Έλληνα, που η ορθόδοξη πίστη του εκφράσθηκε με την παιδεία που βρίσκεται στη ρίζα της δικής του σύγχρονης νεοελληνικής παιδείας, είναι ιδιαίτερα σημαντική η σύνθεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Η σύνθεση αυτή μπορεί να εμπνέει και να δίνει κατευθύνσεις στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, ενώ στην ενωμένη Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα μπορεί να δίνει λύσεις στα ουσιαστικά προβλήματα του ανθρώπου. Πράγματι, τα σύγχρονα προβλήματα του πολιτισμού και τα υπαρξιακά του σύγχρονου ανθρώπου είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με τα προβλήματα που επέλυσε η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Όλα αυτά είναι για τους ορθόδοξους Έλληνες τιμή και ευθύνη να μη μείνουν σε μια προγονόπληκτη παθητική αποδοχή του παρελθόντος, αλλά να συνεχίσουν να παράγουν νέες μορφές πολιτισμού γνωρίζοντας και βιώνοντας τις αξίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης, αντιμετωπίζοντας έτσι τις σύγχρονες προκλήσεις, και όπως διαπιστώνουμε οι προκλήσεις δυστυχώς είναι πολλές.